Είναι 3 Σεπτεμβρίου 1944. Η 24χρονη Αφροαμερικανή Recy Taylor, μαζί με ακόμα δύο άτομα, παίρνει το δρόμο της επιστροφής από την εκκλησία για το σπίτι της. Σε λίγοι θα βρισκόταν δίπλα στον άντρα και το παιδί της.
Ένα αυτοκίνητο τους κόβει τον δρόμο. Υπό την απειλή όπλου την απαγάγουν και την οδηγούν σε ένα δάσος. Εκεί έξι λευκοί άνδρες την βιάζουν. Στη συνέχεια την παρατάνε στην άκρη του δρόμου και γίνονται καπνός. Η Taylor δεν έκλεισε το στόμα της, όπως όμως θα περίμεναν πολλοί. Πάλεψε να αποδοθεί δικαιοσύνη για το έγκλημα έστω κι αν αυτή η δικαιοσύνη άργησε 67 ολόκληρα χρόνια…
Η Recy Taylor τους παρακαλάει να την αφήσουν ήσυχη για να γυρίσει πίσω στον άνδρα και το παιδί της. «Κάνε τα ίδια πράγματα που κάνεις με τον σύζυγό σου, αλλιώς θα κόψω τον λαιμό» της λέει ένας από τους απαγωγείς.
Στη συνέχεια τη βιάζει και μετά από αυτόν ακολούθησαν άλλοι πέντε άνδρες. Υπήρξε και ένας που αρνήθηκε να το κάνει γιατί την γνώριζε προσωπικά.
Παράτησαν την 24χρονη, φιμωμένη και με δεμένα τα μάτια, στην άκρη του δρόμου και την απείλησαν ότι θα την σκοτώσουν αν έλεγε σε κάποιον τι είχε συμβεί. Η ίδια υποσχέθηκε να μην πει τίποτα σε κανέναν αρκεί να μην την σκοτώσουν.
Ο πατέρας της Taylor ήταν ανήσυχος που η κόρη του δεν είχε γυρίσει από την εκκλησία και ειδοποίησε την αστυνομία. Την εντόπισαν αλλά εκείνη δεν μπόρεσε να περιγράψει τους βιαστές της στον σερίφη, καθώς της είχαν δέσει τα μάτια και δεν τους είχε δει καθαρά. Έδωσε όμως περιγραφή του αμαξιού, ένα πράσινο Σεβρολέτ, το οποίο ήταν και το μοναδικό που κυκλοφορούσε στην περιοχή το 1944.
Έτσι ο σερίφης έφερε στο τμήμα τον ιδιοκτήτη του, τον Χιούγκο Γουίλσον. Μετά από πολλές ερωτήσεις, εκείνος παραδέχτηκε ότι έβαλε την Recy στο αμάξι του, αλλά υποστήριξε ότι δεν υπήρξε βιασμός αλλά ότι την πλήρωσαν για να κάνουν σεξ. Παράλληλα κατονόμασε και τους συνεργούς του: Wilson, Dillard York, Billy Howerton, Herbert Lovett, Luther Lee, Joe Culpepper and Robert Gamble. Ο Wilson αφέθηκε ελεύθερος και κλήθηκε να πληρώσει μόνο ένα πρόστιμο.
Ένα μήνα μετά την επίθεση και τον βιασμό της Recy Taylor έγινε η δίκη. Μοναδικοί μάρτυρες η οικογένεια και οι φίλοι της Αφροαμερικανής. Οι ένορκοι ήταν όλοι λευκοί και άνδρες. Σε κανέναν από τους δράστες δεν αποδόθηκαν κατηγορίες και η Recy δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τους βιαστές της στο δικαστήριο.
Η δίκη ολοκληρώθηκε άρον-άρον και κανείς από τους βιαστές δεν δικάστηκε, ούτε φυλακίστηκε. Η άτυχη γυναίκα όχι μόνο δεν δικαιώθηκε, αλλά δέχθηκε επανειλημμένα απειλές για τη ζωή και την οικογένειά της. Το σπίτι της πυρπολήθηκε αρκετές φορές και η Taylor αναγκάστηκε να μετακομίσει με τον άντρα και την κόρη τους στο πατρικό της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκεί αισθάνονταν 100% ασφαλείς.
Τα νέα για τον βιασμό και τη δίκη «παρωδία» διαδόθηκαν με μεγάλη ταχύτητα στις έγχρωμες κοινότητες. Η ακτιβίστρια Rosa Parks και μέλος της «Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ατόμων» (NAACP) κινητοποίησε ακτιβιστές και διανοούμενους από όλες σχεδόν τις ΗΠΑ.
Συγγραφείς, εργατικά σωματεία, αφροαμερικανικές οργανώσεις και γυναικεία σωματεία στάθηκαν στο πλευρό της Taylor και ζητούσαν άμεση απόδοση δικαιοσύνης. Η εφημερίδα «Chicago Defender« έκανε λόγο «για την πιο δυναμική εκστρατεία για ισότητα και δικαιοσύνη της τελευταίας δεκαετίας», ενώ πρωτοσέλιδο εφημερίδας στην Αλαμπάμα έγραφε με τεράστιους τίτλους: «Θύμα των Λευκών Βιαστών της Αλαμπάμα» με τη φωτογραφία της Taylor από κάτω.
Μπροστά σε αυτήν την κατακραυγή η υπόθεση άνοιξε και πάλι. Ερευνητές επισκέφτηκαν το Abbeville και ανακάλυψαν ότι ο σερίφης είχε πει ψέματα για τη σύλληψη των βιαστών, ενώ κατηγόρησε την Taylor ότι δεν ήταν «τίποτα παραπάνω από μια ιερόδουλη».
Στις ανακρίσεις που ακολούθησαν τέσσερις από τους επτά εμπλεκόμενους στο έγκλημα, παραδέχθηκαν ότι έκαναν σεξ με την Taylor αλλά επέμειναν ότι δεν ήταν βιασμός αλλά έγινε επί πληρωμή και ότι εκείνη ήταν ιερόδουλη.
Μόνο ένας δράστης παραδέχτηκε ότι την απήγαγαν υπό την απειλή όπλου και τη βίασαν ενώ εκείνη τους παρακαλούσε να την αφήσουν να επιστρέψει στο παιδί και τον σύζυγό της. Η κατάθεση του δεν στάθηκε όμως αρκετή για να υπάρξει καταδίκη κι έτσι στις 14 Φεβρουαρίου 1945 για άλλη μια φορά, ο δικαστής απάλλαξε τους δράστες από οποιαδήποτε κατηγορία.
Το 2011, 67 χρόνια μετά τον βιασμό, το νομοθετικό σώμα της Αλαμπάμα απολογήθηκε επισήμως στην Taylor για «μη απόδοση δικαιοσύνης».
«Η αδράνεια ήταν και είναι ηθικά απεχθής. Εκφράζουμε τη βαθιά λύπη μας για τον ρόλο που διαδραμάτισε η κυβέρνηση του κράτους της Αλαμπάμα στην αποτυχία της δίωξης των εγκλημάτων» ανέφερε μεταξύ άλλων η απολογία. Η Recy Taylor ένα χρόνο νωρίτερα είχε δηλώσει πως οι άνθρωποι που της το έκαναν αυτό, δεν γίνεται να ξεφύγουν χωρίς να πουν έστω μία συγγνώμη. «Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πεθάνει. Έστω μία επίσημη απολογία…».
Μετά από την επίθεση και την αποτυχία της δεύτερης δίκης, η Taylor μετακόμισε κοντά στη Rosa Parks μέχρι να εγκατασταθεί στη Φλόριντα και να εργαστεί σε πορτοκαλεώνες. Χώρισε από τον άνδρα της στις αρχές του ’60 και λίγο αργότερα ο σύζυγός της πέθανε. Το 1967 η κόρη της βρήκε τραγικό θάνατο σε τροχαίο. Στις 28 Δεκεμβρίου 2017, σε ηλικία 97 ετών πέθανε στο πατρικό της σπίτι. Η Taylor υπήρξε μία από τις ελάχιστες Αφροαμερικανές που μίλησαν ανοιχτά για τον βιασμό της σε μια εποχή που τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν σχεδόν άγνωστα και η λευκή φυλετική επικράτηση δεδομένη στον αμερικανικό νότο.
Κατά τη διάρκεια της 75ης τελετής απονομής των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών βραβείων Χρυσές Σφαίρες στο Λος ‘Αντζελες οι ΗΠΑ θυμήθηκαν τις γυναίκες ηρωίδες που τις έκαναν αυτό που είναι. Παραλαμβάνοντας το τιμητικό βραβείο για το συνολικό έργο της ζωής της η Αμερικανίδα παρουσιάστρια και επιχειρηματίας Oprah Winfrey έκανε ειδική αναφορά στην Recy Taylor και τον βιασμό που άλλαξε τις ΗΠΑ.
«Έζησε, όπως όλοι μας έχουμε ζήσει, σε μια κοινωνία χτυπημένη από ισχυρούς άντρες. Για πάρα πολύ καιρό, οι γυναίκες δεν ακούγονταν ή φοβόντουσαν να τολμούσαν να πουν την αλήθεια, εξαιτίας της δύναμης αυτών των αντρών. Αλλά ο χρόνος τους τελείωσε», είπε και ολοκλήρωσε την ομιλία της καταχειροκροτούμενη από το κοινό: «Ελπίζω ότι η Recy Taylor πέθανε γνωρίζοντας ότι η αλήθεια της, συνεχίζει να υπάρχει. Αυτό που ξέρω είναι ότι το να υπερασπιζόμαστε την αλήθεια μας είναι το πιο ισχυρό όπλο που έχουμε».