Η Μέμα Σταθοπούλου έγινε ηθοποιός με την ίδια ευκολία που τα παράτησε όλα για να γίνει μαμά. Το σκληρό θηλυκό του κινηματογράφου ή η κακομαθημένη κόρη ήταν μια ενζενί που εμφανίστηκε από το πουθενά για να μαγέψει τη μεγάλη οθόνη με το διεισδυτικό της βλέμμα, το καλλίγραμμο κορμί και το όμορφο πρόσωπό της. Η Μέμα που βασάνιζε εντός οθόνης τον Βόγλη, τον Βουτσά και τον Λειβαδίτη έγινε αστέρι μέσα από τα φιλμ «Η παραστρατημένη», «Το κορίτσι της οργής», «Ένας μάγκας στα σαλόνια», «Ένας άφραγκος Ωνάσης» και «Οι σφαίρες δε γυρίζουν πίσω», για να τα εγκαταλείψει όλα πίσω της για τα μάτια του άντρα της και την αγκαλιά των παιδιών της! Η όμορφη Πατρινιά, που η Δέσποινα Στυλιανοπούλου έσπευσε να χαρακτηρίσει «Σάρον Στόουν της εποχής», ανήλθε αβίαστα στην κινηματογραφική δόξα, στην οποία γύρισε την πλάτη εξίσου εύκολα έπειτα από μόλις οχτώ χρόνια καριέρας! Και πίσω μάλιστα δεν κοίταξε ποτέ, παρά τη διαχρονική αγάπη της με την υποκριτική, καθώς ο νέος ρόλος της συζύγου και μητέρας τη μάγεψε εξίσου ολότελα. Η εντυπωσιακή παρουσία του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου, που κάποιοι παρομοίασαν ακόμα και με το απόλυτο θηλυκό Μπριζίτ Μπαρντό, είχε τη στόφα της σταρ, παρά το γεγονός ότι το σταριλίκι δεν το αγάπησε ποτέ. Παρά μόνο την ηθοποιία, κάτι που θα ξανάκανε ευχαρίστως, όπως έλεγε, στη ζωή της. Η αθλήτρια του στίβου (ανήκε στην Παναχαϊκή) με τις πανελλήνιες διακρίσεις στο άλμα εις μήκος κόλασε το ελληνικό κοινό στους «Αγγέλους της Αμαρτίας», τρέλανε τον Γκιωνάκη με το μαγιό της στον «Τρελό της πλατείας Αγάμων» και έπαιζε στα δάχτυλα τόσο τους άρρενες συμπρωταγωνιστές της όσο και το αντρικό κινηματογραφόφιλο κοινό, σαν γνήσια εγχώρια femme fatale! Εκρηκτική, ταλαντούχα και διαχρονικά μοντέρνα, η πατρινιά ηθοποιός πέρασε σαν κομήτης από το ελληνικό σινεμά, σαν σωστό ουράνιο φαινόμενο δηλαδή, με μικρή διάρκεια αλλά εντυπωσιακό αντίκτυπο…
Πρώτα χρόνια
Σύντομη αλλά δυνατή καριέρα
Μέσα σε τρία χρόνια (1964-1967), η Σταθοπούλου θα παίξει σε σωρεία ταινιών, δίπλα συνήθως στον παρτενέρ της σε οθόνη και πραγματική ζωή, Θάνο Λειβαδίτη, με το μπαράζ των 15 αυτών φιλμ να εγγυάται τη μακροημέρευσή της στον χώρο: «Στη σκιά μιας άλλης» και «Άπονη ζωή» το 1964, «Το φτωχόπαιδο», «Οι καταφρονεμένοι», «Ο νικητής», «Με ιδρώτα και δάκρυα», «Θα ζήσω για σένα», «Επιστροφή» και «Αφήστε με να ζήσω» το 1965, «Οι άγγελοι της αμαρτίας», «Η παραστρατημένη» και «Δοκιμασία» το 1966 και «Του χωρισμού το τρένο», «Το κορίτσι της οργής» και «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» το 1967! Το ειδύλλιο με τον Λειβαδίτη δεν προχώρησε (ήταν ένα από τα χρυσά ζευγάρια της ελληνικής showbiz του καιρού!) και το «ξανθό κορίτσι της Καραγιάννης-Καρατζόπουλος» συμπρωταγωνίστησε στην πορεία με τους πάντες, από τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Κώστα Καζάκο, τον Άγγελο Αντωνόπουλο, τον Κώστα Βουτσά μέχρι και τους Ανδρέα Ντούζο, Μάνο Κατράκη, Γιάννη Φέρτη, Νίκο Ρίζο, Γιάννη Γκιωνάκη και τόσους ακόμα.
Η καριέρα της συνεχίστηκε με την ίδια δυναμική μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον βιομήχανο Δημήτρη Μαρούση. Η παραγωγή των τίτλων είναι δηλωτική: «Μεγάλες αγάπες» και «Ζήσε για την αγάπη μας» το 1968, «Φίλησε με πριν φύγεις για πάντα», «Νυφοπάζαρο», «Ένας μάγκας στα σαλόνια» και «Ένας άφραγκος Ωνάσης» το 1969, «Φουκαράδες και λεφτάδες» και «Ο τρελός της πλατείας Αγάμων» το 1970, «Κάθε ναυάγιο και μια κόλαση» το 1971 και «Στη θύελλα της μεγάλης αγάπης» το 1972, το κύκνειο άσμα της. Η ηθοποιός φαινόταν να ανακόπτει ρυθμούς μετά τον γάμο της, όταν και πήρε ξαφνικά την απόφαση να αποσυρθεί, εκεί στον κολοφώνα της δόξας της. Παρά το γεγονός ότι ήταν στα πολύ πάνω της και τα συμβόλαια έπεφταν βροχή, όντας στον όγδοο πια χρόνο της κινηματογραφικής και θεατρικής της καριέρας, η Μέμα είπε να καταλαγιάσει και να κάνει οικογένεια. Και έκανε, αποκτώντας δύο παιδιά, τον Κώστα και την Ελένη.
Τελευταία χρόνια