Για προσκύνημα μετά το Πάσχα θα εκτεθεί ψηφιακή έκδοση της Ιεράς Σινδόνης, δηλαδή του υφάσματος που υποτίθεται ότι έχει το νεκρικό αποτύπωμα του Χριστού.
Το κειμήλιο της Καθολικής Εκκλησίας θα εκτεθεί σε ψηφιακή μορφή που δημιουργήθηκε χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη από τις 28 Απριλίου έως τις 5 Μαΐου στην κεντρική πλατεία του Τορίνο, την Piazza Castello.
Σύμφωνα με δελτίο Τύπου που εξέδωσε το Βατικανό, η πρωτοβουλία ανήκει στην Αρχιεπισκοπή του Τορίνο με στόχο να φέρει τους πιστούς κοντά στην Εκκλησία, συνδυάζοντας τις νέες τεχνολογίες.
Θα αποτελεί μέρος μιας έκθεσης που ονομάζεται «Πρόσωπα στο πρόσωπο» και μεταξύ άλλων θα ακολουθήσουν ομιλίες αρχιεπισκόπων, θα εκτεθούν πορτραίτα του Ιησού, ενώ θα γίνουν και εκδηλώσεις για τα μικρά παιδιά.
Ο καρδινάλιος Ρομπέρτο Ρεπόλε του Τορίνο δήλωσε ότι «αναζητήσαμε μια νέα προσέγγιση για τη Σινδόνη, εστιάζοντας στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες… Θέλουμε να προσελκύσουμε νέους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τη Σινδόνη, για το όραμά της και ιδιαίτερα για το τι αντιπροσωπεύει για τις νεότερες γενιές».
Μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης, το ψηφιακό αντίγραφο θα είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο, ενώ θα γίνουν κινήσεις να εκτεθεί και σε άλλα μέρη.

Σημειώνεται, ότι η Ιερά Σινδόνη έχει κατά καιρούς προκαλέσει σάλο και αντιδράσεις. Στην ουσία πρόκειται για ένα κομμάτι ύφασμα πάνω στο οποίο έχει αποτυπωθεί η εικόνα και το σώμα ενός άνδρα. Η τοποθέτησή του πάνω στο ύφασμα πιστεύεται ότι ταιριάζει σε σώμα που έχει τραυματιστεί και σταυρωθεί.
Η Ιερά Σινδόνη κατά καιρούς έχει προκαλέσει διαμάχες μεταξύ της θρησκευτικής και της επιστημονικής κοινότητας. Κι αυτό γιατί υπάρχουν υποστηρικτές που πιστεύουν ότι πρόκειται για το σάβανο στο οποίο τοποθετήθηκε το σώμα του Χριστού, μετά την αποκαθήλωση του από τον Σταυρό. Σύμφωνα πάντως με επιστημονικές μελέτες αποτέλεσε ανθρώπινο δημιούργημα.
Πάντως, για το αν πρόκειται για αυθεντικό έργο έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς πάρα πολλές απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι επιστημονικές αναλύσεις και χρονολογήσεις του υφάσματος χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα. Εκείνη την περίοδο παρατηρήθηκε ότι οι χρωματικοί τόνοι των εικόνων της Σινδόνης είχαν μάλλον το χαρακτήρα των φωτογραφικών αρνητικών.
Όμως, το 1988 τρεις ανεξάρτητες μελέτες που έγιναν σε εργαστήρια του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, της Αριζόνας και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Ελβετίας, έφτασαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για δημιούργημα που χρονολογείται την περίοδο 1290-1390.
Η ιστορία της
Είναι πιθανό μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού ή την περίοδο που η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ., να μεταφέρθηκε στην Έδεσσα της Μικράς Ασίας, σημερινή Ούρφα της Τουρκίας.
Τον πρώτο καιρό έγινε γνωστή ως Άγιο Μανδύλιο ή Εικόνα της Έδεσσας. Κι αυτό γιατί ήταν διπλωμένη έτσι ώστε να φαίνεται, μόνο το πρόσωπο μέσα σε ανοιχτή θήκη.
Οι Βυζαντινοί εισέβαλαν στην Έδεσσα το 944 μ.Χ. με σκοπό να αποκτήσουν το ύφασμα και να το πάρουν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη. Όμως όταν οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη το 1204 το αποτέλεσμα ήταν η Σινδόνη να εξαφανιστεί μέχρι το 14ο αιώνα.
Ιστορικές αναφορές στη Σινδόνη του Τορίνο χρονολογούνται από το 1354. Νωρίτερα, υπάρχουν υπόνοιες πως ανήκε στο Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών, για τους οποίους υποστηρίζεται πως την είχαν στην κατοχή τους για περίπου 200 χρόνια. Οι τελευταίοι Ναϊτες που εικάζεται ότι την είχαν, ήταν ο Ζακ ντε Μολέ και ο Ζοφρέ Ντε Σαρνέ, οι οποίοι κάηκαν στην πυρά το 1314, μετά την διάλυση του Τάγματος.

Πρώτος κάτοχός της πάντως αναγνωρίζεται ο γάλλος ιππότης, Ζοφρέ Ντε Σαρνέ, ο οποίος φοβόταν να δημοσιοποιήσει την ύπαρξή της, πιθανώς λόγω των μυστηριωδών συνθηκών με τις οποίες είχε έρθει στα χέρια του, μάλλον λόγω συγγένειας με τον Ναϊτη Ντε Σαρνέ.
Είχε χτίσει μάλιστα μία φτωχική εκκλησία στο Λιρέ της Γαλλίας, και ενώ η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, αποφάσισε να εκθέσει εκεί τη Σινδόνη.
Ο επίσκοπος της περιοχής Ερρίκος του Πουατιέ, αντέδρασε για την αυθεντικότητα της και υπέβαλλε μνημόνιο, το οποίο ανέφερε πως μετά από εξετάσεις που έκανε στη Σινδόνη, την βρήκε πλαστή, αναφέροντας επίσης πως είχε ανακαλύψει και τον καλλιτέχνη που τη φιλοτέχνησε.
Η Σινδόνη αμέσως αποσύρθηκε, για να εκτεθεί εκ νέου το 1389. Ο γιος του Ντε Σαρνέ, αγνοώντας τον τοπικό επίσκοπο, πήρε άδεια από τον Πάπα, παραδεχόμενος εξ αρχής πως δεν ήταν γνήσια, αλλά αντίγραφο. O επίσκοπος της περιοχής Πιέρ Ντ΄Αρσί, σε μνημόνιο προς τον Πάπα Κλημέντιο Ζ, τη χαρακτήρισε ως απάτη, αναφερόμενος στις προγενέστερες έρευνες του Ερρίκου του Πουατιέ.
Το 1452, το ύφασμα αγόρασε ο Δούκας του Σαβόϋ, ο οποίος ανέγειρε ειδικό παρεκκλήσι και τοποθέτησε τη Σινδόνη στο Σαμπερύ της Γαλλίας το 1464. Το 1532, προκλήθηκε πυρκαγιά στο παρεκκλήσι, που προκάλεσε φθορές στη Σινδόνη, με αποτέλεσμα η οικογένεια του Σαβόϋ να τη μεταφέρει στο Τορίνο της Ιταλίας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η μοναδική φορά που μεταφέρθηκε από το Τορίνο ήταν κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τοποθετήθηκε στο μοναστήρι του Μοντεβεγκίνε, στο Αβελίνο της νότιας Ιταλίας, για να παραμείνει αργότερα οριστικά στο Τορίνο, αν και ο θρύλος λέει ότι η Σινδόνη βρίσκεται κάπου αλλού και στην πόλη του ιταλικού βορρά υπάρχει μια ρέπλικά της.
Τι δείχνει
Η Ιερά Σινδόνη δείχνει έναν άνδρα, περίπου 33 ετών, με ύψος περίπου 1,80 μ. και βάρος 77 κιλών. Σε όλο το μήκος του υφάσματός της, υπάρχουν κηλίδες αίματος που αποδίδονται σε θάνατο από σταύρωση. Είναι εμφανείς τρύπες από καψίματα και μερικές σταγόνες νερού από την πυρκαγιά του 1532.
Ο άνθρωπος της Σινδόνης φέρει στους καρπούς των χεριών και στα πόδια σημάδια από αίμα που σημαίνει ότι σταυρώθηκε και επίσης στην πλάτη σημάδια από μαστίγωση. Στο πρόσωπο, υπάρχουν διογκώσεις που είναι αιματώματα, τα οποία είναι ιδιαίτερα ορατά στο δεξί μάγουλο. Σε όλο το σώμα υπάρχουν σημάδια από μώλωπες και πληγές.

Στο μέτωπο, στον αυχένα και στα μαλλιά που είναι μακριά, υπάρχει αίμα, ενώ πληγές καλύπτουν την περιφέρεια του κεφαλιού, που μάλλον έχουν προκληθεί από στεφάνι φτιαγμένο από μυτερά αγκάθια.
Στο στήθος και στην πλάτη φαίνονται γδαρσίματα, που πιθανώς έγιναν από μαστίγιο, όργανο βασανισμού των ρωμαϊκών χρόνων. Στη δεξιά ωμοπλάτη, υπάρχουν τετραγωνικές εκχυμώσεις που αποδίδονται σε βαρύ αντικείμενο, που μπορεί να ήταν ο οριζόντιος δοκός του σταυρού που ο καταδικασμένος κουβαλούσε μέχρι τον τόπο της εκτέλεσης.