Σε μια εποχή που ο ελληνικός κόσμος έδινε προοδευτικά τη θέση του στη ρωμαϊκή κυριαρχία, ένας τουλάχιστον ιδιαίτερος Έλληνας ανταποκρίθηκε στην ιστορικότητα των καιρών του.
Μόνο που στα ελληνικά χρονικά της Σικελίας λίγοι άντρες μισήθηκαν όσο αυτός. Έστω κι αν αυτός ήταν ο θεματοφύλακας του ελληνισμού στον Κάτω Κόσμο σε εποχές ραγδαίων εξελίξεων και κατακλυσμιαίων κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών.
Ακόμα και οι πολέμιοί του του αναγνώριζαν όμως πως ήταν ένας τους τελευταίους μεγάλους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, κρατώντας τα εδάφη του αδούλωτα στις διαθέσεις των βάρβαρων εχθρών.
Για τον Αγαθοκλή τον Συρακούσιο ο λόγος, που δέχτηκε επικρίσεις με τον σωρό ήδη από την εποχή του και οι ιστορικοί συνεχίζουν να τον χαρακτηρίζουν τουλάχιστον αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.
Βλέπετε ο Αγαθοκλής δεν ήθελε να γίνει κεραμοποιός σαν τον πατέρα του, καθώς είχε μεγάλα όνειρα για τον εαυτό του. Και ήταν έτοιμος να μεταχειριστεί κάθε μέσο για να φτάσει στην κορυφή. Και μεταχειρίστηκε. Και έφτασε.
Η Ιστορία τον απαθανάτισε ως στρατηγό των Συρακουσών, τύραννο μετά και βασιλιά τελικά όλης της Σικελίας. Και μας είπε πως ανέβηκε γοργά και κάποιες φορές αθέμιτα τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας, με όχημα την ευγλωττία, το ωραίο του παρουσιαστικό και την αναντίρρητη γενναιότητά του στη μάχη. Και τον πλούτο που απέκτησε φυσικά από σπόντα.
Μόνο που έκανε πολλά ακόμα. Πραξικοπήματα, φόνους, λεηλασίες, πολέμους με το τσουβάλι και τόσα ακόμα. Κι όταν οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του τον έφεραν στο χείλος της καταστροφής, πολιορκούμενος στην πόλη του από τους Καρχηδόνιους, θα έβγαζε έναν τελευταίο άσο από το μανίκι του: το ελληνικό δαιμόνιο…
Ακόμα και οι θεοί είπαν στον πατέρα του, τον φυγάδα Καρκίνο, να εγκαταλείψει το παιδί του. Αυτοεξόριστος αυτός από το Ρήγιο (στη σημερινή Καλαβρία της νότιας Ιταλίας), κατέφυγε στην Ιμέρα, την ελληνική αποικία στη Σικελία, όπου και ήρθε στη ζωή ο Αγαθοκλής το 361 π.Χ.
Ο φτωχός κεραμοποιός συμβουλεύτηκε το Μαντείο των Δελφών (μέσω καρχηδόνιων αντιπροσώπων) για το νεογέννητο και οι οιωνοί ήταν κακοί: «Και βγήκε χρησμός σύμφωνα με τον οποίο το παιδί που θα γεννιόταν θα γινόταν αίτιος μεγάλων δυστυχιών για τους Καρχηδόνιους κι ολόκληρη τη Σικελία. Μαθαίνοντας τα ο Καρκίνος τρόμαξε και άφησε το παιδί έκθετο σε δημόσιο μέρος, βάζοντας ανθρώπους να παραφυλάνε μέχρι να πεθάνει», μας καταμαρτυρεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης στο 19ο βιβλίο της «Ιστορικής Βιβλιοθήκης» του.
Το έσωσε όμως η μητέρα του, το έδωσε στον αδερφό της και 7-8 χρόνια μετά η οικογένεια επανενώθηκε λες και τίποτα από αυτά δεν είχαν συμβεί. Μετακόμισαν στις Συρακούσες, καθώς η λειψανδρία της πόλης εξασφάλιζε στους νέους αποίκους αρκετά προνόμια.
Ο Καρκίνος πέθανε και τα δυο παιδιά του βγήκαν στη βιοπάλη ως κεραμείς. Δεν είναι όμως αυτή ζωή για τον Αγαθοκλή. Ρωμαλέος καθώς είναι και άφοβος, κατατάσσεται στον στρατό. Η καριέρα του στο στράτευμα θα χαρακτηριστεί μάλιστα ανεπανάληπτη, καθώς υπόπτως σύντομα φτάνει στον βαθμό του χιλίαρχου! Όπως μας λέει ο ιστορικός Ιουνιανός Ιουστίνος και βεβαιώνει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, στην αναρρίχησή του έπαιξε ρόλο η ερωτική αδυναμία που του είχε ο στρατηγός της πόλης Δάμας (αναφέρεται και ως Δαμάσκων).
«Κάποιος Δάμας, που ήταν από τους γνωστούς πολίτες των Συρακουσών, ερωτεύτηκε τον Αγαθοκλή. Στην αρχή, λοιπόν, του παρείχε απλόχερα τα πάντα κι έγινε η αιτία να αποκτήσει ο Αγαθοκλής σημαντική περιουσία». Την ίδια αδυναμία τού είχε πάντως και η σύζυγος του πάμπλουτου στρατηγού, καθώς όταν έμεινε χήρα παντρεύτηκε αμέσως τον Αγαθοκλή, ο οποίος βρέθηκε ξαφνικά με μια τεράστια περιουσία στα χέρια του. «Ο Αγαθοκλής την παντρεύτηκε κι έγινε ένας από τους πλουσιότερους Συρακούσιους», βεβαιώνει ο Διόδωρος.
Αφού απέκτησε και δύο παιδιά, είμαστε πλέον στο 333 π.Χ., εξασκούσε πλέον μεγάλη επιρροή στην πόλη, και λόγω του βαθμού του και εξαιτίας του πλούτου και της κοινωνικής του θέσης. Αναμείχθηκε σε πολλές μηχανορραφίες, καθώς και οι πολιτικοί εχθροί του ήταν δυνατοί, και προσπάθησε να αρπάξει ακόμα και την εξουσία με πραξικόπημα.
«Πρόσφορο και αναίσχυντο δημαγωγό» τον χαρακτηρίζει ο Διόδωρος και ο Αγαθοκλής τον δικαιώνει πλήρως παίρνοντας μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, συχνά και εναντίον της πόλης του, καθώς οι συμμαχίες είναι εύπλαστες και ευκαιριακές. Όλοι του αναγνώριζαν πάντως τη γενναιότητά του στη μάχη και τη στρατηγική του διάνοια, σώζοντας συχνά τους συντρόφους του από βέβαιο θάνατο.
Τώρα ήταν πραγματικός αντάρτης, έχοντας φτιάξει τον δικό του περιπλανώμενο στρατό στη Σικελία. Όπως μαθαίνουμε από τον Διόδωρο: «Ο Αγαθοκλής εξόριστος ο ίδιος συνέστησε στο εσωτερικό του νησιού δική του στρατιωτική δύναμη. Αφού έγινε ο φόβος και ο τρόμος όχι μόνο των συμπολιτών του αλλά και των Καρχηδονίων, πείστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου οδηγήθηκε από τους πολίτες στο ιερό της Δήμητρας και ορκίστηκε πως δε θα κάνει το παραμικρό εναντίον της δημοκρατίας. Κάνοντας τον υπέρμαχο της δημοκρατίας κέρδισε με τη δημαγωγική τακτική του τη λαϊκή υποστήριξη και κατάφερε να εκλεγεί στρατηγός και φύλακας της ειρήνης»!
Ο αμοραλιστής Αγαθοκλής βρήκε τον προνομιακό του χώρο μέσα στο ταραγμένο πολιτικό κλίμα των Συρακουσών και τη συνεχή απειλή των Καρχηδονίων. Κατέταξε στις υψηλόβαθμες θέσεις του στρατού τους δικούς του, υποσχέθηκε να μοιράσει στους φτωχούς τις περιουσίες των αριστοκρατών και χάιδεψε κάθε αυτί που δεχόταν να τον ακούσει.
Αφού εξύφανε τη μηχανορραφία του, ήταν πια ώρα για την τελική κίνηση: «Οι πάντες ρίχτηκαν με ζήλο στις αρπαγές κι η πόλη γέμισε με ταραχές και συμφορές. Οι έγκριτοι πολίτες, αγνοώντας τον όλεθρο που τους είχε κατακυρωθεί, έβγαιναν ξαφνιασμένοι από τα σπίτια τους στον δρόμο για να μάθουν τι συμβαίνει, όπου οι στρατιώτες, στην πλεονεξία και στην ψυχική τους εξαγρίωση, σκότωναν ανελέητα τους ανθρώπους που, μη γνωρίζοντας την κατάσταση, έβγαιναν άοπλοι και απροστάτευτοι».
Το αιματηρό πραξικόπημά του πέτυχε. Ο τύραννος των Συρακουσών των 40.000 κατοίκων κατέλυσε τη δημοκρατία, έσφαξε 4.000 εύπορους πολίτες (όλο το Συμβούλιο των Εξακοσίων), έδιωξε άλλους 6.000, μοίρασε τις περιουσίες τους, δώρισε χωράφια, χάρισε χρέη και έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης. Δεν υπήρχε κι άλλος εξάλλου: «Έτσι, στο εξής, ασκούσε ως μονάρχης την εξουσία και κυβερνούσε την πόλη. Από τους Συρακούσιους που δεν είχαν διαφθαρεί, άλλοι το υπέμειναν καρτερικά από τον φόβο τους κι άλλοι δεν τολμούσαν να δείξουν άσκοπα την αντίθεση τους».
Σειρά είχαν τώρα οι ιμπεριαλιστικές βλέψεις του «δυνάστη των Συρακούσιων», όπως τον αποκαλεί ο Διόδωρος. Εκστράτευσε εναντίον των γειτονικών πόλεων της ανατολικής Σικελίας (Μεσσήνη, Αβάκαινο), έφερε πανικό και αναστάτωση στην περιοχή, βρήκε όμως απέναντί του την ισχυρή Καρχηδόνα, αλλά και τους χιλιάδες εξόριστους συμπολίτες του.
Ο Αγαθοκλής μετέτρεψε την πόλη του σε ένα απέραντο εργοστάσιο όπλων, ναυπηγώντας ταυτοχρόνως κι έναν ικανό στόλο. Με τη στρατιωτική του υπεροχή, κατάφερε να εξασφαλίσει μια εύθραυστη ειρήνη στην περιοχή, τα κύρια σημεία της οποίας ήταν τα εξής: «οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας, Ηράκλεια, Σελινούς και Ιμέρα, τάσσονται υπό την κυριαρχία των Καρχηδονίων, όπως και προηγουμένως, όλες οι υπόλοιπες μένουν αυτόνομες υπό την ηγεμονία των Συρακούσιων».
Όχι ότι θα σταματούσε να προσαρτά πόλεις και οχυρά, βλέποντας πως δεν υπήρχε ουσιαστικός αντίπαλος στη Σικελία. Είμαστε τώρα στο 314 π.Χ., έχοντας υποτάξει τους εξόριστους Συρακούσιους και τους συμμάχους τους στον Ακράγαντα. Δεν υπολόγισε όμως τους Καρχηδόνιους, που θορυβήθηκαν από την επεκτατική του πολιτική και εκστράτευσαν εναντίον του για να προλάβουν τα χειρότερα.
«Αρμάτωσαν, λοιπόν, αμέσως εκατόν τριάντα τριήρεις, εξέλεξαν τον Αμίλκα, έναν από τους επιφανέστερους πολίτες τους, στρατηγό και του έδωσαν δυο χιλιάδες στρατιώτες εκ πολιτών, μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί επιφανείς, δέκα χιλιάδες από τη Λιβύη, χίλιους μισθοφόρους και διακόσιους ζευγίππες 158 από την Τυρρηνία και χίλιους σφενδονήτες από τις Βαλεαρίδες νήσους, καθώς και πλήθος χρημάτων, πολεμοφοδίων και τροφίμων και αναλόγως τον προμήθευσαν με ό,τι άλλο χρειάζεται ο πόλεμος», περιγράφει ο Διόδωρος.
Ο Αγαθοκλής υπέστη πανωλεθρία στη μάχη στον ποταμό Ιμέρα από τους υπέρτερους Καρχηδόνιους και αναγκάστηκε να κλειστεί στις Συρακούσες. Όλα έδειχναν πως θα ήταν το τέλος της κυριαρχίας του αλλά και του ελληνικού στοιχείου στην Κάτω Ιταλία. Και τότε φανερώθηκε το ελληνικό δαιμόνιο.
«Βλέποντας πως όλοι οι σύμμαχοι είχαν αλλάξει πλευρά και πως οι βάρβαροι είχαν κυριεύσει σχεδόν όλη τη Σικελία, εκτός από τις Συρακούσες, και υπερείχαν κατά πολύ σε δυνάμεις πεζικού και ναυτικού, έκανε μια πράξη απροσδόκητη και εξαιρετικά παράτολμη», βεβαιώνει και ο Διόδωρος για τα γεγονότα του 310 π.Χ.
Ο Αγαθοκλής μετέφερε τον πόλεμο στην ίδια την Καρχηδόνα, αλλάζοντας τους όρους του πολέμου! Άφησε μια μικρή φρουρά στις Συρακούσες, έβαλε επικεφαλής τον αδερφό του Άντανδρο και διέφυγε με τον στόλο του, 60 πλοία και 13.500 άντρες, προς τις αφρικανικές ακτές. Οι Καρχηδόνιοι παράτησαν την πολιορκία και άρχισαν να τον καταδιώκουν. Πριν φύγει έκανε όμως και κάτι ακόμα, επίσης έξυπνο:
«Για να μη στασιάσουν οι Συρακούσιοι όταν θα τους άφηνε, χώρισε τους συγγενείς μεταξύ τους, και ιδιαίτερα αδελφούς από αδελφούς και πατέρες από γιους, αφήνοντας στην πόλη τους μεν και παίρνοντας μαζί του τους δε· διότι ήταν ολοφάνερο ότι εκείνοι που έμειναν στις Συρακούσες, ακόμη κι αν τηρούσαν εχθρική στάση προς τον δυνάστη, λόγω των θετικών συναισθημάτων τους προς τους συγγενείς τους, δε θα έκαναν τίποτε άτοπο εναντίον του Αγαθοκλή».
Αποβιβάστηκε στη Λιβύη, έκαψε τα πλοία του, για να μην υπάρχει τρόπος επιστροφής, και παρά το γεγονός ότι δεν κατάφερε να νικήσει, απομάκρυνε τον κίνδυνο από τα εδάφη του. Κατέκτησε βέβαια ουκ ολίγες πόλεις της βόρειας Αφρικής, όχι όμως και την Καρχηδόνα, που πολιόρκησε ωστόσο για πρώτη ποτέ φορά στην ιστορία της! Και με τον στρατό του έτοιμο να στασιάσει, άφησε τους δυο γιους του επικεφαλής στις νέες κτήσεις και επέστρεψε στη Σικελία.
Η ετερόκλητη δύναμη από συρακούσιους πολίτες, έλληνες και κέλτες μισθοφόρους, ακόμα και απελεύθερους δούλους είχε στις τάξεις του, δεν μπορούσε όμως να διοικηθεί από τους γιους του. Η αφρικανική στρατιά στασίασε πράγματι, σκότωσε τους γιους του και συμμάχησε με τους Καρχηδόνιους.
Ο Αγαθοκλής ανταπάντησε εξοντώνοντας τις οικογένειες των στασιαστών πίσω στις Συρακούσες, συνάπτοντας ταυτοχρόνως ειρήνη με τους επίσης ταλαιπωρημένους και εξαντλημένους Καρχηδόνιους. Οι οποίοι βγαίνοντας από την εξίσωση τον άφησαν ελεύθερο να ολοκληρώσει την εκστρατεία κατάληψης της Σικελίας, εξασκώντας πια σημαντική επιρροή στην Αδριατική.
Μαθαίνοντας για τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, ο Αγαθοκλής αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σικελίας το 304 π.Χ. και θέλησε να επεκτείνει την ηγεμονία του μέσω γάμων και συμφωνιών με τον Πτολεμαίο της Αιγύπτου και τον Πύρρο της Ηπείρου. Τώρα πάντρευε τα παιδιά (από τρεις γυναίκες) και τα εγγόνια του σε γάμους συμφέροντος και, παρά την προχωρημένη του ηλικία, ονειρευόταν νέες μάχες κατά της Καρχηδόνας.
Στα 72 του πια, το 289 π.Χ., ετοιμαζόταν πράγματι για έναν νέο πόλεμο κατά των διαχρονικών εχθρών του έχοντας «αρματώσει διακόσιες τετρήρεις και εξήρεις». Πριν φύγει από τις Συρακούσες, αρρώστησε όμως βαριά. Ίσως και να τον δηλητηρίασαν, μας λέει ο Διόδωρος, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος.
Πριν φύγει από τον κόσμο, έκανε άλλη μια κίνηση-ματ για την υστεροφημία του. Ανακοίνωσε την παλινόρθωση της δημοκρατίας στην πόλη που τόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του! Πιθανότατα, μας λέει ο Διόδωρος, γιατί δεν θεωρούσε κανέναν κατάλληλο να τον διαδεχτεί στο τιμόνι των Συρακουσών.
Αφού μας πει πως «ο θάνατος του ήταν αυτός που άξιζε στην άνομη ζωή του», μιας και «ο Αγαθοκλής είχε διαπράξει πολλά και κάθε είδους φονικά κατά την ηγεμονία του και, επειδή είχε προσθέσει στην ωμότητα εναντίον των ομοφύλων του και την ασέβεια προς τους θεούς», ο Διόδωρος μας λέει τι απέγινε η κληρονομιά του μετά τον θάνατό του:
«Οι Συρακούσιοι, μόλις απέκτησαν δημοκρατικό πολίτευμα, δήμευσαν την περιουσία του Αγαθοκλή και γκρέμισαν τα αγάλματα που είχε στήσει εκείνος». Και σύντομα το βασίλειο που με τόση μπαμπεσιά και στρατιωτική ικανότητα κατάφερε να δημιουργήσει θα ήταν παρελθόν…