Σε περίπου έναν μήνα, εάν δεν υπάρξει κάποια μεγάλη ανατροπή, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει επισήμως από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τα 500 και κάτι εκατομμύρια του πληθυσμού της, η ευρωπαϊκή οικογένεια θα αποχαιρετίσει τα 66 εκατομμύρια των Βρετανών, για χάρη των οποίων βάδισε σε αχαρτογράφητα νερά, καθώς είναι οι πρώτοι που φεύγουν από το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η 29η Μαρτίου 2019, επίσημη ημερομηνία εξόδου, είναι η ημέρα υλοποίησης της βούλησης του βρετανικού λαού, όπως αυτή εκφράστηκε στις 23 Ιουνίου του 2016. Τότε που, με τη θέση τους στο δημοψήφισμα, οι Βρετανοί ζήτησαν να γυρίσουν την πλάτη στον πολύ σφιχτό, για εκείνους, εναγκαλισμό της ΕΕ και να χαράξουν ξεχωριστή πορεία. Αυτή η ξεχωριστή πορεία, όμως, φαίνεται πως έχει ρίζες πολύ βαθιά στον χρόνο. Επιχειρώντας κανείς να εξηγήσει γιατί ποτέ το Ηνωμένο Βασίλειο δεν βρέθηκε στον πυρήνα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, βρίσκει να διασταυρώνονται η ιστορία, η γεωγραφία, η πολιτική, η οικονομία αλλά και, όπως πάντα, η τύχη. Η βρετανική «ανυπακοή» προς τις Βρυξέλλες είναι ακόμα ένας κρίκος στις συχνά διασταυρούμενες αλλά ακόμα συχνότερα παράλληλες ή και αντίθετες πορείες της Βρετανίας με την υπόλοιπη ΕΕ. Κι ανήκει σε μία αλυσίδα που ξεκινά αιώνες πίσω, διατρέχει όλη τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, περνά απαραιτήτως από τους διαδρόμους των Βρυξελλών και καταλήγει στους «τίτλους τέλους» του επόμενου Μαρτίου.
Μπορεί τον Ιούνιο του 2016 να εκφράστηκε ρητά, με τις ψήφους του 52% των Βρετανών που τάχθηκαν υπέρ του Brexit, ωστόσο το θέμα της συμμετοχής ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση απασχολούσε εδώ και πολλά χρόνια την πολιτική σκηνή της Βρετανίας. Και κάποιες φορές την καθόρισε κιόλας.
Ορισμένοι λένε πως αυτή η «λωρίδα νερού», που τη χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη, αποδείχθηκε μεγαλύτερη τελικά κι από ωκεανό. «Εμείς επισκεπτόμαστε (την Ευρώπη) ενώ οι υπόλοιποι είναι ήδη εκεί» είχε πει κάποτε η Μάργκαρετ Θάτσερ.
Στα σαράντα και κάτι χρόνια της παραμονής τους στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, οι Βρετανοί έμοιαζαν πάντα με κάποιον κάπως παράξενο ευρωσκεπτικιστή εταίρο. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ψήφισε τη Συνθήκη της Ρώμης, του 1957, με την οποία γεννιόταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, από τις οποίες μετεξελίχθηκε η σημερινή ΕΕ. Κινήθηκε αυτόνομα στη συνέχεια, ιδρύοντας την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, σαν αντίβαρο, το 1960.
Καθώς η προσπάθεια δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, η Βρετανία ζήτησε το 1963 να συμμετάσχει στην ΕΟΚ, ενώ η Γαλλία ήδη αναδεικνυόταν στην ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης. Το κίνητρό της ήταν κυρίως- αν όχι μόνο- οικονομικό: Να ενταχθεί σε μια πιο δυναμική ζώνη ελεύθερου εμπορίου για να αποφύγει τους δασμούς, που φορτώνονταν τα προϊόντα της. Δεν είχε ποτέ καμία προσδοκία η οικονομική ένωση να γίνει και πολιτική- το αντίθετο μάλιστα. Η Γαλλία του Σαρλ Ντε Γκωλ έθεσε βέτο. Επειδή είχε ξεκάθαρες βλέψεις για ηγετική θέση του Παρισιού στην Ευρώπη, επειδή θεωρούσε τη Βρετανία Δούρειο Ίππο των ΗΠΑ αλλά και λόγω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, την οποία το Λονδίνο αμφισβητούσε.
Τελικά η Βρετανία έγινε μέλος το 1973 και μόλις δύο χρόνια μετά ο λαός κλήθηκε να αποφασίσει εάν θέλει να παραμείνει στην ΕΟΚ ή όχι. Η βρετανική ιστορία έχει «γράψει» πως το δημοψήφισμα βασίστηκε σε ένα ψέμα, ότι δηλαδή η συμμετοχή δεν θα είχε και πολιτικές «επιπλοκές». Το 1986, η Μάργκαρετ Θάτσερ υπέγραψε την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, που έθετε ως στόχο τη δημιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Πίστευε πως ήταν μόνο μία επέκταση του ελεύθερου εμπορίου, που τότε περιοριζόταν στα αγαθά, σε υπηρεσίες, κεφάλαια και εργατικό δυναμικό. Την ίδια ώρα όμως, οι «πατέρες» της ΕΕ επεδίωκαν ακόμα μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση, ως όχημα για την ακόμα βαθύτερη πολιτική ενοποίηση.
Το κάπως ιδιαίτερο καθεστώς της Βρετανίας, που ήταν στην ΕΕ αλλά μόνο με το ένα πόδι, επιβεβαιώθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992, στο πλαίσιο της οποίας εξαιρέθηκε από το ενιαίο νόμισμα. Η υιοθέτηση του ευρώ ήταν σαφής έκφραση της βούλησης για μεγαλύτερη πολιτική ένωση στην Ευρώπη, και πολλοί σχολιάζουν πως η οικονομική κρίση απέδειξε περίτρανα πως κοινό νόμισμα χωρίς κοινή διακυβέρνηση δεν είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει.
Τον Σεπτέμβριο του 2017, η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι βρισκόταν στη Φλωρεντία. Σε ομιλία της εξηγούσε γιατί οι Βρετανοί αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ΕΕ «και να είναι ένα παγκόσμιο, με ελεύθερες εμπορικές σχέσεις, κράτος, σε θέση να γράφει τη δική του πορεία στον κόσμο». Μεταξύ άλλων, είχε ακουστεί κάπως παράξενα η πολύ ειλικρινής αναφορά πως «το Ηνωμένο Βασίλειο ποτέ δεν ένιωθε εντελώς ‘σαν στο σπίτι του’ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ίσως λόγω της ιστορίας και της γεωγραφίας μας, η ΕΕ δεν ήταν για μας ποτέ τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής μας ιστορίας, όπως συμβαίνει σε τόσες άλλες χώρες της Ευρώπης».
Αυτό που είχε πει η Μέι, ακόμα κι αν δεν ήταν ευχάριστο, ήταν μια εξομολόγηση που είχε βάση. Το 2013, σε έρευνα της Κομισιόν για το πόσο «Ευρωπαίοι» νιώθουν οι πολίτες της Ευρώπης, η Βρετανία είχε έρθει τελευταία. Το 2017 είχε σκαρφαλώσει στην τρίτη θέση από το τέλος, με την Ιρλανδία, τη Γερμανία και τη Δανία να μοιράζονται τις πρώτες θέσεις. Ήταν αρκετά εμφανές πως η «ευρωπαϊκή ταυτότητα» ήταν για τους Βρετανούς πολίτες λιγότερο ελκυστική από ό,τι για τους πολίτες άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Μία πιθανή εξήγηση- το θέμα έχει προφανώς πολλές πτυχές και είναι αδύνατο εδώ να αναλυθούν όλες εκτενώς- σχετίζεται με το πώς σχεδιάστηκαν οι ευρωπαϊκές πολιτικές, με στόχο να καλλιεργήσουν την αίσθηση «ευρωπαϊκής ιστορικής μνήμης» με επίκεντρο την κοινή ευρωπαϊκή «κληρονομιά», τα μεταπολεμικά επιτεύγματα της ενσωμάτωσης και της δημοκρατίας. Η συμφιλίωση με το παρελθόν- μια ανάγκη πολύ εμφανής στους Γερμανούς, για παράδειγμα – θεωρείται «κλειδί» στη διαμόρφωση της ταυτότητας της ΕΕ.
«Στην ΕΕ σήμερα, εντοπίζουμε την ιδρυτική μας ιστορία στη θεαματική ανάκαμψη της Δυτικής Ευρώπης μετά το ‘έτος μηδέν’ του 1945» ανέφερε σε σημείωμά της η πρώην Επίτροπος Πολιτισμού Ανδρούλα Βασιλείου. Έτσι, οι εορτασμοί για τα 50 χρόνια της ΕΕ, το 2007, περιλάμβαναν ευρωπαϊκή τέχνη, ευρωπαϊκή ποίηση, ευρωπαίους συνθέτες και καλλιτέχνες, που διατράνωναν την ευρωπαϊκή τους υπόσταση, ενώ άλλες, πολύ σκοτεινές πτυχές της Ευρώπης επιμελώς «ξεχάστηκαν».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πάλι, το 59% πιστεύει πως η βρετανική αυτοκρατορία είναι κάτι για το οποίο είναι περήφανο, σύμφωνα με έρευνα του 2014. Το 23% απάντησε «δεν ξέρω» και το 19% απάντησε πως η βρετανική αυτοκρατορία είναι κάτι για το οποίο ντρέπεται. Είναι εμφανές λοιπόν πως οι Βρετανοί δεν έχουν το ίδιο μεγάλη ανάγκη να «ξεπλύνουν» δια της ευρωπαϊκής οδού αυτή την πλευρά της ιστορικής τους ταυτότητας, καθώς πολλοί νιώθουν εντελώς άνετα με αυτή. Έχει μείνει στην ιστορία η αναφορά του τότε πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν, το 2005, σε χώρα της ανατολικής Αφρικής – πρώην βρετανική αποικία- από όπου είπε πως «οι ημέρες που η Βρετανία έπρεπε να απολογείται για την αποικιακή της ιστορία τελείωσαν. Θα πρέπει να τιμούμε το παρελθόν μας παρά να απολογούμαστε γι’ αυτό».
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Ινδού πολιτικού και συγγραφέα Shashi Tharoor, που κάνει λόγο για μία μορφή «ιστορικής αμνησίας». Έτσι, η ΕΕ μετρά ως «έτος μηδέν» το 1945, αλλά οι Βρετανοί χαλαρά μπορούν να μετρήσουν τον χρόνο από το 1066, τη νορμανδική κατάκτηση με τη Μάχη του Χέιστινγκς, και να κρατούν επιλεκτικά όσα κομμάτια της ιστορίας τούς είναι βολικά κι ευχάριστα.
Κάποιοι εντοπίζουν από τόσο παλιά την αφετηρία της διαφορετικής πορείας της Βρετανίας, από τότε που το υδάτινο σύνορο περιόριζε την πιθανή επιτυχημένη εισβολή από το ηπειρωτικό έδαφος. Τουλάχιστον μέχρι την προαναφερόμενη Μάχη και την απόβαση των Νορμανδών. Ο Martin Levine, παλιό στέλεχος της κυβέρνησης του Καναδά, εκτιμά πως οι Νορμανδοί θεωρούσαν πως η Αγγλία θα γίνει τμήμα των γαλλικών εδαφών τους, και θα ενσωματωθεί στη γαλλική κουλτούρα. Δεν πήγαν όμως έτσι τα πράγματα, αντίθετα έπειτα από λίγους αιώνες, οι Νορμανδοί είχαν μάλλον περιθωριοποιηθεί στη Γαλλία, την ώρα που οι Γάλλοι βασιλείς ανέπτυσσαν την πολύ συγκεντρωτική γαλλική κουλτούρα με επίκεντρο τη βασιλική αυλή τους.
Τελικά, και παρά τη θέλησή τους, οι Νορμανδοί έγιναν οι Άγγλοι. Δεν είχαν αρκετό πληθυσμό για να εξολοθρεύσουν τους Αγγλοσάξονες και να τους αντικαταστήσουν με Νορμανδούς μετανάστες. Κι άρχισαν να γίνονται ένα.
Χωρίς να το θέλουν, έτσι, οι Νορμανδοί δημιούργησαν μία αντιευρωπαϊκή κουλτούρα στην Αγγλία. Συνέτριψαν κάθε αντίσταση αλλά δεν εμπόδισαν ιδιαίτερα το εμπόριο. Δεν επιχείρησαν να ελέγξουν ασφυκτικά κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής όπως άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Αγγλία διατήρησε την επιχειρηματικής της τάξη, ανέπτυξε νομικό σύστημα διαφορετικό από αυτά που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη. Την εποχή του Ερρίκου του 8ου, η Αγγλία ήταν ολοφάνερα μία ξεχωριστή πολιτιστική οντότητα από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αναγνωρίζοντας πως η ισχυρή ναυτική παρουσία θα τους προστάτευε από πιθανή μελλοντική ευρωπαϊκή εισβολή, οι Άγγλοι στράφηκαν σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ειδικά μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου. Έτσι εξερεύνησαν τα πέρατα της Γης και άνοιξαν εμπορικούς δρόμους μέχρι τη Βόρειο Αμερική και αλλού. Άλλωστε, το περιορισμένο έδαφός της, ως νησί, και οι πεπερασμένοι πόροι, αναδείκνυαν τις εποικίσεις σε πολύ θελκτικές λύσεις. Η Αγγλία δεν εστίαζε πιά- ή μάλλον ποτέ- στην Ευρώπη, αλλά στον Καναδά, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Η βρετανική ταυτότητα από κοινού με τις νέες κοινωνίες που δημιουργούνταν- όχι αναίμακτα, φυσικά- ήταν πολύ πιο ισχυρή από την κοινή ταυτότητα Βρετανίας – υπόλοιπης Ευρώπης.
Μπορούμε λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη να καταλάβουμε λίγο καλύτερα γιατί το θέμα της μη «προσκόλλησης» στην Ευρώπη ήταν πάντα υπαρκτό, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο εμφανώς, στη βρετανική πολιτική σκηνή. Αυτή την εκκρεμότητα επιχείρησε να λήξει ο Ντέιβιντ Κάμερον, όταν δεσμεύτηκε να κάνει το περίφημο δημοψήφισμα. Ασφαλώς δεν ήταν μόνο θέμα δέσμευσης. (Στο ντοκιμαντέρ του BBC για τα δέκα χρόνια της κρίσης στην Ευρώπη, ο Φρανσουά Ολάντ λέει πολύ κυνικά on camera πως τον συμβούλεψε να μην το κάνει, όταν εξελέγη, λέγοντάς του πως δεν θα είναι η πρώτη προεκλογική δέσμευση που δεν θα υλοποιηθεί μετεκλογικά!) Την ώρα που η υπόλοιπη ΕΕ ήθελε ακόμα μεγαλύτερη και βαθύτερη ενοποίηση, την ώρα που στις Συνόδους Κορυφής έπεφταν κι άλλες Συνθήκες στο τραπέζι, ο Κάμερον επέστρεφε στη χώρα του κι έβλεπε τους βουλευτές του να «λιποτακτούν» προς την ακροδεξιά του Νάιτζελ Φάρατζ και το «λαϊκό αίσθημα» να φωνάζει «όχι άλλη Ευρώπη». Όταν άρχισε να πρωτοκυκλοφορεί η λέξη Brexit- την εποχή που σε κάθε στόμα υπήρχε ήδη η λέξη Grexit- σχεδόν κανείς δεν πίστεψε πως θα έρθει η ώρα που η Βρετανία θα αποποιηθεί την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Αν δεν αλλάξει κάτι, σε περίπου ένα μήνα η Ευρωπαϊκή Ένωση θα το δει να γίνεται πραγματικότητα.