Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 η Ελλάδα μπήκε σε μια σκοτεινή περίοδο (μια από τις πολλές) της ιστορίας της. Μια χούφτα στρατιωτικοί έβαλαν τη χώρα στο «γύψο». Η «νύχτα» αυτή κράτησε σχεδόν επτά χρόνια. Μια μακρά «νύχτα» που τελείωσε στις 24 Ιουλίου 1974.
Περίπου ένα χρόνο αργότερα, το πρωινό της Δευτέρας 28 Ιουλίου 1975 είχε έρθει η ώρα της Δικαιοσύνης. Συνολικά 20 πρωτεργάτες της χούντας κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για το πραξικόπημα.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς «μα καλά, επτά χρόνια δικτατορίας, τόσα εγκλήματα, και έκατσαν στο σκαμνί μόλις 20 άτομα»; Το πολιτικό ζήτημα (αν όχι στοίχημα) εκείνης της περιόδου ήταν να κλείσουν οι πληγές που είχαν ανοίξει στο σώμα της κοινωνίας όσο το δυνατόν γρηγορότερα (και κυρίως) το δυνατόν με τις λιγότερες και μικρότερες επιπτώσεις.
Κάπως έτσι «εφευρέθηκε» ένα νομικό τέχνασμα. Πρόκειται για το περιβόητο «στιγμιαίο». Με βάση αυτό, λοιπόν, και προκειμένου να μη φτάσουν στο δικαστήριο όλοι όσοι έπρεπε, το αδίκημα των χουντικών διαχωρίστηκε σε «στιγμιαίο» και «διαρκές».
Για τους περισσότερους, (συνεργάτες, κυβερνητικούς, αξιωματούχους της χούντας) με κάποιο… μαγικό τρόπο το αδίκημα χαρακτηρίστηκε «στιγμιαίο» (το βράδυ της 21ης Απριλίου, δηλαδή) και όχι διαρκές (μέχρι την πτώση της χούντας). Όλοι οι υπόλοιποι, λοιπόν, επέστρεψαν στη κοινωνία στιγματισμένοι μεν αλλά δίχως ποινικές επιπτώσεις.
Οι κατηγορούμενοι και το δικαστήριο
Οι πραξικοπηματίες έφτασαν να κάτσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου όχι από κάποια κυβερνητική ή εισαγγελική ενέργεια αλλά από μήνυση που κατέθεσαν πέντε δικηγόροι. Ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος, ο Γρηγόρης Κασιμάτης, ο Φοίβος Κούτσικας, ο Κωνσταντίνος Αναγνωστάκης και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.
Το βούλευμα που έστελνε τους πρωταίτιους στο δικαστήριο περιείχε 24 ονόματα κατηγορουμένων. Τέσσερις από αυτούς, ωστόσο, δεν δικάστηκαν για διάφορους λόγους. Πρόκειται για τους: Κ. Ασλανίδη που εκείνη την εποχή βρισκόταν στις φυλακές της Γένοβας. Τους Π. Κωτσέλη και Ι. Παλαιολόγο που φυγοδικούσαν και τον περιβόητο Θ. Θεοφιλογιαννάκο ο οποίος δικάστηκε ξεχωριστά από το Στρατοδικείο, ως βασανιστής.
Έτσι στο εδώλιο κάθισαν 20 άτομα. Πρόκειται για τους: Γ. Παπαδόπουλο, Στ. Παττακό, Ν. Μακαρέζο, Δ. Ιωαννίδη, Ι. Λαδά, Γρ. Σπαντιδάκη, Οδ. Αγγελή, Γ. Ζωιτάκη, Μ. Ρουφογάλη, Α. Λέκκα, Μ. Μπαλόπουλο, Δ. Σταματελόπουλο, Αλ. Χατζηπέτρο, Ν. Γκαντώνα, Σ. Καραμπέρη, Κ. Παπαδόπουλο, Κ. Καρύδα, Γ. Κωνσταντόπουλο, Ν. Ντερτιλή και Ε. Τσάκα.
Στην έδρα βρίσκονταν τα μέλη του πενταμελούς εφετείου κακουργημάτων που θα τους δίκαζε. Πρόεδρος ήταν ο Ιωάννης Ντεγιάννης και μέλη οι εφέτες Π. Λογοθέτης, Π. Κωνσταντινόπουλος, Ιω. Γρίβας και Γ. Πλαγιαννάκος. Αναπληρωματικά μέλη ήταν οι εφέτες Ηλ. Γιαννόπουλος και Δ. ΤΖούμας. Στην εισαγγελική έδρα καθόντουσαν οι εισαγγελείς εφετών Κ. Σταμάτης και Σπ. Κανίνιας.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της δίκης είναι ότι έγινε χωρίς πολιτική αγωγή (κατόπιν αιτήματος της υπεράσπισης), ενώ οι δικηγόροι των πραξικοπηματιών αποχώρησαν δηλώνοντας ότι η καταδίκη των πελατών τους είναι… προαποφασισμένη.
Το κατηγορητήριο και οι απολογίες της «κορυφαίας τετράδας»
«Την 21η Απριλίου 1967 πλείονες ηνωμένοι έλαβον τα όπλα, άνευ αδείας, προσκληθέντες δε υπό των Αρχηγών των ηρνήθησαν να καταθέσουν ταύτα. Αντιθέτως ετέλεσαν βιαιοπραγίας κατά προσώπων και πραγμάτων και ετάραξαν την κοινήν ησυχίαν και ειρήνη, προσκληθέντες δε υπό των ανωτέρων των, ηρνήθησαν να επανέλθουν εις την τάξιν. Ήτοι εκινητοποίησαν εντός της πόλεως των Αθηνών και τον προαστίων αυτής, άρματα μάχης, μονάδας πεζικού, καταδρομών, ΕΣΑ, κλπ […] Προσκληθέντες δε υπό των Αρχηγών των, Ανωτάτου Άρχοντος και προέδρου της Κυβερνήσεως, ηρνήθησαν να κατεθέσουν τα όπλα και επανέλθουν εις την τάξιν. Του ως άνω εγκλήματος ετύγχανον υποκινηταί και ετέθησαν επί κεφαλής». Αυτά ανέφερε -μεταξύ άλλων- το κατηγορητήριο για ένα μόνο από τα εγκλήματα, αυτό της στάσεως.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι 15 από τους κατηγορούμενους μετείχαν του «Επαναστατικού Συμβουλίου», τρεις ήταν οι μυημένοι (Ζωιτάκης, Ντερτιλής και Τσάκας) στη συνωμοσία και δυο (Σπαντιδάκης και Αγγελής) προσχώρησαν σε αυτό.
Η δίκη πραγματοποιήθηκε σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού, όπου είχαν προφυλακιστεί οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος.
Απέναντι στους κατηγορούμενους -πέρα από την κοινωνία που ανέμενε βαριές ποινές- στάθηκαν συνολικά 65 μάρτυρες κατηγορίας, ανάμεσά τους οι Π. Κανελλόπουλος, Π. Παπαληγούρας, Γ. Ράλλης, Γ. Μαύρος, Αν. Παπανδρέου, Ηλ. Ηλιού, Χ. Φλωράκης και Κ. Μητσοτάκης.
Και οι τέσσερις της «κορυφαίας τετράδας», Παπαδόπουλος, Παττακός, Ιωαννίδης και Μακαρέζος κράτησαν σχεδόν την ίδια στάση κατά τη διάρκεια των απολογιών τους.
«Επί 40 χρόνια εις τη ζωήν μου, αντιμετώπισα τα ευθύνας μου ως εγώ τα αντιλαμβάνομην. Έναντι αυτού θα δώσω λόγον και έναντι της ιστορίας και έναντι του Ελληνικού λαού, δι ό,τι έπραξα απέναντί του και έναντι των συνδικαζομένων μετ’ εμού συνεργατών» είπε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος στην απολογία του για να προκαλέσει την αντίδραση του προέδρου: «Λέτε ότι θα δώσετε λόγο στην ιστορία. Την φαντάζεσθε απούσα την ιστορία από αυτή την αίθουσα»; τον ρώτησε για να απαντήσει… αμήχανα ο δικτάτορας: «Η ιστορία αναζητεί έργα διά τας πηγάς της. Εγώ θα αφήσω να με κρίνουν τα έργα μου»!
Από την πλευρά του ο Στ. Παττακός ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται να απολογηθεί. Ο Μακαρέζος ζήτησε από το δικαστήριο να του επιτρέψει να μην απολογηθεί «διότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου κατηγορούμενον» σημειώνοντας πως «ως αξιωματικός έχω μάθει να αναλαμβάνω τας ευθύνας μου». Τέλος ο Δ. Ιωαννίδης τόνισε πως «η συνείδησή μου δεν διαστέλλεται» και συμπλήρωσε: «είμαι υπερήφανος δια την συμμετοχήν μου εις την επανάστασιν της 21ης Απριλίου 1967. Εις όλην μου την ζωήν υπήρξα στρατιώτης και ενήργησα το καθήκον μου σύμφωνα με την συνείδησίν μου. Ουδέν έτερον έχω να προσθέσω».
Η απόφαση «εν ονόματι του ελληνικού λαού»
Στις 13:15, το μεσημέρι του Σαββάτου της 23ης Αυγούστου 1975, η ελληνική «Δίκη της Νυρεμβέργης» όπως είχε αποκληθεί από μερίδα του Τύπου, έφτασε στο τέλος της.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Γιάννης Ντεγιάννης διαβάζει την υπ’ αριθμ. 477 απόφαση του δικαστηρίου. Ενδεικτικά οι αποφάσεις που αφορούσαν κάποιους από τους κατηγορούμενους ήταν οι εξής:
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Στυλιανός Παττακός: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Νικόλαος Μακαρέζος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Γρηγόριος Σπαντιδάκης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Γεώργιος Ζωιτάκης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Οδυσσέας Αγγελής: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Ιωάννης Λαδάς: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Δημήτριος Ιωαννίδης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Νικόλαος Ντερτιλής: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Μπαλόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Ρουφογάλης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Ασλανίδης: Ερήμην σε ισόβια.
Την ίδια μέρα από κυβερνητική ανακοίνωση διαφαίνεται ότι οι επιβληθείσες θανατικές καταδίκες θα μετατραπούν σε ισόβια. Ξεσπά θύελλα αντιδράσεων από την αντιπολίτευση. Στις 25 Αυγούστου ο Κ. Καραμανλής συγκαλεί εκτάκτως το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει ομόφωνα να κινηθεί η διαδικασία για τη μετατροπή της θανατικής καταδίκης των τριών σε ισόβια δεσμά.
Στις 29 Αυγούστου του 1975, έπειτα από την ολοκλήρωση της άσκησης «Πτολεμαίος» της μεγαλύτερης ως τότε στα στρατιωτικά χρονικά της χώρας , ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, μιλώντας προς τους 1.000 αξιωματικούς οι οποίοι είχαν συμμετάσχει, είπε μια φράση που την επομένη έγινε πρωτοσέλιδος τίτλος των εφημερίδων: «Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».
Πόσο έκατσαν στη φυλακή οι χουντικοί
Σε τι βαθμό, όμως, ίσχυσε στην πράξη αυτό το ιστορικό «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια»; Μάλλον, στον ελάχιστο δυνατό. Η συζήτηση αυτή ερχόταν ανά διαστήματα στην επικαιρότητα και κυρίως όταν πέθαινε κάποιος από τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος ή εσχάτως ως επιχείρημα (ανεξάρτητα από το πια πλευρά το χρησιμοποιεί και για ποιον λόγο) για την υπόθεση της αποφυλάκισης του μέλους της «17Ν», Σάββα Ξηρού.
Άλλα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όπως ήδη αναφέρθηκε νωρίτερα, με το νομικό τέχνασμα του «στιγμιαίου» στη δίκη για το πραξικόπημα έφτασαν 20 άτομα και τελικά 18 καταδικάστηκαν αφού οι Κ. Καρύδας και Αλ. Χατζηπέτρος αθωώθηκαν.
Ο αρχιπραξικοπηματίας Γ. Παπαδόπουλος, πέθανε στις 27 Ιουνίου 1999 κρατούμενος αλλά εκτός φυλακής αφού τους 36 τελευταίους μήνες της ζωής του, τους πέρασε στην εντατική του Λαϊκού Νοσοκομείου πάσχοντας από κακοήθη νεοπλασία του ουροποιητικού συστήματος.
Ο Στ. Παττακός πέθανε πλήρης ημερών στο σπίτι του καθώς είχε αποφυλακιστεί τον Σεπτέμβριο του 1990 λόγω… «ανηκέστου βλάβης της υγείας του», κάτι που βέβαια δεν τον εμπόδισε -μεταξύ άλλων- να δίνει συνεντεύξεις σε διάφορα ΜΜΕ, υπερασπιζόμενος τα έργα και τις ημέρες του.
Ο Ν. Μακαρέζος πέθανε εκτός φυλακής (όπου αν και αρχικά καταδικασμένος σε θάνατο και στη συνέχεια σε ισόβια παρέμεινε μόλις 16 χρόνια) τον Αύγουστο του 2009 αφού είχε αποφυλακιστεί επίσης λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του». Τη συγκεκριμένη έκφραση θα τη συναντήσουμε πολλές φορές ακόμα στην πορεία του κειμένου και μάλλον όχι τυχαία.
Ο Οδ. Αγγελής βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του στις 22 Μαρτίου 1987.
Ο Μιχ. Μπαλλόπουλος ήταν ο πρώτος από τους πραξικοπηματίες που πέθανε. Έφυγε από τη ζωή στο κελί του στις 2 Μαρτίου 1978 από οξύ έμφραγμά του μυοκαρδίου.
Ο Δημ. Ιωαννίδης πέθανε τον Αύγουστο του 2010 στο Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας παραμένοντας υπό κράτηση και αμετανόητος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Κων. Παπαδόπουλος, αδερφός του δικτάτορα, πέθανε τον Απρίλιο του 1999 στις φυλακές Κορυδαλλού μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Ν. Ντερτιλής πέθανε τον Ιανουάριο του 2013 μετά από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο που είχε υποστεί τον Δεκέμβριο του 2012. Παρέμεινε στη φυλακή για 38 χρόνια, σκληρός και αμετανόητος.
Ο Γρ. Σπαντιδάκης αποφυλακίστηκε λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» και πέθανε το 1996.
Ο Γεω. Ζωιτάκης, καταδικασμένος σε ισόβια αλλά έχοντας αποφυλακιστεί λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» ήδη από το 1988, πέθανε στην Αθήνα το 1996.
Ο Ιω. Λαδάς (επίσης καταδικάστηκε σε ισόβια) αποφυλακίστηκε το 1990 και πέθανε σε ηλικία 90 χρονών τον Οκτώβριο του 2010.
Ο Μιχ. Ρουφογάλης πέθανε στη φυλακή τον Φεβρουάριο του 2000.
Ο καταδικασμένος σε ισόβια Αντ. Λέκκας αποφυλακίστηκε λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» και πέθανε το 1984.
Ο Νικ. Γκαντωνιάς αποφυλακίστηκε λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» έχοντας εκτίσει ένα μέρος μόνο της 15ετους ποινής που του επιβλήθηκε και πέθανε το 1988.
Ο Στ. Καραμπέρης αποφυλακίστηκε τον Ιανουάριο του 1990 λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» και πέθανε το Νοέμβριο του 2008.
Τέλος, οι Γεω. Κωνσταντόπουλος, Δ. Σταματελόπουλους και Ευαγγ. Τσάκας αποφυλακίστηκαν αφού εξέτισαν τις ποινές τους.