Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά που… δεν έχει σηκώσει κεφάλι σχεδόν από τότε που γεννήθηκε έως και σήμερα. Αναφερόμαστε στους νέους που γεννήθηκαν στη χώρα μας εκεί γύρω στο 1990 και βιώνουν έως και σήμερα εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις καθώς αδυνατούν να ορθοποδήσουν εξαιτίας των πολλαπλών κρίσεων.
Όσοι είναι σήμερα λίγο πάνω ή λίγο κάτω από την ηλικία των 30 ετών διακατέχονται στην πλειοψηφία τους από άγχος για το αύριο στην αγορά εργασίας, έχουν απογοητευτεί αρκετές φορές βλέποντας τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο που ζουν και δεν είναι λίγοι αυτοί που κάνουν λόγο για μια χαμένη γενιά.
«Το τελευταίο ευχάριστο γεγονός που θυμάμαι ήταν το Euro του 2004»
Ο Κωνσταντίνος Καρατζάς είναι σήμερα 32 ετών και ζει στην Καλλιθέα. Θα μπορούσαν να τον λένε Ανδρέα, Μάριο, Γιάννη, Θανάση, Παντελή ή οτιδήποτε άλλο, δεν έχει σημασία, καθώς αποτελεί κλασικό παράδειγμα της γενιάς του και τα όσα βίωσε αφορούν και τους εκατοντάδες χιλιάδες συνομήλικούς του. Μεγάλωσε σε μια τυπική τετραμελή μεσοαστική οικογένεια που οικονομικά τα έφερνε βόλτα.
«Δεν πεινούσαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να αποταμιεύσουμε και κάποιο ιδιαίτερα σημαντικό χρηματικό ποσό κάθε μήνα, αφού δουλεύοντας και οι δύο γονείς μου, κάλυπταν τα έξοδα του σπιτιού και μεγάλωναν εμένα και τη λίγο μικρότερη αδελφή μου» μας λέει. Όταν η Ελλάδα κατέκτησε το Euro αρχές Ιουλίου του 2004 και ακολούθως διοργανώσαμε το ίδιο καλοκαίρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εκείνος ήταν 14 ετών. «Τα θυμάμαι όλα αυτά, αλλά όχι τόσο έντονα όσο θα ήθελα» σημειώνει. Ήταν το τελευταίο πολύ σημαντικό και ευχάριστο γεγονός που του έρχεται στο μυαλό πριν αρχίσουν να πυκνώνουν τα γκρίζα σύννεφα στη ζωή του – και τις ζωές όλων μας.
Μέχρι τότε «λεφτά υπήρχαν», τουλάχιστον φαινομενικά, και δη σε ευρώ αφού από την πρωτοχρονιά του 2002 η χώρα μας είχε εγκαταλείψει τη δραχμή και είχε εισέλθει στην ευρωζώνη με κεντρική ισοτιμία, ένα ευρώ προς 340,75 δραχμές. Ο Κωνσταντίνος ήταν τότε 12 ετών και ετοιμαζόταν να μεταπηδήσει από το δημοτικό στο γυμνάσιο.
Ζητείται 18χρονος με… προϋπηρεσία
Τελείωσε το λύκειο το 2008 και έδωσε εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο, χωρίς να τα καταφέρει, οπότε γράφτηκε σε ιδιωτική σχολή, στον κλάδο τεχνολογίας ποτών και τροφίμων. Δύο χρόνια αργότερα, έχοντας πάρει το πτυχίο του, αναζήτησε μια θέση στην αγορά εργασίας.
«Μας είχαν πει ότι ο συγκεκριμένος τομέας έχει προοπτικές, αλλά στην πράξη δεν το διαπιστώσαμε» υπογραμμίσει, προσθέτοντας ότι ποτέ δεν κατάλαβε αυτούς που του έλεγαν ότι για να τον πάρουν στην επιχείρησή τους θα πρέπει να έχει προϋπηρεσία. «Μα μόλις είχα βγει από τη σχολή, πότε να προλάβω να έχω προϋπηρεσία» αναρωτιέται.
Από τα 750 ευρώ στα 350
Η γενιά του (οι Millennials ή Generation Y, όπως τους αποκαλούν στο εξωτερικό), μόλις εισήλθε στην αγορά εργασίας γεμάτη όνειρα ήρθε αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα. Πριν καλά – καλά ξεκινήσει να δουλεύει η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια, γνωρίζοντας τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Την αποκάλεσαν «γενιά των 700 ευρώ», καθώς τόσος ήταν ο ανώτατος μισθός που θα μπορούσαν να πάρουν μετά την πρώτη επίσκεψη στην Αθήνα των κλιμακίων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Κομισιόν που απάρτιζαν την πολυσυζητημένη τρόικα. Οι ίδιοι, μετέχοντας στις πορείες και στις συγκεντρώσεις των επονομαζόμενων «αγανακτισμένων» εκείνης της εποχής φώναζαν πως «δεν θέλουμε να γίνουμε η γενιά των 700 ευρώ». Και δεν έγιναν, καθότι όταν η χώρα εισήλθε ακόμη βαθύτερα στην κρίση έγιναν τελικά η γενιά των… 350 ευρώ!
Γνώρισαν τι σημαίνει «υποκατώτατος μισθός»
Μάλιστα το 2012 με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που εκδόθηκε σε συνδυασμό με τον νόμο 4046 του ίδιου έτους, ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% για τους εργαζόμενος άνω των 25 ετών, αλλά για όσους ήταν ηλικίας από 18 έως 25 ετών η μείωση ήταν κατά 32%.
Τότε ήταν που μάθαμε ότι εκτός από τον κατώτατο υπήρχε επισήμως πλέον και ο υποκατώτατος μισθός. Παράλληλα καθορίστηκε εκείνη την εποχή ότι τα επιδόματα τριετιών δικαιούνται μόνο (επαναλαμβάνουμε «μόνο») όσοι είχαν συμπληρώσει προϋπηρεσία από 3 έτη και πάνω, έως τον Φεβρουάριο του 2012. Άρα οι νέοι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να δικαιούνται επίδομα τριετίας.
Ανεργία 48,6% και φυγή στο εξωτερικό
Έπρεπε να φθάσουμε στην 1η Φεβρουαρίου 2019, να περάσουν δηλαδή επτά ολόκληρα χρόνια για να εκδοθεί η Υπουργική Απόφαση 4241/127/30-01-2019, βάσει της οποίας ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 10,91% για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και κατά 27,22% για τους εργαζόμενους από 18 έως 25 ετών (κατάργηση του υποκατώτατου μισθού των 511 ευρώ μεικτά).
Οι νέοι της ηλικίας του Κωνσταντίνου, ήταν τότε 29 ετών πλέον και η πλειοψηφία τους δεν είχε να περιμένει πολλά έχοντας ζήσει την ανέχεια των μνημονίων, με το ποσοστό της νεανικής ανεργίας να φθάνει (τέλη του 2015) στο δυσθεώρητο ποσοστό της τάξης του 48,6% σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Αρκετοί ήταν αυτοί που επέλεξαν τη λύση της μετανάστευσης, κάτι που δεν περνούσε ούτε ως σκέψη από το μυαλό πριν από λίγα χρόνια. Από το 2008 έως το 2017 έφυγαν από τη χώρα πάνω από 467.000 Έλληνες, ήτοι το 4,6% του συνολικού πληθυσμού. Σχεδόν το 70% των μεταναστών ηλικίας 25-44 ετών ήταν απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης. Έχοντας τελειώσει πανεπιστήμιο, μεταπτυχιακό και διδακτορικό κάποιοι απ’ αυτούς, διαπίστωσαν ότι κανείς δεν μπορούσε να αξιοποιήσει τα προσόντα τους καθώς οι επιχειρήσεις απέλυσαν κόσμο και έβαζαν λουκέτο. Εννοείται πως η συντριπτική πλειοψηφία όσων έφυγαν στο εξωτερικό δεν ξαναγύρισαν πίσω.
Η επέλαση της πανδημίας
Κι εκεί που τα παιδιά τα οποία έμειναν στον τόπο τους ξεκινούσαν ουσιαστικά από το μηδέν την επαγγελματική ζωή τους και προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν μετά την έξοδο από τα μνημόνια, προέκυψε η πανδημία.
Ο κορονοϊός προκάλεσε νέα ύφεση, παγκόσμιων διαστάσεων, που καλούνταν να αντιμετωπίσουν. Από τις πρώτες επιχειρήσεις που επλήγησαν ήταν αυτές που υπάγονταν στον κλάδο της εστίασης: Εστιατόρια, ταβέρνες αλλά και ακολούθως καφετέριες και νυχτερινά μαγαζιά που απασχολούσαν νέους σε ηλικία υπαλλήλους στο σέρβις – και όχι μόνο.
Σε μια ηλικία που θα έπρεπε να θάλλουν, κλείστηκαν στα σπίτια τους χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να δουν φίλους και γνωστούς, να ερωτευτούν και να απολαύσουν τη συντροφικότητα. Ο φόβος της επιβίωσης είχε μετατραπεί σε φόβο μήπως μολυνθούν από την Covid-19 και με τη σειρά τους μεταφέρουν τον ιό σε αγαπημένα πρόσωπα μεγαλύτερης ηλικίας που μπορεί να χάσουν τη ζωή τους. Είχαν κλειστεί και πάλι στον εαυτό τους.
Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και η ενεργειακή κρίση
Μόλις άρχισε να υποχωρεί η πανδημία κι ήταν έτοιμοι να πάρουν μια «ανάσα», βρέθηκαν αντιμέτωπη με μια νέα μεγάλη δυσκολία, έναν πόλεμο εντός των ευρωπαϊκών συνόρων που έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη χώρα μας. Στις 24 Φεβρουαρίου τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλλαν στην Ουκρανία, στη σημαντικότερη σύγκρουση που έχει βιώσει η γηραιά ήπειρος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι τιμές των καυσίμων εκτοξεύτηκαν στα ύψη συμπαρασύροντας το σύνολο των βασικών καταναλωτικών αγαθών που ανατιμήθηκαν δύο και τρεις φορές, ενώ ο μισθός δεν φθάνει πλέον για να καλύψει ένα άτομο το ενοίκιο και τον λογαριασμό του ρεύματος (για δε αγορά ενός σπιτιού, ούτε λόγος να γίνεται.
Μέχρι δύο γενιές πριν ήταν εφικτή η αγορά ενός διαμερίσματος π.χ. 70 τετραγωνικών μέτρων εάν κάποιος εργαζόταν αδιάλειπτα για περίπου τρεις δεκαετίες. Για τη νέα γενιά αυτό όμως φαντάζει ακατόρθωτο).
Όσοι δεν πρόλαβαν να κάνουν οικογένεια το σκέφτονται δύο και τρεις φορές πλέον, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό επέλεξε να επιστρέψει στην ασφάλεια του πατρικού τους οικήματος. Αν βέβαια είχε καταφέρει να φύγει από αυτό.