Εμείς τους Γαλάτες τους ξέρουμε σήμερα από τον Αστερίξ και τον Οβελίξ και τις κωμικοτραγικές περιπέτειες των Ρενέ Γκοσινί και Αλμπέρ Ουντερζό, για τους αρχαίους προγόνους μας αποτέλεσαν όμως μια ασύμμετρη απειλή που εμφανίστηκε με σκοπό να λεηλατήσει, να καταστρέψει και να εγκατασταθεί πιθανότατα στα εδάφη τους.
Εκμεταλλευόμενοι την πλήρη αποδυνάμωση της Ελλάδας με τις λυσσαλέες μάχες των ελληνιστικών κρατών, οι Γαλάτες εξόρμησαν στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. από την Παννονία στα νότια της Βαλκανικής με τουλάχιστον καταστρεπτικές διαθέσεις.
Ο σκληροτράχηλος Βρέννος Β’ (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Βρέννο που κυρίευσε τη Ρώμη τον 4ο αιώνα π.Χ.) οδήγησε χιλιάδες γαλάτες πολεμιστές στη Μακεδονία, προξενώντας τεράστιες καταστροφές.
Τους αντιμετώπισε αποφασιστικά στην πρώτη αυτή φάση της εισβολής τους ο Σωσθένης, εκείνοι αναδιπλώθηκαν όμως και επέστρεψαν ακόμα πιο δυνατοί, φτάνοντας ως τη Θεσσαλία, καθώς ο στόχος ήταν ο πλούτος του Μαντείου των Δελφών. Απέναντί τους θα έβρισκαν τώρα την οργανωμένη αντίσταση των Ελλήνων, πολεμιστές από την Αθήνα, τα Μέγαρα, τη Φωκίδα, την Αιτωλία και τη Βοιωτία, που με αρχηγό τον αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο είπαν να ζήσουν τις δεύτερες Θερμοπύλες της Ελλάδας, 201 χρόνια μετά τις πρώτες και εξόχως ένδοξες.
Αυτή είναι η ιστορία τους…
Η τρίτη δεκαετία του 3ου αιώνα π.Χ. βρήκε τα ελληνικά κράτη εξουθενωμένα από τις διαμάχες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 281 π.Χ. σκοτώνεται εξάλλου ο βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος, πρωτοπαλίκαρο άλλοτε του μακεδόνα στρατηλάτη, και αφήνει έτσι το βασίλειό του έκθετο στις ορέξεις των εχθρών.
Οι Γαλάτες της Παννονίας αποφασίζουν να εκστρατεύσουν προς τα νότια της Βαλκανικής, καθώς η συγκυρία είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή. Η ρευστή κατάσταση στον κυρίως ελλαδικό χώρο και οι μάχες των επιγόνων του Mεγάλου Aλεξάνδρου είχαν γονατίσει τις πόλεις-κράτη, καλώντας άρον-άρον σε ευρύτερες συμμαχίες. Τώρα γεννιούνται οι συμπολιτείες, η Αιτωλική το 290 π.Χ. και η Αχαϊκή το 280 π.Χ., προσπαθώντας να περισώσουν την αυτοδιαχείριση και την ανεξαρτησία τους.
Την ίδια ώρα, οι Kέλτες δεν ήταν καθόλου άγνωστοι στους Έλληνες. Τους Kέλτες της Aδριατικής είχε απωθήσει αποφασιστικά ο Μέγας Αλέξανδρος, αναγκάζοντάς τους να ορκιστούν αιώνια φιλία, όπως μας παραδίδει ο γεωγράφος Στράβωνας και ο ιστορικός Αρριανός.
Αλλά και κέλτες μισθοφόροι υπηρετούσαν για περισσότερο από έναν αιώνα στις πόλεις-κράτη της Mεγάλης Eλλάδας και ένα σώμα τους είχε σταλεί μάλιστα από τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο (τύραννος των Συρακουσών) το 369 π.Χ. να συνδράμει τους Λακεδαιμόνιους στη διαμάχη τους με τους Βοιωτούς, όπως μας καταμαρτυρεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Μόνο που οι παλιοί φίλοι θα εξελίσσονταν τελικά σε έναν μεγάλο εχθρό, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στην αποδυναμωμένη -από τις μάχες Λυσίμαχου και Σέλευκου- Μακεδονία.
Ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε, ο Σέλευκος δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη νίκη του, καθώς δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο Kεραυνό, ο οποίος χρίστηκε βασιλιάς της Θράκης και έβαλε στο στόχαστρο τη Μακεδονία, έχοντας εξασφαλίσει και την εύνοια του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου.
Και τα κατάφερε, νικώντας τον Αντίγονο Β’ τον Γονατά, γιο του Δημητρίου του Πολιορκητή, και στέφθηκε βασιλιάς και στη Μακεδονία. Με τον Πύρρο στην Ιταλία όμως και τη Μακεδονία γονατισμένη από τον πόλεμο, η βόρεια Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους Γαλάτες. Μάζεψαν κάπου 85.000 άντρες και ξεκίνησαν για πόλεμο.
Ο στρατός τους χωρίστηκε στα τρία: ένα τμήμα -υπό τον Kερέθριο- επιτέθηκε στη Θράκη, ένα δεύτερο -υπό τον Βρέννο- εισέβαλε στην Παιονία και το τρίτο -υπό τον Βέλγιο- επιτέθηκε σε Μακεδονία και Ιλλυρία. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός υπέστη συντριπτική ήττα καβάλα στον ελέφαντά του, μιας και υποτίμησε το μέγεθος της απειλής, και έπεσε στα χέρια των Γαλατών, που τον αποκεφάλισαν και παλούκωσαν το κρανίο του σε ένα δόρυ, περιφέροντάς το παντού στη Μακεδονία ως τρόπαιο ζηλευτό.
Χωρίς αντίπαλο πλέον, οι Γαλάτες λεηλάτησαν την απροστάτευτη μακεδονική ύπαιθρο με τρομερή μανία, όπως μας παραδίδεται, ερημώνοντας περιοχές ολόκληρες, χωρίς να επιτεθούν ωστόσο σε πόλεις, μιας και αγνοούσαν την τέχνη της πολιορκίας. Την υπεράσπιση της Μακεδονίας ανέλαβε ο αριστοκράτης Σωσθένης, που χρίστηκε στρατηγός με δική του πρωτοβουλία και κατάφερε να εκδιώξει το ξενόφερτο φύλο από τη μακεδονική γη.
Οι Γαλάτες, που σε αυτή τη φάση είχαν στόχο τη λεηλασία και τη λαφυραγωγία, αποσύρθηκαν στα εδάφη τους, μόνο που δεν θα έμεναν για πολύ καιρό άπραγοι…
Ο Βρέννος δεν σταμάτησε ποτέ να πιέζει για μια δεύτερη απόπειρα κατά της Ελλάδας, καθώς αυτός δεν είχε μόνο το πλιάτσικο κατά νου. Ονειρευόταν γαλατική αποίκηση του ελλαδικού χώρου και είχε τον τρόπο να την πετύχει. Ή έτσι πίστευε τουλάχιστον. Έφτασε να επιδεικνύει στους θεόρατους άντρες του τους υποσιτισμένους έλληνες αιχμαλώτους που είχε στην κατοχή του, τους πιο μικρόσωμους και ταλαιπωρημένους από αυτούς, λέγοντας πως δεν αποτελούσαν δα και τρανό αντίπαλο για τους σκληροτράχηλους Γαλάτες.
Και τα κατάφερε, πείθοντάς τους πως η Ελλάδα είχε απίστευτο πλούτο στα ταμεία της και χρυσό με το τσουβάλι στους Δελφούς. Με τον Ακιχώριο στο πλευρό του και 200.000 στρατό, ήταν έτοιμος το 279 π.Χ. να εκστρατεύσει εκ νέου, αυτή τη φορά στα νοτιότερα της Ελλάδας. Μαζί του είχε και γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους, καθώς ο στόχος ήταν πια η δημιουργία μόνιμης βάσης. Τόσο ο περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας όσο και ο ρωμαίος ιστορικός Ιουστίνος έχουν εξιστορήσει με λεπτομέρειες τη δεύτερη αυτή κάθοδο των Γαλατών.
Οι κέλτικες ορδές του Βρέννου Β’ δέχτηκαν μεν το πρώτο πλήγμα και πάλι από τον Σωσθένη, κατάφεραν ωστόσο να διαπεράσουν την αμυντική του γραμμή και να ξεχυθούν στη θεσσαλική γη, μετρώντας πάντως ηχηρές απώλειες. Αναγκάζοντας τους Έλληνες να πιάσουν τα όπλα. Μας λέει εδώ ο Παυσανίας στο «Ελλάδος Περιήγησις»:
«Tο ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές, ωστόσο η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δεν γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Παιονία ήταν ακόμη νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα στη Θεσσαλία. Kάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες θα έπρεπε είτε να ανταπεξέλθουν στις περιστάσεις είτε να αφανιστούν».
Ήταν ώρα για τις δεύτερες Θερμοπύλες του ελληνισμού απέναντι σε ξένο εχθρό (γιατί υπήρχε εμβόλιμη και η αναχαίτιση των Μακεδόνων από τους Αθηναίους στα στενά των Θερμοπυλών 128 χρόνια μετά τις Θερμοπύλες του Λεωνίδα)…
Η στενή πύλη που αποτελούσε πέρασμα προς τα νότια της Ελλάδας επιλέχθηκε για άλλη μια φορά ως το ιδανικό σημείο οχύρωσης του ενωμένου ελληνικού στρατού, καθώς η ενέδρα των Ελλήνων στον Σπερχειό στέφθηκε από αποτυχία.
Ο Βρέννος, μετά τις περιπέτειες με τον Σωσθένη, είχε στις τάξεις του 152.000 οπλίτες και 24.400 ιππείς (οι ιππείς ήταν τριπλάσιοι σε αριθμό, καθώς καθένας από αυτούς συνοδευόταν από δύο έφιππους δούλους), βρίσκοντας απέναντί του τον αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο και τους 26.000 γενναίους του. Αλλά και αρκετά πλοία που είχαν ήδη παραταχθεί στα στενά.
Οι περισσότεροι ήταν μάλιστα Βοιωτοί (10.000 οπλίτες και 500 ιππείς), ενώ άλλοι 7.000 οπλίτες ήταν Αιτωλοί. Οι Φωκείς έστειλαν 3.000 οπλίτες και 500 ιππείς, οι Λοκροί 700 στρατιώτες και οι Μεγαρείς άλλους 400. Οι Μακεδόνες έστειλαν 500 άντρες και άλλοι 500 ήρθαν από την Αντιόχεια της Μικράς Ασίας. Οι υπόλοιποι ήταν Αθηναίοι, όπως και οι τριήρεις, όπως υπολογίζει τους αριθμούς τους ο Παυσανίας. Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι δεν απέστειλαν βοήθεια, καθώς ένιωθαν ασφαλείς χάρη στις οχυρώσεις του Ισθμού της Κορίνθου.
Η μάχη δόθηκε σε ένα έλος που υπήρχε στα στενά των Θερμοπυλών, όπου οι Έλληνες κατάφεραν σημαντικό πλήγμα στον υπέρτερο γαλατικό στρατό. Ο ελληνικός στρατός περίμενε σιωπηλά τους Γαλάτες και μόλις αυτοί εμφανίστηκαν, το πεζικό παραμέρισε αφήνοντας τους ελαφρά οπλισμένους να εκτοξεύουν ακόντια, βέλη και πέτρες, καθώς το ιππικό ήταν παροπλισμένο λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Βέλη εκτοξεύονταν και από τις αθηναϊκές τριήρεις, που σύρθηκαν με χίλιους κόπους ως την ακροθαλασσιά.
Ο Βρέννος αναδιπλώθηκε μετά την ήττα και εφαρμόζοντας έναν τακτικό ελιγμό, έστειλε εφτά μέρες αργότερα ένα μέρος του εκστρατευτικού του σώματος (40.000 οπλίτες και 800 ιππείς) ανατολικά, προς την Αιτωλία, για να αναγκάσει τους Αιτωλείς να εγκαταλείψουν τα στενά και να προστατεύσουν τις εστίες τους.
Οι Γαλάτες έσβησαν ολοσχερώς από τον χάρτη το Κάλλιον (το σημερινό Κλαυσί κοντά στο Καρπενήσι), μια σημαντική πόλη στα σύνορα Ευρυτανίας και Αιτωλίας, επιδιδόμενοι σε ανείπωτες φρικαλεότητες. Μας παραδίδεται ότι έσφαξαν όλους τους κατοίκους και προέβησαν σε πράξεις κανιβαλισμού, όπως αποκαλύπτει ο Παυσανίας στο δέκατο βιβλίο (Φωκικά) της «Ελλάδος Περιήγησις»:
«Οι πιο ανήκουστες και τρομακτικές πράξεις που είχα ακούσει ποτέ να γίνονται … Οι Γαλάτες έσφαξαν όλους τους άνδρες της φυλής, πίνοντας το αίμα και τρώγοντας τη σάρκα των σφαγιασμένων βρεφών. Mόλις η πόλη έπεσε, οι περήφανες γυναίκες της προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να πέσουν ζωντανές στα χέρια του εχθρού. Oι Γαλάτες δεν έδειξαν να αποθαρρύνονται από αυτή την εξέλιξη: ασέλγησαν πάνω στις ετοιμοθάνατες γυναίκες, ακόμη και σε αυτές που ήταν ήδη νεκρές».
Οι Αιτωλείς, μαθαίνοντας τα τραγικά νέα, αποσύρθηκαν πράγματι από τις Θερμοπύλες άρον-άρον για να διώξουν τη φριχτή απειλή από τα εδάφη τους. Η νέα αντιπαράθεση έγινε στα σημερινά Κοκκάλια, μια θέση που οφείλει την ονομασία της στα διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που συναντούσαν για χρόνια οι ντόπιοι στο χώμα, διαχρονικά σημάδια της τρομακτικής μάχης που έλαβε χώρα.
Ο ανταρτοπόλεμος των Αιτωλών και το πείσμα της εκδίκησης τα κατάφερε: από τους 40.000 Γαλάτες που είχαν αποσπαστεί από τις Θερμοπύλες, στα στενά επέστρεψαν λιγότεροι από τους μισούς.
Οι Εφιάλτες δεν έλειπαν όμως ποτέ από την ελληνική ιστορία και όπως ακριβώς στις πρώτες ένδοξες Θερμοπύλες, έτσι και πάλι λιποτάκτες Έλληνες (Ηρακλειώτες και Αινιάνες) υπέδειξαν στον Βρέννο την παράκαμψη, τον ίδιο κρυφό δρόμο που ακολούθησε και ο Πέρσης Υδάρνης δηλαδή περικυκλώνοντας τον Λεωνίδα!
Ο Βρέννος πήρε 40.000 άντρες και περικύκλωσε τους Έλληνες, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν από το στρατηγικό στενό. Οι ελληνικές στρατιές αποσύρθηκαν πράγματι, η καθεμιά στον τόπο της, αφήνοντας τη νότια Ελλάδα βορά στους αιμοδιψείς Κέλτες. Ο Βρέννος άφησε τον Ακιχώριο στο σημείο και έβαλε πλώρη για τους Δελφούς, θέλοντας να συλήσει τους θησαυρούς του Ναού του Απόλλωνα.
Η δεύτερη σύγκρουση θα γινόταν στους Δελφούς, όπου οι Δελφιείς προσπαθούσαν να απωθήσουν τους αναρριχώμενους στους βράχους Γαλάτες με ό,τι είχαν και δεν είχαν, πέτρες, βέλη και ακόντια. Στο πλευρό τους είχαν, όπως μας παραδίδει γλαφυρά ο Παυσανίας, και τους θεούς, τα καιρικά στοιχεία δηλαδή, καθώς η σφοδρή καταιγίδα έκανε αδύνατη την ανάβαση των Γαλατών.
Ο ελληνικός στρατός πρόλαβε τους Κέλτες την επομένη και τους περικύκλωσε μέσα στη θεομηνία, καθώς οι Φωκείς κατέβηκαν τον Παρνασσό και χτύπησαν από πίσω τον Βρέννο. Οι Γαλάτες μάχονταν γενναία, μας λέει ο Παυσανίας, ο Βρέννος τραυματίστηκε όμως και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Πανικοβλημένοι, στρέφονταν τώρα ο ένας κατά του άλλου, λέει πάντα ο Παυσανίας, και οι Φωκείς πληροφόρησαν τους άλλους Έλληνες για τον γενικευμένο πανικό που επικρατούσε στις τάξεις του εχθρού.
Περίπου 6.000 Kέλτες χάθηκαν στη μάχη και άλλοι 10.000 μέσα στη σύγχυση και τους βράχους που έπεφταν διαρκώς από τις κατολισθήσεις του βουνού. Ο Βρέννος φέρεται να αυτοκτόνησε, αν και Παυσανίας, Ιουστίνος και Διόδωρος δεν συμφωνούν για τον τρόπο. Είναι πιθανό πάντως να έδωσε τέλος στη ζωή του καθώς υπέφερε από βαριά τραύματα και οι Κέλτες το συνήθιζαν να αυτοκτονούν όταν δεν μπορούσαν να πολεμήσουν άλλο, θεωρώντας προσβολή και ατίμωση τον αργό και μαρτυρικό θάνατο.
Μαθαίνοντας τις θετικές εξελίξεις, οι Αθηναίοι βγήκαν ξανά από την πόλη τους, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Bοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν λυσσαλέα τους Γαλάτες, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν κάποια στιγμή, έχοντας από την άλλη πλευρά Αιτωλούς, Θεσσαλούς και Mαλιείς.
Η τελική σφαγή των επιδρομέων θα λάμβανε χώρα στον Σπερχειό και οι περισσότεροι αρχαίοι ιστορικοί συμφωνούν πως δεν γλίτωσε κανείς τους. Πιθανότερη πάντως είναι η εκδοχή να επιβίωσαν αρκετοί και να διασκορπίστηκαν προς τον βορρά και τη Μικρά Ασία, όπου έφτιαξαν πράγματι μια αποικία. Η βαρβαρική απειλή είχε παρέλθει όμως και οι Έλληνες, παρά τη δεινή κατάσταση και τις μεταξύ τους έχθρες, ενώθηκαν και νίκησαν με ζηλευτή αποφασιστικότητα.
Το ελληνικό πνεύμα, παρά τη φθορά και την παρακμή του, παρά τις εμφύλιες συρράξεις και τον αλληλοσπαραγμό, τα έβαλε με έναν εξόχως δυνατό και υπέρτερο εχθρό και επικράτησε κατά κράτος. Και όπως διατείνονται πολλοί ιστορικοί, αυτός ο άθλος των αποδυναμωμένων Ελλήνων κατά των πανίσχυρων Γαλατών είναι ίσως ακόμα μεγαλύτερος από την αναχαίτιση των Περσών από μια Ελλάδα που άκμαζε τότε και μεγαλουργούσε…