Ήταν περίπου 14 χρονών όταν έπεσε θύμα βιασμού, το 1972. Ήταν ορφανή και πάμφτωχη, για να ζήσει έκανε ενίοτε μια από τις χειρότερες δουλειές στην Ινδία: μάζευε με τα χέρια τις τα κόπρανα των αγελάδων, τους έδινε σχήμα, τα άφηνε να στεγνώσουν και στη συνέχεια τα πουλούσε ως καύσιμη ύλη. Ο βιασμός όμως δεν κάνει διακρίσεις οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Μετά την επίθεση που δέχθηκε ήταν σαν να είχε ένα σημάδι στο μέτωπό της. Τέτοιο ήταν το στίγμα του βιασμού στην Ινδία εκείνης της εποχής. Είχε τη γενναιότητα να μιλήσει, κάτι που λίγες γυναίκες έκαναν τότε. Έφτασε την υπόθεσή της στο δικαστήριο. Αναζήτησε τη δικαίωση και τη βίωσε προσωρινά αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας ανέτρεψε προηγούμενες αποφάσεις και οι δύο αστυνομικοί που την είχαν βιάσει ήταν και πάλι ελεύθεροι. Η υπόθεση της νεαρής Mathura, όπως γράφει το CNN, ήταν μνημειώδης τόσο από κοινωνικής όσο και από νομικής πλευράς. Προκάλεσε δημόσιες διαδηλώσεις για πρώτη φορά για υπόθεση βιασμού στη χώρα της και οδήγησε στη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για τις σεξουαλικές επιθέσεις. Έδωσε ώθηση στην άνθιση κινημάτων γυναικών στην Ινδία. Και, επιτέλους, ο κόσμος άρχισε να βλέπει τη βία με βάση το φύλο ως αυτό που όντως ήταν: μια βάρβαρη επίδειξη δύναμης. Η υπόθεση της Mathura επανήλθε στο προσκήνιο τον Δεκέμβριο του 2012, όταν η Ινδία και ολόκληρος ο κόσμος συγκλονίστηκε εκ νέου από μια νέα υπόθεση απίστευτης κακοποίησης μιας 23χρονης φοιτήτριας σε λεωφορείο, η οποία τελικά υπέκυψε στα τραύματά της. Έτσι η Moni Basu του CNN, επίσης Ινδή, ξεκίνησε να βρει εκείνο το «άτυχο» κορίτσι του 1972 που είχε πάει στο αστυνομικό τμήμα για ένα οικογενειακό θέμα και επέστρεψε σπίτι της θύμα βιασμού. Ήταν άραγε ζωντανή; Είχε συνεχίσει τη ζωή της; Είχε αντέξει το στίγμα; Έκανε πολλά τηλεφωνήματα αλλά δεν οδήγησαν πουθενά. «Ήταν σαράντα χρόνια πριν», της έλεγαν όλοι, κι εκείνη ήταν ένα φτωχό αμόρφωτο κορίτσι που ζούσε σε ένα απομακρυσμένο χωριό. «Δεν θα τη βρεις ποτέ», της έλεγαν. Ήταν ακόμα νωπή η φρικτή ιστορία του Δεκεμβρίου του 2012. Η νεαρή φοιτήτρια με έναν φίλο της είχε πάρει το λεωφορείο για να επιστρέψουν σπίτι. Ο οδηγός και άλλοι πέντε επιβάτες, άνδρες, ήταν μεθυσμένοι. Έσυραν τη γυναίκα στο πίσω μέρος του λεωφορείου και ξυλοκόπησαν το φίλο της. Στη συνέχεια τη βίασαν ο ένας μετά τον άλλο, χρησιμοποιώντας και έναν σιδερένιο λοστό, ενώ το λεωφορείο έκανε επί μία ώρα κύκλους στο δρόμο. Όταν τελείωσαν πέταξαν τα θύματά τους στην άκρη του δρόμου. Τα εσωτερικά τραύματα της γυναίκας ήταν τόσο σοβαρά που χρειάστηκε να αφαιρεθούν σχεδόν όλα τα σπλάχνα της. Εμφάνισε σήψη και δύο εβδομάδες αργότερα πέθανε σε νοσοκομείο της Σιγκαπούρης. Η Ινδία ήταν εξοργισμένη για την αποτυχία ελέγχου τέτοιου είδους ειδεχθούς βίας. Υπάρχει όμως η θλιβερή αλήθεια: μια γυναίκα βιάζεται κάθε είκοσι λεπτά στη χώρα. Πόσο άλλαξαν οι αντιλήψεις των πολιτών από το 1972 έως το 2012; Η δημοσιογράφος μαθαίνει πως η Mathura έχει ακόμα λιγοστούς συγγενείς και φίλους στην πόλη Desaiganj όπου ζούσε και βιάστηκε αλλά είναι εναντίον της οι πιθανότητες: Νομίζει πως δεν ξέρει το κανονικό της όνομα -στις υποθέσεις βιασμού τα δικαστήρια δίνουν ψευδώνυμα στα θύματα επειδή απαγορεύεται η δημοσιοποίηση της ταυτότητάς τους- και θα πρέπει πλέον να είναι 55-57 χρονών- σχεδόν υπερήλικας για τα δεδομένα της Ινδίας. Πριν αναζητήσει γνωστούς της Mathura η δημοσιογράφος αναζητεί πληροφορίες για τους βιαστές της. Κατευθύνεται στο αστυνομικό τμήμα της πόλης όπου ο αρχηγός της αστυνομίας της λέει πως δεν έχει η υπόθεση καμία σχέση με τον ίδιο και το προσωπικό του. Η δημοσιογράφος ζητεί αντίγραφο των αστυνομικών αρχείων της υπόθεσης. Δεν υπάρχουν. «Ξέρετε τι απέγιναν εκείνοι οι δύο αστυνομικοί;» τον ρωτά. «Ήταν κι εκείνοι άνθρωποι», της απαντά, «τμήμα της κοινωνίας». «Οι αιτίες των βιασμών στην Ινδία είναι πολλές – μεταξύ αυτών η φτώχεια, οι φυλετικές προκαταλήψεις και η έλλειψη εκπαίδευσης. Αλλά άλλος ένας παράγοντες είναι οι παραδόσεις και οι νόρμες που επιτρέπουν στα αγόρια να μεγαλώνουν πιστεύοντας πως είναι ανώτερα από τα κορίτσια», τονίζει η Basu. Η αναζήτησή της παίρνει άλλη τροπή όταν γνωρίζει έναν παιδικό φίλο της Mathura, τον Motiram Meshram, ο οποίος μάλιστα κατέθεσε κατά των δύο αστυνομικών που κατηγορήθηκαν για τον βιασμό της. Με τη γνωριμία τους την περιμένουν δύο εκπλήξεις: αφενός το όνομα Mathura δεν είναι ψευδώνυμο που έδωσε το δικαστήριο στο κορίτσι. Είναι το πραγματικό της όνομα, δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια να προστατευθεί η ταυτότητά της. Αφετέρου ο Meshram μπορεί να αφηγηθεί όλη την ιστορία της καθώς ήταν μαζί της την ώρα που βιάστηκε. Οι γονείς της είχαν πεθάνει όταν ήταν μικρή κι εκείνη αναγκάστηκε να μάθει να φροντίζει τον εαυτό της. Ζούσε με έναν από τους δύο αδελφούς της, τον Gama, ο οποίος φρόντιζε ζώα κι έκανε διάφορες άλλες δουλειές. Η Mathura κέρδιζε χρήματα και ως υπηρέτρια και μερικές φορές δούλευε σε μια γυναίκα που λεγόταν Nushi και περνούσε χρόνο στο σπίτι της. Εκεί γνώρισε τον ανιψιό της Ashok που ήταν επίσης ορφανός. Ερωτεύτηκαν κι αποφάσισαν μια μέρα να παντρευτούν. Η Nushi της συμπεριφερόταν σαν να ήταν ήδη νύφη της. Στις ινδικές κοινότητες των φυλών οι προγαμιαίες σχέσεις τους δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Αλλά για την ευρύτερη ινδική κοινωνία η Mathura έφερε το στίγμα πως έκανε σεξ ενώ δεν είχε επίσημα παντρευτεί. Ο αδελφός της δεν ενέκρινε τη σχέση της αυτή. Έτσι, ο Gama έκανε καταγγελία στην αστυνομία πως η αδελφή του είχε πέσει θύμα απαγωγής από τον Ashok και την οικογένειά του που την είχαν εξωθήσει στην πορνεία. Είτε δεν είχε πειστεί πως η Mathura πράγματι αγαπούσε τον Ashok είτε ένιωθε ντροπή για τη σχέση της και ήθελε να τη διαλύσει. Ο Meshram αφηγείται τι έγινε τη μοιραία νύχτα, όταν η αστυνομία μετέφερε τη Mathura στο τμήμα όπου της ζητήθηκε να απαντήσει στην καταγγελία του αδελφού της. Ο ίδιος της συνόδευσε. Ήταν 26 Μαρτίου 1972. Ο Ashok και η Nushi σκόπευαν να τη συνοδεύσουν στο τμήμα και ζήτησαν από τον Meshram να πάει κι εκείνος μαζί τους. Η Mathura, ο Ashok και η Nushi κατέθεταν στον αρχηγό Baburao ενώ από τον Ashok ζητήθηκε να πάει να φέρει κάποιο αποδεικτικό έγγραφο για την ηλικία του κοριτσιού. Είχε πια φτάσει βράδυ, ο αρχηγός επέστρεψε στο σπίτι του για φαγητό και η Mathura άρχισε επίσης να επίσης να ετοιμάζεται να φύγει. Ωστόσο δύο αστυνομικοί, οι Ganpat και Tukaram, της ζήτησαν να περιμένει μέσα στο τμήμα. Ο Meshram την περίμενε έξω μαζί με τον Ashok και τη Nushi όταν ξαφνικά τα φώτα έσβησαν. «Ganpat, Tukaram! Τι κάνετε;!», τους φώναξε. Δεν απάντησε κανείς. Ο Meshram άρχισε να ανησυχεί, ανέβηκε στο δεύτερο όροφο του κτηρίου και ζήτησε από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί να τον βοηθήσουν. «Το κορίτσι», τους λέει, «είναι μόνο με δύο αστυνομικούς που έσβησαν τα φώτα!». Τρέχουν όλοι μαζί κάτω, μπαίνουν από την είσοδο του τμήματος και φωνάζουν στη Mathura να κάνει κάποιο θόρυβο για να την εντοπίσουν μέσα στο σκοτάδι. Επικρατεί όμως σιωπή. Αυτή η σιωπή θα στοιχειώνει το κορίτσι. Οι Αρχές ερμήνευσαν τη σιωπή της ως συναίνεση παρότι η ίδια εξήγησε πως οι αστυνομικοί την απείλησαν πως θα βάλουν φυλακή χωρίς εγγύηση την ίδια, τον Ashok και τη θεία του αν ακουγόταν ακόμα και η ανάσα της. Μετά ο Ganpat τη μετέφερε στην τουαλέτα που ήταν πίσω από το τμήμα, της έβγαλε τα εσώρουχα και με φακό κοιτούσε τα γεννητικά της όργανα. Μετά την έσυρε σε ένα άνοιγμα, την έριξε στο χώμα, τη χτύπησε και τη βίασε. Μόλις τελείωσε πήρε τη θέση του και ο Tukaram αλλά δεν κατάφερε να μπει μέσα της επειδή ήταν πολύ μεθυσμένος. Όταν όλα τελείωσαν, η Mathura έτρεξε έξω. Τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένο, το σάρι της σκισμένο, το πρόσωπό της γεμάτο δάκρυα. «Τι έγινε;» τη ρώτησε ο Meshram για να πάρει την απάντηση: «Με βίασαν». Η οργή του ήταν μεγάλη, πώς ήταν δυνατόν δύο άνθρωποι υποτίθεται προστάτες του νόμου και των αδύναμων να κάνουν κάτι τέτοιο; «Είστε δαίμονες», τους φώναζε, «πρέπει να τιμωρηθείτε και θα το φροντίσω, σας το υπόσχομαι». Ο Meshram και η Nushi μετέφεραν τη Mathura στο τοπικό ιατρείο όπου όμως ο γιατρός τους είπε πως δεν είχε την αρμοδιότητα να κάνει εξετάσεις για βιασμό και τους έδωσε συστατική επιστολή για ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο στην πόλη Chandrapur. Ο Meshram θυμάται την επόμενη ημέρα να παίρνουν το λεωφορείο με τη Mathura. Στο νοσοκομείο υποβλήθηκε στις απαραίτητες εξετάσεις και ο γιατρός Kamal Shastrakar αποφάνθηκε πως δεν υπήρχε βιασμός. «Δεν υπήρχαν τραύματα στα γεννητικά της όργανα», έγραψε στην έκθεσή του, «ο υμένας της είχε ήδη διαρραγεί. Στον κόλπο χωρούσαν άνετα δύο δάχτυλα». Δεν βρήκε δείγματα σπέρματος μέσα στον κόλπο της αλλά στα ρούχα και τα εσώρουχα της. Είχαν όμως περάσει πια σχεδόν 24 ώρες από την επίθεση. Η νεαρή γυναίκα κλείστηκε στον εαυτό της, έκλαιγε πολύ. «Πρώτα την έκανε ευάλωτη η φτώχεια. Μετά, το περιστατικό αυτό την έκανε να καταρρεύσει. Έχασε όλους όσοι ήταν κύρια πρόσωπα στη ζωή της», αφηγείται ο Meshram. Ορισμένοι από τους κατοίκους της Desaiganj έτρεφαν καχυποψία προς την αστυνομία αλλά δεν υπήρξαν έντονες αντιδράσεις. «Ήμαστε φτωχοί και αμόρφωτοι, πώς θα μπορούσαμε να αντιταχθούμε στην αστυνομία; Φοβόμασταν», προσθέτει. «Κανείς δεν έδινε σημασία σε ό,τι συνέβαινε μέσα στην κοινωνία. Ούτε θα ύψωνε κανείς το ανάστημά του για τις αδικίες που συνέβαιναν στον διπλανό του. Γι’ αυτό θάβονταν οι υποθέσεις βιασμού εκείνη την εποχή. Βιασμοί… Φόνοι… δεν καταγγέλλονταν καν», λέει. Η Mathura όμως ήθελε οι δράστες να τιμωρηθούν. Τους κατήγγειλε γνωρίζοντας πόσο δύσκολο θα ήταν να βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου. Θα ήταν ο λόγος εναντίον του λόγου δύο αστυνομικών. Στη δίκη ο δικηγόρος υπεράσπισης των αστυνομικών τη ρώτησε γιατί δεν φώναξε. Της είχαν κλείσει ο Ganpat ή ο Tukaram το στόμα; «Όχι», απάντησε εκείνη. Τον Ιούνιο του 1974 το δικαστήριο αθώωσε τους δύο αστυνομικούς χαρακτηρίζοντας τη Mathura ψεύτρα. Την κατηγόρησε πως έκανε σεξ από πριν και είχε συναινέσει στη συνουσία με τους αστυνομικούς και πως κατήγγειλε βιασμό για να φανεί ενάρετη στα μάτια του εραστή της. Η υπόθεση έφτασε στο Δικαστήριο της Βομβάης, το οποίο το 1976 ανέτρεψε την αθώωση των αστυνομικών και καταδίκασε τον Ganpat σε πενταετή φυλάκιση για βιασμό και τον Tukaram σε ένα χρόνο φυλάκισης για επίθεση. Η δικαίωση όμως δεν κράτησε πολύ. Το 1978 το ινδικό Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε και πάλι τις καταδίκες υποστηρίζοντας πως εφόσον η Mathura δεν φώναξε την ώρα της συνουσίας είχε συναινέσει ενώ δεν είχαν καταγραφεί και μώλωπες στο κορμί της. Εκείνη την εποχή η νομοθεσία για το βιασμό ήταν υπέρ του καταγγελλόμενου και όχι υπέρ του καταγγέλλοντος και δεν αναγνώριζε το ενδεχόμενο μη συναίνεσης σε περιπτώσεις σεξουαλικών επαφών ατόμων που βρίσκονταν υπό κράτηση. Το βάρος έπεφτε στο θύμα που έπρεπε να αποδείξει πως δεν είχε συναινέσει. «Αν αυτό είχε συμβεί σήμερα, οι δράστες θα είχαν σίγουρα καταδικαστεί σε 10 χρόνια φυλακή», πιστεύει ο Meshram. Την εποχή που βγήκε η απόφαση ο Ashok πέθανε. Η Mathura επιχείρησε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του αδελφού της αλλά ο Gama την έδιωξε. Έτσι αποφάσισε να παντρευτεί έναν άνδρα ονόματι Bhagwan Attaram και μετακόμισε μαζί του σε άλλο χωριό όπου ήλπιζε να αφήσει το παρελθόν πίσω της και όπως πολλά άλλα θύματα βιασμού επέλεξε το δρόμο της σιωπής. Δεν είχε καταλάβει ποια αντίδραση γεννιόταν μέσα στην καρδιά της ινδικής κοινωνίας και πως η ίδια βρισκόταν στο επίκεντρό της. Στο Δελχί ο πρύτανης του πανεπιστημίου της πόλης Upendra Baxi διάβασε σοκαρισμένος την απόφαση του δικαστηρίου. Ένιωθε αηδιασμένος από αυτή τη στρέβλωση της δικαιοσύνης και κυρίως την απαξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα του. Αλλά τι θα μπορούσε να κάνει; Έμεινε ξάγρυπνος δέκα νύχτες πριν κατεβάσει την ιδέα να απευθύνει μια ανοιχτή επιστολή στον επικεφαλής της δικαιοσύνης. Ο βιασμός δεν ήταν θέμα που απασχολούσε την εθνική κοινή γνώμη το 1978 αλλά ο Baxi ήταν αποφασισμένος να το φέρει στο προσκήνιο για χάρη των «εκατομμυρίων Mathura» που δεν έφταναν καν μέχρι την αρχική καταγγελία. Στόχος του ήταν να αλλάξει τη νομοθεσία σχετικά με το βιασμό ούτως ώστε να απαλλαγεί από το βάρος της απόδειξης της αθωότητας το θύμα. Ήθελε να αυστηροποιηθούν οι ποινές, να διασφαλιστεί πως δεν θα διαπομπευόταν το θύμα με τη δημοσιοποίηση του πραγματικού του ονόματος, πως δεν θα χρησιμοποιούνταν μέθοδοι επιβεβαίωσης του βιασμού όπως το «τεστ» των δύο δακτύλων, τον εξευτελισμό του οποίου υπέστη και η Mathura. Η επιστολή, στην οποία ανέφερε όλους τους λόγους για τους οποίους η απόφαση ήταν λάθος, υπογράφηκε και από άλλους τρεις εξέχοντες νομικούς της Ινδίας. Η επιστολή θάφτηκε μέχρι που μία πακιστανική εφημερίδα τη δημοσίευσε μερικούς μήνες αργότερα. Έτσι πέρασε και στα ινδικά μέσα. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε κάποια αντίδραση αλλά η κοινωνία «έβραζε» και πολλοί πολίτες, ειδικά γυναίκες, σοκαρίστηκαν από την κατάσταση της Mathura. Στις 8 Μαρτίου του 1980 χιλιάδες γυναίκες βγήκαν στους δρόμους του Δελχί, της Βομβάης, της Ιντεραμπάντ και της Ναγκπούρ. Μεταξύ τους ήταν και η Seema Sakhare που στη συνέχεια δημιούργησε μία από τις πρώτες οργανώσεις στην Ινδία που ασχολείτο με το θέμα της βίας κατά γυναικών. Πολλοί κάτοικοι της Desaiganj δεν αντιλήφθηκαν τη σημασία όσων συνέβησαν εκεί το 1972 αλλά ο Meshram ξέρει πως το όνομα της Mathura έγινε συνώνυμο των αλλαγών που πρότεινε ο Baxi και των μεταρρυθμίσεων που ακολούθησαν. Το 1983 έγινε άλλη μια προσθήκη στη νομοθεσία σχετικά με τον βιασμό: όταν ένα θύμα βρίσκεται υπό κράτηση σε κρατική υπηρεσία, όπως η Mathura, και λέει πως δεν συναίνεσε στον βιασμό του, το δικαστήριο θεωρεί λέει την αλήθεια. Η υπόθεσή της είχε κι άλλες συνέπειες, όπως το ότι άρχισαν να γίνονται δίκες για βιασμούς κεκλεισμένων των θυρών ενώ απαγορεύτηκε η δημοσιοποίηση των ονομάτων των θυμάτων. Ο επίλογος της αναζήτησης της δημοσιογράφου σχετικά με τον βιασμό που άλλαξε μια ολόκληρη χώρα, την πατρίδα της, την Ινδία, γράφτηκε στην πόλη Nawargaon όπου ζούσε πλέον η Mathura με τον άνδρα της και τους δύο γιους της. «Γιατί ήρθες να με δεις;» τη ρωτά. «Κανείς δεν ήρθε όλα αυτά τα χρόνια. Κανείς δεν με βοήθησε». Την ώρα που αποφασίζει να πει την ιστορία της, ο 25χρονος γιος της μπαίνει ανάμεσά τους και τη διακόπτει. Τα δυο παιδιά ξέρουν το σκληρό παρελθόν της μητέρας τους αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τον περίγυρό τους. Η Mathura δεν είχε χρόνο να πενθήσει, να οργιστεί, να επουλώσει το τραύμα της. Έπρεπε να επιστρέψει στην καθημερινότητα για να μπορέσει να ζήσει. Δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου. «Προσπάθησα πολύ να ξεχάσω», λέει η Mathura, «προσπάθησα πολύ σκληρά να αρχίσω τη ζωή μου από την αρχή. Δεν είχα άλλη επιλογή». «Η κυβέρνηση και η αστυνομία είναι άχρηστες», λέει ο γιος της και δείχνει στη δημοσιογράφο την έξοδο. «Είσαι ευτυχισμένη Mathura;», τη ρωτά φεύγοντας. «Ευτυχία, δυστυχία, τι σημασία έχει…», απαντά. «Αυτό που έχει σημασία είναι πως επιβίωσα». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend