Λύκαινα θήλαζε τον Ρωμύλο και τον Ρώμο, τους δίδυμους ιδρυτές της Ρώμης, που έθεσαν κατά το 750 π.Χ. τα θεμέλια μιας ταπεινής πόλης στις όχθες του Τίβερη.
Μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ., το άλλοτε μικροσκοπικό χωριουδάκι είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο τμήμα της ιταλικής χερσονήσου και ήταν πια καθ’ οδόν να φτιάξει τη δική του αυτοκρατορία στη λεκάνη της Μεσογείου!
Τι ήταν αυτό που μεταμόρφωσε όμως μια μικρή πόλη-κράτος σε περιφερειακή δύναμη αρχικά και πανίσχυρη αυτοκρατορία αργότερα; Ήταν απλώς διπλωματικές νίκες, πολιτικά στρατηγήματα και πολιτισμικές ανταλλαγές αυτά που έφεραν τη Ρώμη στον θρόνο της Μεσογείου;
Κι αν είναι να κοιτάξουμε πίσω στις πρώτες μέρες της Ρώμης, τότε πρέπει να μιλήσει κανείς και για τη ρωμαϊκή δημοκρατία και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, καθώς αμφότερες έκαναν γενναία βήματα προς τα εμπρός και καθιέρωσαν τη ρωμαϊκή ειρήνη, τη λατινική κυριαρχία στα εδάφη γύρω από τη Μεσόγειο με δυο λόγια.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που πρέπει να ειπωθεί, πως η Ρώμη δεν ήταν κάποτε παρά μία ακόμα πόλη-κράτος της περιοχής, μοιάζοντας πολύ με την κατατμημένη πολιτική αρχιτεκτονική του ελληνικού κόσμου. Οι Λατίνοι μάχονταν μεταξύ τους με τον ίδιο τρόπο που έκαναν και οι Έλληνες και με τα ίδια μάλιστα όπλα, έχοντας αμφότεροι οπλίτες και φάλαγγες.
Πολλοί ιστορικοί παρομοιάζουν μάλιστα τη Ρώμη, την πιο ισχυρή τελικά πόλη-κράτος της ιταλικής χερσονήσου, με την Αθήνα, μια εκλατινισμένη Αθήνα. Πώς κατάφερε λοιπόν μια ομάδα ανθρώπων που βασίζονταν στη γεωργία για να ζήσουν και με συνεχείς πολέμους μεταξύ τους να φτιάξουν μια από τις μεγαλύτερες και ενδοξότερες αυτοκρατορίες στην ιστορία του ανθρώπου, όπως αναρωτιέται χαρακτηριστικά ο Τίτος Λίβιος στο μνημειώδες χρονικό του για τη Ρώμη;
Η Ρώμη, αντίθετα από τα ελληνικά ανάλογά της, κατάφερε να υποδουλώσει τις αντίπαλες πόλεις-κράτη μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και να ενώσει τους πληθυσμούς κάτω από την κοινή σημαία της. Με πρόδηλα επεκτατικές διαθέσεις πλέον και καλοκουρδισμένη στρατιωτική μηχανή, έθεσε στο στόχαστρο τους γειτονικούς πολιτισμούς της ιταλικής (Ετρούσκους, Σαμνίτες κ.λπ.).
Η Ρώμη δεν ήθελε να ζήσει ειρηνικά με τους γείτονές της και να αναπτύξει εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις. Αλλά και πάλι δεν είναι σαφές ούτε το γιατί, ούτε και το πώς κατάφερε να πείσει τις φτωχές αγροτικές μάζες να αποδεχθούν την υποχρεωτική στράτευση που εγκαινίασε η αριστοκρατική Σύγκλητος.
Ήταν η ρωμαϊκή επιθετικότητα και ο ιμπεριαλισμός της απλό αποτέλεσμα της υπέρμετρης φιλοδοξίας των ηγετών της δημοκρατίας; Ή μήπως όλα αυτά τα χρόνια των εξοντωτικών πολέμων των φυλών της ιταλικής είχαν καθιερώσει τη δυσπιστία και μόνο με την πειθώ των όπλων μπορούσαν να συνεργαστούν;
Το αφήγημα της γέννησης της παντοδύναμης Ρώμης παραμένει μια από τις πιο επίμονες ιστορικές προκλήσεις…
Όπως θέλει ο ρωμαϊκός μύθος, η Ρώμη ιδρύθηκε από δυο δίδυμα αδέρφια, τον Ρωμύλο και τον Ρώμο, παιδιά του θεού Άρη, που αφέθηκαν μέσα σε ένα καλάθι στον Τίβερη για να πνιγούν, σώθηκαν όμως από μια λύκαινα (και έναν δρυοκολάπτη). Όταν μεγάλωσαν, εκδικήθηκαν τον Νουμίτορα, βασιλιά της Άλβα Λόνγκα, και ίδρυσαν τελικά τη δική τους πόλη στις όχθες του ποταμού το 753 π.Χ.
Ο Ρωμύλος σκότωσε μετά τον Ρώμο και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ρώμης, ακολουθούμενος από μια σειρά λατίνων, σαβίνων και ετρούσκων βασιλιάδων χωρίς κληρονομική διαδοχή.
Έτσι κύλησαν τα πράγματα στο Βασίλειο της Ρώμης ως το 509 π.Χ., όταν η αριστοκρατία και ο απλός λαός ανέτρεψαν τον τυραννικό έβδομο βασιλιά Ταρκίνιο τον Υπερήφανο και μετέτρεψαν την πόλη-κράτος σε δημοκρατία.
Η μετατροπή του πολιτεύματος και οι σύνθετες κοινωνικές διαβαθμίσεις έθεσαν τα θεμέλια μιας δίχως προηγούμενο ανάπτυξης της πόλης-κράτους…
Η εξουσία του βασιλιά πέρασε λοιπόν στα χέρια δύο ανώτατων αρχόντων (ύπατοι), που εκλέγονταν κάθε χρόνο από τον λαό, προέκυπταν όμως από την αριστοκρατική Σύγκλητο. Παρά το γεγονός ότι ο έλληνας ιστορικός Πολύβιος θαύμαζε τη σταθερότητα του ρωμαϊκού πολιτεύματος, η πρώτη αυτή περίοδος της δημοκρατίας χαρακτηριζόταν από μεγάλες ζυμώσεις μεταξύ πατρικίων και πληβείων και γενναίες ανακατανομές δυνάμεων. Μόνο σταθερή δεν ήταν.
Μεγάλη στιγμή στη δημοκρατική συγκρότηση της Ρώμης ήταν το 450 π.Χ., όταν οι πληβείοι πέτυχαν να καταγραφεί επισήμως το Δίκαιο και να εκτεθεί σε κοινή θέα στη Ρωμαϊκή Αγορά, ένα Δίκαιο που ως τότε ήταν προφορικό και στα χέρια των πατρικίων. Το πρώιμο αυτό σύνταγμα προσδιόριζε και διευκρίνιζε τις νομικές διαδικασίες, τα κοινωνικά δικαιώματα και τους τίτλους ιδιοκτησίας, όντας η ίδια η βάση για το σπουδαίο αργότερα ρωμαϊκό ποινικό σύστημα.
Η πραγματική δύναμη παρέμενε ωστόσο στα χέρια της αριστοκρατικής Συγκλήτου, η οποία κατά το 300 π.Χ. δεχόταν όμως στις τάξεις της και πληβείους που είχαν πλουτίσει. Οι πληβείοι απέκτησαν τελικά το δικό τους θεσμικό όργανο, τις λαϊκές συνελεύσεις και τους δημάρχους, αν και πάλι η αριστοκρατική ρωμαϊκή δημοκρατία δεν είχε και πολλά κοινά με την άμεση δημοκρατία των Αθηναίων.
Ήταν περισσότερο ολιγαρχικό το πολίτευμα παρά δημοκρατικό με την έννοια των Ελλήνων. Η ρωμαϊκή δημοκρατία επηρεάστηκε ωστόσο σε όλες τις εκφάνσεις της από τις πόλεις-κράτη της Μεγάλης Ελλάδας, τόσο εκτελεστικά όσο και οργανωτικά.
Η δημοκρατική περίοδος της Ρώμης έκανε όμως και κάτι άλλο: έδωσε εκθετική ώθηση στην πόλη-κράτος τόσο σε όρους μεγέθους όσο και δύναμης. Οι άμεσοι γείτονές της ήταν είτε λατινικές πόλεις και χωριά είτε οι υπολογίσιμοι Σαβίνοι από τα Απέννινα, τους οποίους νίκησε στο πεδίο της μάχης η Ρώμη τον έναν μετά τον άλλον.
Ακόμα και πόλεις που ήταν προσδεμένες στο άρμα των Ετρούσκων υπέταξαν οι Ρωμαίοι αυτή την εποχή, με μια σειρά θριαμβευτικών πολέμων που έλαβαν χώρα το 496 π.Χ., 477 π.Χ., 458 π.Χ. και 446 π.Χ. Αποτέλεσμα; Η Ρώμη κατέκτησε τους λατίνους και ετρούσκους γείτονές της και περιχαράκωσε την ηγετική της θέση στην ιταλική από την απειλή των κοντινών ορεινών φυλών των Απέννινων.
Παρά το γεγονός ότι οι Γαλάτες λεηλάτησαν και έκαψαν τη Ρώμη το 387 π.Χ., βάζοντας απρόοπτο τέλος στην κατακτητική αυτή λαίλαπα της περιόδου, οι Ρωμαίοι ανασυντάχθηκαν και πέρασαν στην αντεπίθεση.
Υπό την ηγεσία του σπουδαίου στρατιωτικού και πολιτικού Marcus Furius Camillus, του «δεύτερου ιδρυτή της Ρώμης» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η πόλη-κράτος επιδόθηκε σε μια πρωτοφανή ιμπεριαλιστική εκστρατεία στις γύρω περιοχές, έχοντας μέχρι το 264 π.Χ. όλη την ιταλική χερσόνησο στα χέρια της!
Μέσα σε έναν αιώνα, η Ρώμη ανασυγκροτήθηκε από τη βαρβαρική καταστροφή και μετατράπηκε σε περιφερειακή δύναμη της Μεσογείου. Από το 343-341 π.Χ., οι Ρωμαίοι νίκησαν τους Σαμνίτες σε δύο αποφασιστικής σημασίας μάχες και απάντησαν εξίσου αποφασιστικά στον λατινικό συνασπισμό που κινήθηκε εναντίον τους (340-338 π.Χ.), υποτάσσοντας πια όλες τις γύρω λατινικές φυλές.
Το 327 π.Χ. είχαν ξανά σειρά οι Σαμνίτες, οι οποίοι ως τα τέλη του αιώνα θα δήλωναν κι αυτοί υποταγή στον ρωμαϊκό ζυγό. Το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών τους είχε περάσει στη δυνατή πόλη-κράτος. Το 282 π.Χ. η Ρώμη αποτελείωσε ό,τι είχε απομείνει ζωντανό από τους Ετρούσκους και ήταν πλέον υπολογίσιμος αντίπαλος στη Μεσόγειο. Αν και δεν είχε αναμετρηθεί ακόμα με τους μεγάλους παίκτες της περιοχής, Έλληνες και Καρχηδόνιους.
Με τους δεύτερους θα το έκανε σε μια σειρά δύο πολεμικών αναμετρήσεων, που θα χάριζαν στη Ρώμη όλη τη Σικελία, τη δυτική Μεσόγειο και το μεγαλύτερο τμήμα της Ισπανίας. Με τον Γ’ Καρχηδονιακό Πόλεμο στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι θα κατακτούσαν την πολυπόθητη Καρχηδόνα, πουλώντας ως σκλάβους όσους απέμειναν ζωντανοί. Ένα καλό κομμάτι της βόρειας Αφρικής ήταν τώρα ρωμαϊκή επαρχία.
Επιστρέφοντας στο 280 π.Χ., οι Ρωμαίοι και οι πολιτικο-στρατιωτικές συγκυρίες της περιόδου απώθησαν την επίθεση του Πύρρου της Ηπείρου και το 272 π.Χ. και η τελευταία ανεξάρτητη πόλη της Σικελίας (Τάραντας) έπεσε στα χέρια τους, χαρίζοντάς τους παγκόσμια στρατιωτική απήχηση.
Σειρά είχαν τώρα (200 π.Χ.) η εξάπλωση στα ανατολικά και οι Μακεδόνες, τους οποίους νίκησαν σε μια σειρά από μάχες και προσάρτησαν τελικά τα εδάφη τους στη ρωμαϊκή ειρήνη, εκμεταλλευόμενοι την περίπλοκη κατάσταση διαδοχής που είχε αφήσει ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οι κόντρες των διαδόχων του.
Μεταξύ 172-146 π.Χ., οι Ρωμαίοι θα κατακτούσαν σταδιακά τα εδάφη του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, νικώντας τους Μακεδόνες σε μια σειρά τεσσάρων πολέμων. Χαρακτηριστικό του πετυχημένου διμέτωπου αγώνα τους ήταν το γεγονός ότι το 146 π.Χ., την ίδια χρονιά με την καταστροφή της Καρχηδόνας, οι Ρωμαίοι πολιόρκησαν και κατέστρεψαν την Κόρινθο, υποχρεώνοντας τον γιο του Φιλίππου Ε’ αλλά και όλη την Αχαϊκή Συμπολιτεία να παραδοθούν. Η ελληνική αντίσταση είναι πια παρελθόν.
Οι εμφατικές στρατιωτικές τους εκστρατείες είχαν βέβαια και ένα παράπλευρο όφελος, την κοινωνική και πολιτισμική ανάπτυξή τους από την επαφή με άλλους λαούς, ειδικά με τους πιο προωθημένους Έλληνες. Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο πως η ρωμαϊκή λογοτεχνία εμφανίζεται για πρώτη φορά περί το 240 π.Χ. και δεν ήταν παρά λατινικές μεταφράσεις κλασικών ελληνικών επών. Σύντομα η ελληνική τέχνη, φιλοσοφία και θρησκεία θα ήταν ρωμαϊκές…
Παρά το γεγονός ότι οι μεγάλες εδαφικές προσαρτήσεις στη Μεσόγειο, την Ευρασία και την Αφρική και το ρωμαϊκό μεγαλείο συνδέονται κυρίως με την αυτοκρατορική περίοδο της Ρώμης (27 π.Χ. – 285 μ.Χ.), η Ρώμη έγινε Ρώμη στα δημοκρατικά της χρόνια (509-27 π.Χ.).
Ήταν σε αυτούς τους 3 αιώνες που ο έλεγχος και η επιρροή της Ρώμης απέκτησαν παγκόσμια υπόσταση, μιλώντας για σωστή ηγεμονία στα πέρατα του μεσογειακού κόσμου. Η περίοδος της δημοκρατίας κατέρρευσε εξάλλου κάτω από το βάρος των νέων κτήσεων και της ραγδαίας εξάπλωσης, όταν έγινε σαφές πως η ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεν μπορούσε να κλείσει, αλλά και ότι η πρόσβαση στην εξουσία ήταν αποκλειστικό προνόμιο των λίγων και εκλεκτών.
Κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια κατέληξε άλλωστε με τον φόνο του δημοκράτη οραματιστή (όπως του ύπατου Τιβέριου Σεμπρόνιου Γράκχου το 133 π.Χ. και του δημάρχου αδελφού του Γάιου Σεμπρόνιου Γράκχου το 122 π.Χ.), αφήνοντας χώρο για άλλου τύπου φιλοδοξίες. Η εποχή των καισάρων είχε αναδυθεί.
Μετά και την περίοδο των εμφύλιων συρράξεων (80-37 π.Χ.) και την ανάδυση και τον φόνο του Ιούλιου Καίσαρα, θριαμβευτής στο ταραγμένο αυτό κλίμα θα αναδειχθεί ο Οκταβιανός, στον οποίο θα εκχωρήσει η Σύγκλητος αυξημένες αρμοδιότητες το 27 π.Χ., μετατρέποντάς τον στον πρώτο καίσαρα της Ρώμης, τον πρώτο ρωμαίο αυτοκράτορα.
Τρεις αιώνες αργότερα, ήταν ξανά το αυτοκρατορικό σύστημα αυτό που γονάτισε τη Ρώμη, καταλήγοντας στην παρακμή και την πτώση της. Η Ρώμη κατέρρευσε τελικά κάτω από το δυσανάλογα μεγάλο βάρος της αχανούς αυτοκρατορίας της, χάνοντας τη μία επαρχία πίσω από την άλλη.
Τον Σεπτέμβριο του 476 μ.Χ., ο γερμανός πρίγκιπας και αρχηγός των βάρβαρων μισθοφόρων της Ρώμης, Οδόακρος, αποκτά τον έλεγχο του ρωμαϊκού στρατού της Ιταλίας, δίνοντας άδοξο τέλος στην αυτοκρατορία. Αφού εκδιώκει και τον αποδυναμωμένο αυτοκράτορα Ρωμύλο Αύγουστο, τα στρατεύματά του τον ανακηρύσσουν βασιλιά της Ιταλίας.
Μόνο που η ξακουστή Ρώμη, με την πλούσια δημοκρατική και αυτοκρατορική ιστορία, δεν υπάρχει πια. Εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο που αναδύθηκε, έναν από τους πιο δραματικούς στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού…