Σε μια από τις πιο αποκαλυπτικές εξομολογήσεις που έχουν ακουστεί ποτέ σε podcast, ο Γιώργος Μαυρίδης, καλεσμένος στο Bewell podcast, της Χριστίνας Μπόμπα άφησε στην άκρη τη χιουμοριστική περσόνα του και ξετύλιξε το πιο σκοτεινό κουβάρι της ζωής του: την εμπειρία του με τον κακοιποητικό πατέρα του. Έναν εφιάλητ παιδικών χρόνων, γεμάτο αίμα, βία, σπασμένες πόρτες, απειλές, αλκοόλ, εμμονές και βαθύ τραύμα που τον σημάδεψε αλλά δεν τον καθόρισε. Αντίθετα, όπως λέει ο ίδιος, «τα κατάφερα να μη γίνω αυτό που ήταν προδιαγεγραμμένο να γίνω».
«Νόμιζα ότι έτσι είναι οι μπαμπάδες»
Ο πατέρας του Μαυρίδη, ένας άντρας που φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια της χούντας και κατέρρευσε ψυχολογικά και σωματικά μέσα από τις εξαρτήσεις, επέστρεψε στην οικογένειά του ως μια απειλητική σκιά. «Η τρομοκρατία, το ξύλο, το βρυσίδι, το σπάω πόρτες, το σουρώνω και απειλώ… νόμιζα ότι έτσι είναι οι μπαμπάδες», λέει ο Μαυρίδης.
Θυμάται τις νύχτες τρόμου, τις σπασμένες πόρτες, τις κραυγές, τη μητέρα του να τον προστατεύει σιωπηλά: «Η μάνα μου ποτέ δεν είπε κακή κουβέντα. Μου είπε μόνο “είναι άρρωστος, μην τον μισείς”».
«Με ξενυχτούσε κάθε βράδυ για να αλλάξω τη φωνή μου»
Η πιο σκοτεινή πτυχή της κακοποίησης αποκαλύπτεται όταν μιλά για την εμμονή του πατέρα του ότι θα γίνει γκέι. «Με ξενυχτούσε κάθε βράδυ για 2-3 χρόνια. Από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 3 το πρωί. Με έβαζε να αλλάξω τη φωνή μου, να μη μιλάω “σαν γυναικούλα”. Είχα αρχίσει να μιλάω με άλλη φωνή».
Σε μια σκηνή που μοιάζει κινηματογραφική, περιγράφει πώς, στα 10 του, κοιμήθηκε με τη μάνα και την αδερφή του σε ένα γιαπί για να γλιτώσουν, φοβούμενοι ότι θα τους σκοτώσει. «Ήμασταν κρυμμένοι, ακούγαμε μηχανές και τρέμαμε μήπως είναι αυτός».
«Αν δεν τον χωρίσεις τώρα, φεύγω»
Η καθοριστική στιγμή ήρθε στα δέκα του. Όταν, έχοντας φτάσει στα όρια, απείλησε τη μητέρα του με φυγή: «Είπα: Αν δεν τον χωρίσεις τώρα, θα πάρω το ποδήλατό μου και θα φύγω. Δεν με νοιάζει πού, απλά μακριά». Και αυτή τον άκουσε. Αλλά η κόλαση δεν τελείωσε.
Για σχεδόν μια δεκαετία, ο τρόμος συνέχιζε να χτυπά την πόρτα της οικογένειας: «Σπασμένες πόρτες στις 2 το βράδυ. Τον περιμέναμε με κομμένη ανάσα. Έσπαγε το σπίτι, βρίσκαμε αίματα. Ένας εφιάλτης».
«Δεν ήμουν άνθρωπος, ήμουν αγρίμι»
Η εφηβεία του Μαυρίδη ήταν πλημμυρισμένη από ανεξέλεγκτο θυμό: «Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω πλακωθεί. Ήθελα μόνο να παίζω ξύλο. Ήμουν ασταμάτητος». Το τηλέφωνο χτυπούσε και από την άλλη άκρη άκουγε ύβρεις. Μέχρι τη στιγμή που στα 18, απάντησε:
«Αν είσαι μάγκας, έλα. Σε περιμένω από κάτω. Τέλος. Εκεί σταμάτησε. Δεν ξαναήρθε ποτέ. Ήταν σαν να ανοίξαμε την πόρτα και να βγήκαμε από το σκοτάδι».
«Η συγχώρεση έγινε για να είμαι εγώ καλά»
Ο Μαυρίδης δεν κρύβει ότι ο πατέρας του κάποτε ήταν «ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου», και ότι οι ουσίες κατέστρεψαν αυτό που ήταν. «Τα ναρκωτικά τον έφαγαν. Η μάνα μου μου έμαθε ότι δεν ήταν κακός. Ότι το δηλητήριο σκοτώνει».
Και καταλήγει σε μια από τις πιο λυτρωτικές φράσεις: «Η συγχώρεση έγινε για να είμαι εγώ καλά. Δεν έχω μίσος, δεν έχω κακία. Δικαιολογώ τους πάντες και τα πάντα».