Το μουσικό σήμα της εκπομπής πέφτει, οι δημοσιογράφοι λένε δυο κουβέντες και λίγο αργότερα ανοίγουν οι γραμμές. Οι ακροατές μπορούν να τηλεφωνήσουν και να βγουν στον αέρα του αθλητικού ραδιοφώνου για να πουν την άποψή τους για την ομάδα τους, την εξυπνάδα τους για την ομάδα των άλλων, τον πόνο τους, ό,τι θέλουν τέλος πάντων.
«Πάμε στον πρώτο φίλο για απόψε, καλημέρα…».
Και κάπως έτσι ξεκινά άλλη μία βραδιά ένοχης απόλαυσης. Γιατί το να ακούς τέτοιες εκπομπές ενέχει ένα στοιχείο «ντροπής», όπως όταν είσαι χεβιμεταλάς και «κολλάς» ανεξήγητα με ένα σκυλάδικο άσμα. Τις ακούς συνήθως μόνος, ίσως με ένα ποτήρι κρασί ή ουίσκι στο χέρι, και περιμένεις να δεις τι έχει να πει ο καθένας. Και ενέχει ένα στοιχείο απόλαυσης, επειδή οι τύποι ανθρώπων που τηλεφωνούν σε τέτοιες εκπομπές είναι, το λιγότερο, ενδιαφέροντες.
Ας δούμε μερικές τέτοιες «φυλές» ακροατών:
Ο «έχω παίξει μπάλα εγώ και ξέρω»
Μία από τις πλέον κλασικές μορφές των αθλητικών ραδιοφώνων. Ξέρει τα πάντα από ποδόσφαιρο, κι αν δε συμφωνείς μαζί του τότε απλά είσαι «μυρωδιάς», γιατί αυτός «έχει παίξει μπάλα και ξέρει». Συνήθως βέβαια αποφεύγει να αποκαλύψει πού έχει παίξει μπάλα, γιατί ίσως έτσι αποκαλυφθεί ότι απλά ήταν τρίτος αναπληρωματικός τερματοφύλακας στην Αναγέννηση Βοϊδοκοιλιάς και το πιο κοντινό που έχει φτάσει στο χορτάρι είναι μια φορά που πήγε επίσκεψη στον Εθνικό Κήπο. Δεν έχει νόημα να αντιπαρατεθείς μαζί του. Κανείς ποτέ δε βγήκε κερδισμένος επιχειρώντας το.
Ο «όλα είναι στημένα»
Είναι ο τύπος ανθρώπου που πιστεύει ότι μας ψεκάζουνε, ότι πίσω από όλα κρύβονται οι μασόνοι και ότι ο Έλβις Πρίσλεϊ πίνει τεκίλες αγκαλιά με τον Μάικλ Τζάκσον στο Ακαπούλκο. Δεν υπάρχει σφύριγμα του διαιτητή που να μην κρύβει από πίσω ένα οργανωμένο σχέδιο. Δεν υπάρχει παράγοντας ή αθλητικογράφος που δεν έχει μια κρυφή ατζέντα. Δεν υπάρχει στραβοκλωτσιά που να είναι απλώς μια στραβοκλωτσιά και όχι δολιοφθορά σε βάρος της ομάδας. Δεν υπάρχει κανείς και τίποτα που να μην εμπλέκεται σε μία συνωμοσία.
Ο «αφήστε με να μιλήσω κι εμένα»
«Αμάν ρε παιδιά, περιμένω 47 λεπτά με το ρολόι για να μιλήσω, έλεος, μην τους αφήνετε να λένε την ιστορία της ζωής τους, βάλτε ένα όριο». Έτσι ξεκινά την τοποθέτησή του συνήθως ο συγκεκριμένος τύπος, ο οποίος, παραδόξως, θα απαιτήσει και αυτός με τη σειρά του να πει την ιστορία της ζωής του και θα μιλάει για 15 λεπτά, αγνοώντας τις προσπάθειες των δημοσιογράφων να του βάλουν μία (έστω, άνω) τελεία με τη φράση: «εσείς όλη μέρα είστε στα μικρόφωνα, εμείς να μην πούμε μια γνώμη;».
Ο αμετανόητος γκρινιάρης
Όταν η ομάδα του κερδίζει, είναι άφαντος. Βγαίνει στο ραδιόφωνο μόνο όταν η ομάδα του χάνει. Και γκρινιάζει για ό,τι μπορεί να γκρινιάξει ένας άνθρωπος. Για τον τερματοφύλακα που είναι λες και του άλειψαν τα γάντια με γράσο. Για τον αμυντικό που τον περνάνε οι αντίπαλοι λες και είναι αόρατος. Για τον επιθετικό που δε σταυρώνει γκολ ούτε με πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Για τον προπονητή που δεν ξέρει τι του γίνεται. Για τον πρόεδρο που άγεται και φέρεται από τους μάνατζερ. Για το ιατρικό τιμ που φταίει για τους τραυματισμούς. Για τους δημοσιογράφους που κάνουν κακό στην ομάδα. Για τον παπά που έκανε στραβά τον αγιασμό. Για όλα.
Ο καιροσκόπος
Το αντίθετο του γκρινιάρη, ο καιροσκόπος βγαίνει στο ραδιόφωνο μόνο όταν η ομάδα του κερδίζει, για να θριαμβολογήσει, ή όταν ο «αιώνιος» αντίπαλος χάνει, για να τον πικάρει. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι άφαντος, και από το πόσο συχνά τηλεφωνεί μπορείς να καταλάβεις πόσο καλά (ή πόσο χάλια) τα πηγαίνει η ομάδα του.
Ο εμμονικός
Εδώ έχουμε να κάνουμε με κλινική περίπτωση. Όπως και ο αμετανόητος γκρινιάρης, γκρινιάζει πολύ. Όμως δεν γκρινιάζει για τα πάντα, αλλά για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Μπορεί να είναι το αστέρι της ομάδας που την έχει δει βεντέτα και σέρνεται, ή ο πρόεδρος που έφερε πάλι παλτά το καλοκαίρι. Θα βγει κάθε μέρα σε κάθε ραδιόφωνο για να πει το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ακόμα κι αν το αντικείμενο του μίσους του πετύχει χατ τρικ στον τελικό του Champions League, θα τον ψέξει επειδή έχασε εκείνη την ευκαιρία να ανοίξει το σκορ στο 3ο λεπτό.
Ο προεδρικός
Εδώ πάμε στο άλλο άκρο. Ο συγκεκριμένος τύπος λατρεύει τον πρόεδρο της ομάδας του. Τον υπερλατρεύει. Χάρη σε αυτόν η ομάδα πετάει. Ή ακόμα κι αν δεν πετάει, χάρη σε αυτόν υπάρχει ακόμα και δεν παίζει στη Γ’ Εθνική. Οι παίκτες έρχονται και παρέρχονται, οι προπονητές το ίδιο, αλλά η προεδράρα είναι εκεί και θα τη στηρίζει μέχρι το τέλος του κόσμου. Κι αν τυχόν φύγει από την ομάδα, θα βγαίνει κάθε μέρα στα ραδιόφωνα να λέει πόσο καλύτερα ήταν τα πράγματα επί των ημερών του και να τον παρακαλάει μάταια να επιστρέψει.
Ο άσχετος
Βασικά, κανείς δεν ξέρει γιατί ακούει αθλητικό ραδιόφωνο. Δεν έχει ιδέα από μπάλα. Όμως θα πάρει τηλέφωνο και θα μιλήσει για κάτι άσχετο. Για μουσική, για επικαιρότητα, για σινεμά, για τη ζωή γενικά. Ευχάριστος τύπος, αλλά λίγο άκυρος.
Ο παλαίουρας
Έχει πια πατήσει τουλάχιστον τα δεύτερα -ήντα, και αφού έχει πάρει τη σύνταξή του, δεν τον πειράζει να ξενυχτά κάθε βράδυ ακούγοντας την εκπομπή και συμμετέχοντας ενεργά. Θα μιλήσει για την εποχή πριν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, όταν όλα ήταν αγνά και αγγελικά πλασμένα, όταν οι παίκτες μάτωναν στο χορτάρι και δεν ήταν «κυρίες». Θα μας πει ωραίες ιστορίες από το παρελθόν και θα εκθειάσει ποδοσφαιριστές που οι νεότεροι τους έχουμε δει μόνο σε βίντεο στο YouTube. Και θα μιλήσει λίγο παραπάνω γιατί έχει τόσα να πει, και τα λέει και ωραία ο άτιμος.
Ο πρωτάρης
«Πάμε στον επόμενο, έλα φίλε… (σιωπή) Μας ακούει ο φίλος; (σιωπή) Ναι;»
«Εγώ είμαι;»
Και κάπως έτσι παίρνει το βάπτισμα του πυρός ο πρωτάρης, εκείνος που για πρώτη φορά παίρνει το θάρρος να μιλήσει στο ραδιόφωνο. Έχει τρακ, δε θυμάται τι ήθελε να πει, και καταλήγει να κλείσει το τηλέφωνο χωρίς να έχει καταλάβει και ο ίδιος τι είπε. Την επόμενη φορά όμως θα είναι πιο έτοιμος.
Ο οπαδός μικρής ομάδας
Δεν είμαστε όλοι Ολυμπιακοί, Παναθηναϊκοί, ΑΕΚτζήδες και ΠΑΟΚτζήδες. Υπάρχουν και αυτοί που στηρίζουν τις μικρές, τοπικές ομάδες. Και θα γκρινιάξουν που κανείς δε λέει πόσο καλή δουλειά γίνεται στον Αήττητο Γαλατιανής, και θα μας διαβεβαιώσουν για το πόσο αγαπά η τοπική κοινότητα τον Βυσσινακό. Και μπορεί να μας δώσουν και καμιά είδηση για τη νέα μεταγραφή της ομάδας, τον Καραμπατζίδη, που μια μέρα θα γίνει μεγάλο αστέρι και θα παίξει στον Ολυμπιακό, την Τσέλσι ή την Μπαρτσελόνα.
Το τρολ
Ο χειρότερος εφιάλτης του δημοσιογράφου. Το τρολ θα ρίξει «φιτίλια», θα πετάξει σκόπιμα προβοκατόρικες ατάκες, με μοναδικό σκοπό να εκνευρίσει τους πάντες, να βάλει φωτιά και αφού κλείσει, σαν άλλος Νέρωνας, να καθίσει και να κοιτάζει τις φλόγες να καταπίνουν τα πάντα, καθώς οργισμένοι ακροατές θα βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο για να τον κράξουν. Και οι δημοσιογράφοι σε αυτόν τον άχαρο ρόλο του πυροσβέστη.
Ο «βαμμένος»
Τρελός με την ομάδα. Παλαβός, με πιστοποίηση. Φοράει μονίμως τα «γυαλιά» στο χρώμα της ομάδας του και οτιδήποτε διαφορετικού χρώματος δεν είναι μέσα στο οπτικό του πεδίο. Τα πέναλτι της ομάδας του είναι πάντα πέναλτι, ενώ των αντιπάλων πέτσινα. Οι οπαδοί της ομάδας του είναι αγγελούδια, ενώ των αντιπάλων ταραξίες. Άντε να συνεννοηθείς μαζί του.
Η κυρία
«Πάμε στον επόμενο φίλο»
«Δεν είμαι φίλος, είμαι φίλη»
Είναι μία από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις όπου στη γραμμή βρίσκεται γυναίκα. Γιατί φυσικά και υπάρχουν γυναίκες που ασχολούνται με τα αθλητικά, κόντρα στο στερεότυπο. Και η παρουσία τους σε μία ανδροκρατούμενη εκπομπή είναι πάντα ευπρόσδεκτη – αν και έχεις αυτήν την αίσθηση ότι κανείς δε δίνει πραγματικά σημασία στο τι λέει, γιατί «έλα μωρέ, τι ξέρουν οι γυναίκες από ποδόσφαιρο;». Μερικά πράγματα δύσκολα αλλάζουν.
Ο «μου ‘πες, σου ‘πα»
«Εγώ δεν είχα σκοπό να βγω σήμερα, αλλά θέλω να μιλήσω για έναν κύριο που βγήκε πριν από τρία τηλέφωνα».
Και κάπου εκεί ξεκινά μία βεντέτα. Ο προηγούμενος είπε αυτό, που είναι μπούρδα, γιατί εγώ σας λέω το σωστό. Την άλλη μέρα θα βγει ο προηγούμενος να ανταπαντήσει ότι αυτός έχει δίκιο, μετά θα ξαναβγεί ο άλλος να πει τα δικά του, και θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου μετά από δύο μήνες θα συνεχίζουν να βρίζουν τακτικά ο ένας τον άλλο χωρίς να θυμούνται πια γιατί τσακώθηκαν.
Ο αγνός, απλός φίλαθλος
Ο θρύλος λέει ότι μια φορά βγήκε στο ραδιόφωνο ένας αγνός, απλός φίλαθλος. Μίλησε ωραία και στρωτά, με όσα γνωρίζει από ποδόσφαιρο, χωρίς εμπάθεια, χωρίς υπεροψία. Έκτοτε, λέει ο θρύλος, δεν επανεμφανίστηκε. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως είναι αστικός θρύλος και στην πραγματικότητα δεν έχει συμβεί ποτέ.