Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967 άρχισε να γράφεται μια από τις μελανότερες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Χαράματα λοιπόν της επίμαχης μέρας, ο ραδιοφωνικός σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων μετέδιδε τη φρικτή ανακοίνωση: «Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας». Το πραξικόπημα που όλοι οσμίζονταν αλλά κανείς δεν πίστευε ότι θα συμβεί είχε σημειωθεί λοιπόν.

Η μαύρη νύχτα του στρατιωτικού πραξικοπήματος οδήγησε τη χώρα μας στη Χούντα των Συνταγματαρχών, επαναφέροντας μνήμες της εμφυλιακής ιστορίας και υποθηκεύοντας το μέλλον ενός έθνους.

Παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, οι στρατιωτικοί έσπευσαν να σφετεριστούν την εξουσία θέτοντας υπό τον έλεγχό τους τις εγκαταστάσεις της κρατικής ραδιοτηλεόρασης αλλά και πλήθος κέντρων τηλεπικοινωνιών. Οι πραξικοπηματίες κατέλαβαν στη συνέχεια το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ενώ τεθωρακισμένα άρματα του στρατού περικύκλωσαν τη Βουλή, καταλύοντας ουσιαστικά το δημοκρατικό πολίτευμα.

Την ίδια στιγμή, δεκάδες πολιτικοί από όλο το κοινοβουλευτικό φάσμα συλλαμβάνονται πριν καν ανατείλει ο ήλιος, ενώ άρματα μάχης περικύκλωσαν και τα βασιλικά ανάκτορα στο Τατόι. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος.

Στις 6:00 το πρωί, οι δύο συνταγματάρχες και ο ταξίαρχος που απάρτιζαν τη χουντική τριανδρία ανακοινώνουν μέσω ραδιοφώνου τον σφετερισμό της εξουσίας αλλά και την αναστολή φυσικά βασικών άρθρων του Συντάγματος, κυρίως τις διατάξεις που διασφαλίζουν τις βασικές ελευθερίες των πολιτών στο δημοκρατικό πολίτευμα.

Υπό την απειλή των όπλων και με τον στρατό να ελέγχει πλήρως την πρωτεύουσα, οι πραξικοπηματίες εξασφαλίζουν τη συναίνεση του παλατιού και προχωρούν στη δημιουργία του χουντικού καθεστώτος. Οι συνταγματικές πολιτικές δυνάμεις πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο και το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε να διαφύγει ούτε ένας από την αδίστακτη δαγκάνα των απριλιανών συνωμοτών αυτό προσυπογράφει: ολόκληρη η πολιτική ηγεσία της χώρας συνελήφθη με παροιμιώδη μάλιστα ευκολία.

Στο ιστορικής σήμερα αξίας φύλλο της «Αυγής» (με ημερομηνία 21/4/1967), η κυκλοφορία του οποίου απαγορεύτηκε μεν από τη χουντική λογοκρισία αλλά έφτασε στη λάθρα στα χέρια των εφημεριδοπωλών, αναλυόταν οι πολιτικοί λόγοι για τους οποίους, παρά τα θρυλούμενα, δεν θα γινόταν τελικά κανένα πραξικόπημα («Γιατί δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία»)!

Η απριλιανή συνωμοσία που κάποιοι έσπευσαν να ονομάσουν «Επανάσταση» έφερε πραξικοπηματικά στα πράγματα τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό και τον συνταγματάρχη Νικόλαο Μακαρέζο, οι οποίοι και απετέλεσαν την ηγετική τριανδρία κατά τα πρώτα έξι χρόνια της δικτατορικής περιόδου.

Όπως ξέρουμε, η φασιστική χούντα έζησε ανέλπιστα 7 χρόνια (ως το 1974), όταν, σε καθεστώς απομόνωσης από την Ευρώπη και υπό το βάρος των γεγονότων του Πολυτεχνείου αλλά και μετά την καταστροφική απόπειρα ανατροπής του Μακαρίου στην Κύπρο (που παρείχε την καλύτερη αφορμή για την τουρκική εισβολή), οι ένοπλες δυνάμεις αποσύρθηκαν από τη διακυβέρνηση της χώρας, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα ρημαγμένο κράτος και ένα έθνος να προσπαθεί να μαζέψει τα μετεμφυλιακά του κομμάτια…

Η μεγάλη απριλιανή νύχτα των συνταγματαρχών



Το βράδυ της 27ης Απριλίου 1967 ήταν μακρύ και πλούσιο σε παρασκήνιο: μια ομάδα συνταγματαρχών υφάρπαξε την εξουσία προλαβαίνοντας στο τσακ τους στρατηγούς που ήθελαν να καταλύσουν πρώτοι την πολύπαθη δημοκρατία. Φήμες για το επαπειλούμενο πραξικόπημα των στρατηγών, κάτω από τις ευλογίες του ανώτατου μάλιστα άρχοντα, του βασιλιά των Ελλήνων, κυκλοφορούσαν εδώ και καιρό, εθίζοντας λες την ελληνική κοινωνία στην ιδέα του πραξικοπήματος. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν ήδη στοκάρει ζυμαρικά και τρόφιμα μακράς διάρκειας, έχοντας ανάλογες εμπειρίες από το παρελθόν. Τα πράγματα βέβαια έχουν κάθε φορά την ιστορική τους πρωτοτυπία.

Οι συνταγματάρχες πιάνουν στον ύπνο την ελληνική πολιτική ηγεσία, αν και ήταν στο Τατόι που εκτυλίχθηκε πριν από τα μεσάνυχτα το κορυφαίο θρίλερ της βραδιάς. Η εξοχική βασιλική κατοικία έχει περικυκλωθεί από πεζοναύτες και σύντομα δύο συνταγματάρχες και ένας ταξίαρχος βρίσκονταν έξω από την κεντρική πύλη.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας της βασιλικής φρουράς ενημερώνεται από τους συνωμότες ότι «έγινε κίνημα κομμουνιστών» και ο στρατός αναγκάστηκε έτσι να αναλάβει την εξουσία. Ο στρατιωτικός σπεύδει στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά και σύντομα ο μονάρχης και η τριανδρία συναντιούνται στο υπασπιστήριο. Εκεί εκτυλίσσονται οι πρώτες περιπλοκές, όταν ο αξιωματικός υπηρεσίας ζητεί από τους ανώτατους αξιωματικούς να παραδώσουν τα όπλα τους.

Ο Παττακός εκνευρίζεται και αρνείται λυσσαλέα, ο Μακαρέζος παρακολουθεί σιωπηλός και ο Παπαδόπουλος αφήνει τελικά πρώτος το περίστροφό του πάνω στο τραπέζι καλώντας και τους άλλους να τον μιμηθούν. Σύντομα, οι τρεις πραξικοπηματίες ενημερώνουν τον βασιλιά για το δήθεν κομμουνιστικό κίνημα και τον καλούν να τους ακολουθήσει στο Πεντάγωνο. Ο Κωνσταντίνος, όπως είπε χρόνια αργότερα, δεν είχε άλλη επιλογή, καθώς ήξερε ότι οποιαδήποτε άρνησή του θα προκαλούσε αιματοχυσίες.

Επόμενο στιγμιότυπο της μαύρης νύχτας, η συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι στρατηγοί ήταν ανάστατοι. Μετά το πέρας των σκοτεινών διεργασιών, ο στρατηγός Παπαδάτος επιστρέφει στο σπίτι του με το υπηρεσιακό του τζιπ (μεσάνυχτα σχεδόν) και πληροφορείται από τον γιο του ότι «ήρθαν κάτι αξιωματικοί και στρατιώτες στο σπίτι να σε πάρουν γιατί έχουμε κομμουνιστικό κίνημα». Ο Παπαδάτος επιστρέφει τάχιστα στην ΑΣΔΕΝ και προσπαθεί να επικοινωνήσει με τα ανάκτορα, αν και οι τηλεφωνικές γραμμές είναι κομμένες. Ο στρατηγός συνειδητοποιεί απογοητευμένος ότι οι «μικροί» (οι συνταγματάρχες) είχαν προλάβει στο τσακ τους «μεγάλους» (στρατηγούς). Τα δύο άρματα μάχης που ήταν εξάλλου στρατοπεδευμένα κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός στόχευαν εδώ και ώρα τα γραφεία της ΑΣΔΕΝ!

Την ώρα που ο βασιλιάς ξεκινούσε για το Πεντάγωνο, ο ηγέτης της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου, δεχόταν την απρόσκλητη επίσκεψη στρατιωτικού αποσπάσματος που του ζητά να τους ακολουθήσει: έγινε κομμουνιστική επανάσταση, είπαν στον «Γέρο της Δημοκρατίας», και φεύγουν λίγο αργότερα όλοι μαζί για το στρατόπεδο του Γουδή. Εκεί σε λίγο θα γίνει το αδιαχώρητο, καθώς εκεί θα μεταφερθούν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας οι πολιτικοί που συλλαμβάνονται από το καθεστώς.

Την ώρα που η κύρια φάση του πραξικοπήματος εκτυλίχθηκε την 21η Απριλίου, το ζοφερό πλάνο είχε συζητηθεί διεξοδικά την προηγούμενη νύχτα. Στις 9:00 το βράδυ της 20ής Απριλίου σε διαμέρισμα της οδού Φρύνης στο Παγκράτι, οι τρεις συνωμότες συναντήθηκαν μυστικά και έβαλαν τις τελευταίες πινελιές στο ανοσιούργημά τους. Η επιχείρησή τους δεν παρουσίαζε μάλιστα ιδιαίτερες δυσκολίες, καθώς όλα προβλέπονταν με εξαντλητική λεπτομέρεια στο «Σχέδιο Προμηθέας».

Το απόρρητο «Σχέδιο Προμηθέας» ήταν ήδη κατατεθειμένο στο Πεντάγωνο και σε γνώση της κυβέρνησης, καθώς η ύπαρξή του ήταν η περιστολή της κομμουνιστικής απειλής. Προέβλεπε βήμα-βήμα τι θα έκαναν οι Ένοπλες Δυνάμεις σε περίπτωση ξεσπάσματος «κόκκινου» κινήματος και πώς ο στρατός θα εξουδετέρωνε κάθε απόπειρα υφαρπαγής της εξουσίας.

Πολλή φιλολογία είχε αναπτυχθεί για τον «Προμηθέα», ο οποίος φάνταζε πια φόβητρο για τη δημοκρατία. Είχε καταρτιστεί εξάλλου από επιτελικούς συνταγματάρχες έπειτα από εντολή των στρατηγών και οι τελευταίοι το έλεγαν εδώ και καιρό ότι ήταν έτοιμοι να τον εφαρμόσουν αν το ζητούσαν τα ανάκτορα. Οι συνταγματάρχες διαβεβαίωναν τους ακόμα μεγαλύτερους γαλονάδες ότι ο «Προμηθέας» παρέμενε απόρρητος και οι ίδιοι ήταν οι ακοίμητοι φρουροί του.

Το πρωινό της 20ής Απριλίου, στη σύσκεψη των Ενόπλων Δυνάμεων, μύριζε πραξικόπημα μεταξύ των στρατηγών και ο συνταγματάρχης Παπαδόπουλος θέλησε να τους προλάβει. Οι μυημένοι στη συνωμοσία συνταγματάρχες επικοινώνησαν μεταξύ τους τηλεφωνικά μετά το τέλος της σύσκεψης και ο Παπαδόπουλος, ψυχή του κινήματος και αρχηγός της τριανδρίας, έδωσε το σύνθημα για την κατάλυση της δημοκρατίας.

Εφαρμόσατε Σχέδιον Προμηθεύς

Με την έναρξη του απόρρητου πλάνου, έφυγε από το Πεντάγωνο προς όλες τις μονάδες η λιτή εντολή: «Εφαρμόσατε Σχέδιον Προμηθεύς». Οι διοικητές των μονάδων που παρέλαβαν τη διαταγή ήξεραν τι πρέπει να κάνουν: σε ειδικούς φωριαμούς ασφαλείας στα στρατόπεδά τους ήταν κρυμμένες οι διαβαθμισμένες σελίδες του «Προμηθέα» και τα σχετικά παραρτήματά του. Κάθε ανώτερος αξιωματικός εκτέλεσε αμέσως σε όλη την ελληνική επικράτεια τις οδηγίες-ενέργειες του αντικομμουνιστικού σχεδίου, καθώς μιλούσαμε για εγκεκριμένο σχέδιο του Πεντάγωνου με την έγκριση του βασιλιά.

Πώς να φανταστούν οι επιτελάρχες ότι το κέντρο της στρατιωτικής διοίκησης της Ελλάδας είχε καταληφθεί από πραξικοπηματίες; Ήταν η απόλυτη μπλόφα και την «έφαγαν» όλοι! Ο στρατιωτικός νόμος εφαρμόστηκε σαν ιστορική φάρσα, μέσω διαταγών δηλαδή στο όνομα του βασιλιά και με τη συναίνεση του πρωθυπουργού, παρά το γεγονός ότι ο βασιλιάς συνελήφθη στο Τατόι και ο εκλεγμένος πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος σύρθηκε από το κρεβάτι της οικίας του που είχε μόλις επιστρέψει μετά τη λήξη του υπουργικού συμβουλίου.

Οι συνταγματάρχες ήταν έτοιμοι να κερδίσουν την παρτίδα αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού. Το απόγευμα της 20ής Απριλίου, μετά την ανίερη συνάντησή τους στο διαμέρισμα του Παγκρατίου, οι δυο συνταγματάρχες και ο ταξίαρχος κινήθηκαν γοργά και με επίκεντρο το Πεντάγωνο, έβαλαν μπροστά τον «Προμηθέα» προς όφελός τους. Και τους έπιασαν όλους με τις πιτζάμες.

Ο επικεφαλής της τριανδρίας Παπαδόπουλος ακολούθησε μετά το πραξικοπηματικό συμβούλιο στην οδό Φρύνης στο σπίτι του τον Μακαρέζο και τον Ασλανίδη και αφού δείπνησαν (μακαρονάδα είχε το μενού του συνωμότη) έφυγαν γύρω στις 9:30 το βράδυ για το Πεντάγωνο. Όπως ανακαλούσε χρόνια αργότερα ο Μακαρέζος, «δεν ξέραμε αν θα ξαναδούμε τα σπίτια μας και τις οικογένειές μας».

Πέρα από το σκοτεινό στρατηγείο της χούντας, το Πεντάγωνο είχε προκριθεί και ως τόπος κράτησης του βασιλιά, του πρωθυπουργού, των μελών της κυβέρνησης αλλά και των αντιφρονούντων αξιωματικών, καθώς στη συνωμοσία της δικτατορίας δεν συμμετείχαν φυσικά όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, αφού οι περισσότεροι παρέμεναν νομιμόφρονες. Σύσσωμος σχεδόν ο πολιτικός κόσμος συνελήφθη και οδηγήθηκε τελικά στο στρατόπεδο τεθωρακισμένων του Γουδή…

Πώς ξημέρωσε η νύχτα της «Εθνοσωτηρίου»

Το πραξικόπημα που οι χουντικοί θιασώτες του αποκάλεσαν, με βιτριολική αίσθηση του χιούμορ προφανώς, «Επανάσταση», εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου. Η μπλόφα της τριανδρίας είχε πετύχει, όπως είπαμε, και σύντομα οι συνωμότες θα καταλάμβαναν τη δημοκρατία εξαπίνης.

Εδώ έπαιξε σαφώς ρόλο το γεγονός ότι μέσα στην Αθήνα υπήρχαν μεγάλες και ετοιμοπόλεμες μονάδες, όπως το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, διοικητής του οποίου δεν ήταν άλλος από τον ταξίαρχο Παττακό. Από κει βγήκαν πράγματι τα πρώτα τανκς στις 2:00 τα ξημερώματα για να καταλάβουν όλα τα σημεία στρατηγικού ενδιαφέροντος της Αθήνας (Βουλή, υπουργεία, ΕΙΡ, ΟΤΕ, βασιλικά ανάκτορα κ.λπ). Την ίδια ώρα, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς εξαπέλυε πιστές στο πραξικόπημα δυνάμεις για να συλλάβουν το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.

Οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής κινούνται γρήγορα και τη χαριστική βολή στη δημοκρατία δίνει ο διοικητής της Σχολής Ευελπίδων, Δημήτρης Ιωαννίδης, ο οποίος κινητοποίησε το τάγμα της σχολής και τη Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ). Ένα από τα πρώτα μελήματα των συνωμοτών ήταν η σύλληψη του αρχηγού ΓΕΣ, αντιστράτηγου Σπαντιδάκη, και η αντικατάστασή του με τον ομόβαθμό του Οδυσσέα Αγγελή, που ήταν μυημένος στο χουντικό κίνημα. Ήταν ο νέος αρχηγός του στρατού που έδωσε την εντολή σε όλους του μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς να εφαρμόσουν το «Σχέδιο Προμηθεύς», εξασφαλίζοντας την υπακοή και τη συνέργεια του στρατεύματος σε ολάκερη την ελληνική επικράτεια.

Η μοναδική αξιόλογη αντίδραση για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα σημειώθηκε από την πλευρά του υπουργού Δημόσιας Τάξης, Γεώργιου Ράλλη, ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε όμως, αφού ο «Προμηθεύς» ήταν ήδη σε ισχύ και υπερείχε όλων.

Ο αιφνιδιασμός ήταν όπως είπαμε πλήρης και καθολικός: στις 3:30 τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, το στρατιωτικό κίνημα είχε επικρατήσει και μάλιστα αναίμακτα (ή σχεδόν, όπως θα δούμε). Από τα χαράματα, το ραδιόφωνο έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια και σύντομα οι αγουροξυπνημένοι Έλληνες θα άκουγαν τα πρώτα «αποφασίζομεν και διατάζομεν» των πραξικοπηματιών, όπως η απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων.

Λίγο αργότερα μεταδόθηκε το βασιλικό διάταγμα με το οποίο αναστέλλονταν τα Άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του Συντάγματος περί ατομικών δικαιωμάτων, δημοκρατικών ελευθεριών κ.λπ. Και βέβαια μεταδόθηκαν ανακοινώσεις για απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων και πολιτών στους δρόμους της Αθήνας, ανάληψη χρημάτων από τις τράπεζες, διακοπή των μαθημάτων στα σχολεία, κλείσιμο του χρηματιστηρίου κ.ο.κ. Με συντακτική πράξη κατά τη διάρκεια της ημέρας, ματαιώθηκαν και οι δημοκρατικές εκλογές της 28ης Μαΐου 1967.

Μόνο δύο πρωινές εφημερίδες πρόλαβαν να συμπεριλάβουν στην ύλη τους την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Η «Καθημερινή» είχε στο πρωτοσέλιδο ένα μονόστηλο που διάβαζες: «Την 2αν πρωινήν εξερράγη στρατιωτικόν κίνημα. Συνελήφθησαν πολιτικοί άνδρες». Όσο για την «Αυγή», αυτή έγραφε: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ. Γλέζος, Λ. Κύρκος, Α. Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων».

Στις 7:00 το πρωί, η ισχυρή τριανδρία επισκέφθηκε τον Κωνσταντίνο στο Τατόι και του ζήτησε να ορκίσει τη μαύρη κυβέρνησή τους. Η περιοχή ήταν ζωσμένη από άρματα μάχης, ώστε να πειστούν όλοι για τη ζοφερή πραγματικότητα της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο βασιλιάς, παρά τις προτροπές του πολιτικού κόσμου, συγκατατέθηκε ώστε να «να μη χυθεί αίμα ελληνικό», όπως δήλωσε, και αργά το απόγευμα όρκισε την κυβέρνηση. Πρωθυπουργός-μαριονέτα ήταν τώρα ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνος Κόλλιας, καθώς τα νήματα κινούσε ο ισχυρός άνδρας του κινήματος, συνταγματάρχης Παπαδόπουλος. Ο συλληφθείς και αποπεμφθείς αρχηγός του ΓΕΣ, Γρηγόριος Σπαντιδάκης, αφού τον κατατρομοκράτησε η χούντα, προσχώρησε στους κινηματίες και ανέλαβε τελικά το χαρτοφυλάκιο του Εθνικής Αμύνης.

Από την πρώτη στιγμή, ανήμερα της 21ης Απριλίου, άρχισαν και οι πρώτες συλλήψεις πολιτών, την ίδια ώρα που σημειώθηκαν και τα πρώτα θύματα, παρά τις εμφατικές ανακοινώσεις της δικτατορίας για αναίμακτη επανάσταση. Τα χουντικά όργανα δολοφόνησαν εν ψυχρώ στον Ιππόδρομο, που ήταν πλέον στρατόπεδο συγκέντρωσης, το στέλεχος της ΕΔΑ, Παναγιώτη Ελή, στις 25 Απριλίου, ενώ αργότερα ένας στρατιώτης πυροβόλησε τη νεαρή Μαρία Καλαυρά γιατί δεν υπάκουσε λέει στις διαταγές του. Δέκα ημέρες αργότερα, η χούντα ανακοίνωσε ότι οι συλληφθέντες ανέρχονταν σε 6.509 άτομα, στη συντριπτική τους πλειονότητα πολίτες αριστερών πεποιθήσεων.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία όμως, μέχρι τις 30 Απρίλη είχαν συλληφθεί 8.270 άνδρες και γυναίκες, από τους οποίους οι 6.118 εκτοπίστηκαν στη Γυάρο. Αν και με βάση τους υπολογισμούς των πολιτικών κομμάτων αλλά και των ξένων ανταποκριτών, οι συλλήψεις έφτασαν τις 10.000-12.000. Αυτούς που συνέλαβε η αστυνομία της Αθήνας τους μετέφεραν στην αρχή και για μερικές μέρες στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Όσους συνέλαβε η αστυνομία Πειραιά, μεταφέρθηκαν στο Στάδιο Καραϊσκάκη, ενώ οι συλληφθέντες από τα προάστια κρατήθηκαν στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Το μεσημέρι της 21ης Απρίλη σημειώθηκε στα Γιάννενα η πρώτη λαϊκή αντίδραση στο πραξικόπημα, όταν φοιτητές και καθηγητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του πανεπιστημίου της πόλης για να διαμαρτυρηθούν, παρουσία και του δημάρχου. Η χωροφυλακή επενέβη αμέσως και συνέλαβε 14 φοιτητές και τον δήμαρχο. Στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο λαός βγήκε στους δρόμους και πραγματοποίησε μεγάλη συγκέντρωση στην Πλατεία Ελευθερίας, την οποία η χωροφυλακή δεν κατάφερε μάλιστα να διαλύσει, γι’ αυτό και επενέβησαν στρατιωτικά τμήματα, τα οποία χρησιμοποίησαν ακόμα και πραγματικά πυρά για να συλλάβουν τελικά 30 πολίτες. Μικρές λαϊκές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν και σε άλλα σημεία της χώρας.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες επιβλήθηκε η δικτατορία στην Ελλάδα και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία η χώρα μας μετατράπηκε σε ασθενή στα χέρια του Παπαδόπουλου, ο οποίος από την πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσε για λογαριασμό του νέου καθεστώτος ξεκαθάρισε με απόλυτο κυνισμό τις προθέσεις της απριλιανής τριανδρίας: «Μην ξεχνάτε κύριοι ότι ευρισκόμεθα ενώπιον ενός ασθενούς, τον οποίο έχωμεν επί της χειρουργικής κλίνης και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέση κατά τη διάρκεια της εγχειρήσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπάρχει περίπτωσις αντί διά της εγχειρήσεως να του χαρίση την αποκατάστασιν της υγείας του, να τον οδηγήση εις τον θάνατον … Οι περιορισμοί τους οποίους θα επιβάλωμεν είναι το δέσιμον του ασθενούς επί της κλίνης διά να υποστή ακινδύνως την εγχείρησιν».

Επτά ολόκληρα χρόνια κράτησε το εθνικό μας χειρουργείο και από το κόψε-ράψε των χειρουργών δεν έμειναν και πολλά όρθια…

Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr