Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε το 1912 από μια αγροτική οικογένεια, η οποία ξέπεσε οικονομικά όταν ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί. Έτσι μεγαλώνει σε ένα χωριό κοντά στην Σπάρτη, τις Κροκεές, με 2500 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται με τα χωράφια τους. Το ίδιο κάνουν και οι γονείς του. Ασχολούνται με τη γη που έχουν σ’ ένα απόμερο χτήμα.
Ο μικρός Νικηφόρος μεγαλώνει μόνος με αποτέλεσμα: να στρέψει όλη του την προσοχή στον εσωτερικό του κόσμο και παράλληλα στον εξωτερικό χώρο, παρατηρώντας τη μοναδική φυσική ομορφιά του τόπου του.
Η γαλήνη, η ηρεμία, η σιωπή έγιναν αδέλφια του. Οπότε είναι φυσικό σε όλη του τη ζωή το έργο του να δίνει μηνύματα αγάπης, ειρήνης και ταύτισης με τη φύση.
Άρχισε να γράφει στα δώδεκα χρόνια του. Κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική συλλογή του στα δεκαεπτά του. Ο πατέρας του παρότι φτωχός αγρότης αντιμετώπισε με αγάπη και κατανόηση την κλίση τού γιου του προς την ποίηση. Στα δεκαεπτά του πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει. Εκεί άρχισε ένας σκληρός αγώνας για να επιβιώσει. Τα όνειρά του κομματιάζονται και η απογοήτευση τον διαλύειΗ συλλογή των ποιημάτων του «Οι γκριμάτσες του ανθρώπου» μιλούν ακριβώς γι’ αυτό το αίσθημα της θλίψης, της απογοήτευσης και της μοναξιάς.
Τελικά διακόπτει τις σπουδές του γιατί θέλει να αφοσιωθεί στην ποίηση.
Στον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση δουλεύει σαν εργάτης, αλλά και σαν ιδιωτικός και δημόσιος υπάλληλος, συντάκτης φιλολογικών περιοδικών και εφημερίδων. Τιμήθηκε εικοσιοκτώ ετών (1940) με το κρατικό βραβείο ποιήσεως για τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του «Οι γκριμάτσες του ανθρώπου».
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είναι ένας γνήσιος, ένας αυθεντικός ποιητής που σε όλη του τη ζωή στέκεται με αγνότητα και ευγένεια μπροστά στον άνθρωπο και στην αγάπη που τρέφει γι’ αυτόν. Ο άνθρωπος είναι : «το ζων ύδωρ» όπως λέει και ο ίδιος. Για τον άνθρωπο και τα κύματα που τον κτυπούν μιλά στα ποιήματά του και θέτει σκοπό της ζωής του τη σωτηρία του μέσα από τους στίχους του.Σ’ όλους τους στίχους του βάζει θεμέλιο την αγάπη, την ειρήνη και την πίστη του στον άνθρωπο. Παρ’ όλο που οι άνθρωποι και οι συμπεριφορές τους κομματιάζουν συνεχώς το όνειρό του για πανανθρώπινη ειρήνη, για ανιδιοτελή αγάπη αυτός πάντα εξωτερικεύει σε όλα του τα ποιήματα την ανάγκη για επικοινωνία με τον άνθρωπο.
Στα έργα της νεανικής του περιόδου η θλίψη και η απογοήτευση τον διακατέχουν όταν συνεχώς διαπιστώνει ότι δεν βρίσκει τους στόχους του στην προσπάθεια του να διασκορπίσει αγάπη και ειρήνη στους ανθρώπους.
Στην περίοδο της ωριμότητας βλέπουμε να εναλλάσσονται η ελπίδα με την απογοήτευση. Όσο περισσότερο λαχταρά την αγάπη και την επικοινωνία με τους ανθρώπους τόσο περισσότερο τραυματίζεται και πονά. Όλα αυτά τα συναισθήματα τα βιώνει όχι μόνο από προσωπικές καταστάσεις αλλά και από τα πολιτικά γεγονότα στα οποία συμμετέχει ενεργά. Κι αυτό το κάνει γιατί πιστεύει ότι ο ποιητής έχει μια αποστολή στον κόσμο μας. Μια αποστολή δύσκολη αλλά αναγκαία. Να σταθεί δίπλα στον καθένα γιατί «Σε αυτόν βλέπει όλο το σύμπαν».
Γράφοντας λοιπόν ποίηση ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπάρχει, ζει, αναπνέει. Η ποιητική φλέβα που διαθέτει σε συνδυασμό με την εμπειρία διαφόρων ποιητικών σχολών από τις παραδοσιακές ως τις πιο σύγχρονες (πριν και μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο) συνέβαλαν στη δημιουργία μιας δικής του γλώσσας και ύφους που δε συγκρίνονται με καμιά άλλη.
Μοντέρνος όχι όμως υπερρεαλιστής μας δίνει ποιήματα πανέμορφα. Πολύ συναισθηματικός, λάτρης της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της φύσης, νιώθει ότι αδυνατεί να διατυπώσει τον πλούτο του κόσμου με λέξεις τις οποίες θεωρεί ανεπαρκείς. Αυτό που τον βασανίζει είναι (κατά τη γνώμη του) το ατελές των έργων του. Το ανολοκλήρωτο τον κυνηγά, όμως δεν μπορεί να αποφύγει να γράφει στίχους.
Η ποίηση για τον Βρεττάκο είναι έργο χειρών. Δε νοιώθει μέσα του καμιά ματαιοδοξία, καμιά φιλοδοξία. Κατέκτησε δύο φορές το Κρατικό βραβείο ποίησης, εξέδωσε πάνω από δεκαπέντε ποιητικές συλλογές, καθώς και αρκετά πεζά έργα. Σε όλη του τη πορεία στα έργα του διακρίνουμε τον βαθύτατο ανθρωπισμό του, την ευαισθησία του αλλά και την αγανάκτησή του στην αδικία.
Η βαθύτατη αγάπη του για τον τόπο καταγωγής του χαρακτηρίζει επίσης τα έργα του αποτελώντας γι’ αυτόν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Γι’ αυτό το 1980 χτίζει ένα μικρό σπίτι στις Κροκεές, πάνω στα χαλάσματα του πατρικού του. Εκεί αφήνει και την τελευταία του πνοή σαν σήμερα στις 4 Αυγούστου του 1991