Στο οδοιπορικό του «Κωνσταντινούπολη και Ιστανμπούλ, παλιά και καινούρια», ο σημαντικός περιηγητής H.G. Dwight γράφει το 1915: «Η Κωνσταντινούπολη είναι ένας συμβιβασμός, γι’ αυτό και όχι πάντοτε επιτυχημένος».
Κατάφερε πράγματι να συμπυκνώσει σε μία πρόταση όλη την ταραγμένη και τρικυμιώδη ιστορία της πόλης, που την άφησε σήμερα έναν πραγματικό συμβιβασμό, ένα χωνευτήρι λαών, πολιτισμών και θρησκειών.
Μητρόπολη καθώς ήταν διαχρονικά, παραμένει το οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Τουρκίας, μια πυκνοκατοικημένη και πολυπολιτισμική πόλη διατηρώντας πάντα το κύριο χαρακτηριστικό της ως σταυροδρόμι Ασίας και Ευρώπης.
Η Κωνσταντινούπολη φέρει εντός της την άλλοτε ξακουστή και άλλοτε αιματοβαμμένη ιστορία της, καθώς για τα μάτια της πάλευε η ανθρωπότητα από πολύ νωρίς στα χρονικά της.
Και οι μάχες ήταν τέτοιες που η Πόλη καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές.
Πριν περάσει στα ιστορικά χρονικά ως η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της Ευρώπης για 8 αιώνες (5ος-13ος), έχοντας τα τείχη της απαραβίαστα για 900 σχεδόν χρόνια…
Ακριβώς στον μυχό του Κεράτιου Κόλπου, στα στενά του Βοσπόρου, βρήκε ο Βύζας την ιδανική τοποθεσία για να ιδρύσει το Βυζάντιο (ή και Βυζαντίς), την ελληνική αποικία των Μεγαρέων στη Μικρά Ασία περί το 658 π.Χ.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο μάλιστα, η τοποθεσία ήταν γνωστή από ακόμα παλιότερα και ονομαζόταν Λύγος. Ο Στράβωνας βεβαιώνει πως ήταν ο μυθικός γενάρχης των Μεγαρέων αυτός που την ίδρυσε, στα χρόνια του δεύτερου μεγάλου ελληνικού αποικισμού (8ος-6ος αιώνας π. Χ.), υπακούοντας σε έναν χρησμό του Μαντείου των Δελφών.
«Τυφλούς» αποκάλεσε χαρακτηριστικά η Πυθία τους Μεγαρείς, που πήγαν και ίδρυσαν μια πόλη (Χαλκηδόνα) στις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου πριν από 18 χρόνια, χάνοντας το ιδανικό γεωστρατηγικό σημείο που ήταν ακριβώς απέναντι!
Ο Βύζαντας επέστρεψε και θεμελίωσε αυτό που έμελλε να γίνει μία από τις σημαντικότερες πόλεις της οικουμένης στους αιώνες που θα έρχονταν. Το Βυζάντιο έμελλε να ζήσει μεγάλες αλλά και δύσκολες στιγμές.
Ο Παυσανίας βεβαιώνει πως η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια, αποτελώντας κατά τον έλληνα περιηγητή μια από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας.
Κατά την Ιωνική Επανάσταση (499-494 π.Χ.) επανήλθε σε ελληνικά χέρια, όπως έγινε και μετά το τέλος των περσικών πολέμων, που περιήλθε στην εξουσία του σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία, τον θριαμβευτή της Μάχης των Πλαταιών. Πριν τον διώξουν οι Αθηναίοι και την εντάξουν στη Δηλιακή Συμμαχία.
Παρουσία είχε και στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, περνώντας από τους Αθηναίους στους Σπαρτιάτες και πάλι πίσω. Το Βυζάντιο το θέλησε και ο Φίλιππος Β’, δεν κατάφερε ωστόσο να το κατακτήσει παρά την πολιορκία.
Οι Βυζαντινοί συμμάχησαν τελικά με τον Μέγα Αλέξανδρο και διατήρησαν ένα προνομιακό καθεστώς αυτονομίας. Το οποίο δεν έχασαν τηρώντας τις εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στους επιγόνους του μακεδόνα στρατηλάτη.
Από το 279 π.Χ. πλήρωναν ωστόσο βαρύ φόρο στους Γαλάτες…
Το Βυζάντιο κατάφερε να κρατήσει πολλά από τα ιστορικά προνόμιά του κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής. Ο Πλίνιος ο Νεότερος αναφέρει μάλιστα πως ο αυτοκράτορας Τραϊανός το απάλλαξε εντελώς από πολλές εισφορές, αν και το προνομιακό καθεστώς θα έπαιρνε τέλος επί Βεσπασιανού.
Το Βυζάντιο ήταν στα χρόνια του ένατου αυτοκράτορα άλλη μια ρωμαϊκή επαρχία. Το ξαναβρίσκουμε λίγο αργότερα, στον ρωμαϊκό εμφύλιο μεταξύ Σεπτίμιου Σεβήρου και Πεσκένιου Νίγηρα, όταν πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε από τον πρώτο (196 μ.Χ.), έπειτα από τριετή μάχη και ολοκληρωτική καταστροφή του.
Ο Αύγουστος Σεβήρος δεν θα άφηνε βέβαια την πόλη της ευαίσθητης γεωστρατηγικής σημασίας ισοπεδωμένη. Αφού τιμώρησε σκληρά τους κατοίκους που είχαν ταχθεί στο πλευρό του αντιπάλου του, επιδόθηκε σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση του Βυζαντίου.
Τόσο ριζική ανακατασκευή που έμελλε να ολοκληρωθεί τελικά από τον γιο του, Αντωνίνο. Τα νέα τείχη της πόλης ήταν πολύ καλύτερα, αλλά και η έκτασή της διπλάσια. Τώρα είχε λουτρά, θέατρο, ιπποδρόμιο, ακόμα και στρατηγείο.
Ο Σεβήρος ονόμασε την πόλη Αυγούστα Αντονίνα, προς τιμήν του γιου του. Παρά το γεγονός ότι ο γιος του Βαλεριανού, Γαλλιηνός, κατέστρεψε τμήμα των οχυρώσεών της και δέχτηκε πολλές επιδρομές από εχθρικές φυλές, όπως οι Γότθοι, η πόλη έμενε πάντα ζωντανή.
Ήταν άλλη μια εμφύλια αναταραχή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αυτή τη φορά οι μάχες του γιου του Φλάβιου Βαλέριου Κονστάντιου με τους αυτοκράτορες Μαξέντιο και Λικίνο που θα έφερναν τον Κωνσταντίνος Α’ στο Βυζάντιο. Όταν νίκησε δηλαδή τον Λικίνιο στη Χρυσούπολη και ο τελευταίος κατέφυγε για ασφάλεια στην πόλη.
Ο Κωνσταντίνος την πολιόρκησε και την κατέλαβε τον Σεπτέμβριο του 324 μ.Χ. Εντυπωσιάστηκε κι αυτός από τα φυσικά χαρίσματά της και τη γεωπολιτική της σημασία, κι έτσι την έκανε πρωτεύουσά του. Η Κωνσταντινούπολη είχε μόλις γεννηθεί.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος διεύρυνε τα όριά της και της χάρισε τέτοια μεγαλοπρέπεια που στα επίσημα εγκαίνια της πόλης, τον Μάιο του 330 μ.Χ., έφτασε να την αποκαλέσει «Νέα Ρώμη» (Nova Roma)!
Ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός μάς παραδίδει μάλιστα πως η ονομασία Νέα Ρώμη δεν ήταν καθόλου συμβολική, καθώς κατοχυρώθηκε με αυτοκρατορικό διάταγμα. Αν και δεν θα επικρατούσε τελικά.
Η πόλη ήταν εξαπλάσια πια σε σχέση με τα ιστορικά όριά της και είχε δική της Σύγκλητο, διοικητικά κτίρια, ανακτορικά οικοδομήματα, λουτρά, ιππόδρομο και το λαμπρό Αυγουσταίον.
Ο Κωνσταντίνος μετέφερε στην πρωτεύουσά του ακόμα και τον Τρικάρηνο Όφι, τον Τρίποδα των Πλαταιών που βρισκόταν στους Δελφούς τιμώντας τους πεσόντες στην ιστορική μάχη. Μεγαλοπρεπής και απαστράπτουσα, η Κωνσταντινούπολη ήταν ήδη χωνευτήρι.
Είχε εκκλησίες αλλά και παλιούς παγανιστικούς ναούς. Είχε ρωμαϊκά κτίρια, αλλά και κλασικά αρχιτεκτονήματα. Ήταν πράγματι μια Νέα Ρώμη, σε όρους δέους και πλούτου. Μια Νέα Ρώμη η δυναμική της οποίας δεν μπορούσε να ανακοπεί. Η Πόλη μεγάλωνε συνεχώς και εξελισσόταν σε πραγματικό επίκεντρο της αυτοκρατορίας.
Το αρχαίο Βυζάντιο θα ζούσε ένδοξες στιγμές κατά τη ρωμαϊκή ιστορία του για περισσότερο από 1.000 χρόνια. Ακόμα και όταν άλλα τμήματα της αυτοκρατορίας θα κατέρρεαν.
Η ανατολική πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα γινόταν από τα τέλη του 5ου αιώνα η πρωτεύουσα της (Ανατολικής Ρωμαϊκής) Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επιβιώνοντας ως τα μέσα του 15ου αιώνα…
Η Κωνσταντινούπολη θα μείνει ιστορικά γνωστή ως η έδρα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η φημισμένη Επτάλοφος, η Βασιλεύουσα, θεμελιώνεται σταθερά από τους Βυζαντινούς, που προσφέρουν ακόμα και δωρεάν άρτο (panes aedium) στους πολίτες που αποφασίζουν να εγκατασταθούν εκεί.
Στα βυζαντινά χρόνια η ολοένα και πιο χριστιανική Κωνσταντινούπολη δεν γνώρισε απλώς μια πρωτοφανή πληθυσμιακή έκρηξη, αλλά και μια μεγαλοπρέπεια που ξεχείλιζε.
Η Πόλη, όπως άρχισαν να την αποκαλούν ήδη από τον 5ο αιώνα, έγινε συνώνυμο της αστικής ευμάρειας, ένα πραγματικό χωνευτήρι εθίμων και τέχνης, Δύσης και Ανατολής.
Επί Θεοδόσιου Β’ επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο, γνωρίζοντας μια απαράμιλλη ανάπτυξη που έμελλε μάλιστα να γίνει ακόμα πιο εντυπωσιακή στα χρόνια του Ιουστινιανού Α’. Ο Ιουστινιανός ο Μέγας θεμελίωσε εξάλλου και το διαχρονικό σύμβολο της πόλης, την Αγιά-Σοφιά.
Μοναδική παραφωνία στη βυζαντινή κληρονομιά της, το βραχύβιο πέρασμα στα χέρια των Λατίνων το 1204. Η Λατινική Αυτοκρατορία (Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης), που δημιουργήθηκε από τους Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας μέχρι και το 1261, άφησε στην Πόλη πολύ βαρύ το στίγμα της.
Ήταν μια άνευ προηγουμένου λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, η οποία χρειάστηκε χρόνια ολόκληρα για να ολοκληρωθεί. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας ήταν ο νέος αυτοκράτορας που κάθισε στον θρόνο της Βασιλεύουσας, εγκαινιάζοντας την πιο καταστροφική της περίοδο.
Όταν την επανέκτησε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, έπρεπε ουσιαστικά να την ξαναχτίσει. Η Κωνσταντινούπολη άλλαξε για μια ακόμα φορά πρόσωπο, μόνο που δεν θα ήταν το τελευταίο.
Οι Παλαιολόγοι δεν κατάφεραν να της ξαναδώσουν την παλιά της αίγλη, η αυτοκρατορία ήταν αποδυναμωμένη πια και συρρικνωνόταν διαρκώς. Η παρακμή που επέφεραν οι Λατίνοι, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση των Βυζαντινών, την πολιτική αστάθεια και τις εμφύλιες έριδες, της αποστέρησαν τον ζηλευτό χαρακτήρα που είχε εδώ και αιώνες.
Ακόμα κι έτσι όμως, τα θεόρατα τείχη της (Θεοδοσιανά) την κράτησαν ζωντανή από τις επιθέσεις. Ως τον Απρίλιο του 1453 τουλάχιστον…
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον νεαρότατο Μωάμεθ Β’ τελεσφόρησε έπειτα από 7 εβδομάδες. Τα απόρθητα τείχη της δεν μπόρεσαν να τη σώσουν. Η άλωση της 29ης Μαΐου 1453 ερχόταν να μεταμορφώσει για άλλη μια φορά την Πόλη.
Ο οθωμανός σουλτάνος βρήκε την Κωνσταντινούπολη με μόλις 50.000 κατοίκους, ίσως και λιγότερους, εκεί που κάποτε έσφυζε από ζωή και μετρούσε πληθυσμό της τάξης των 500.000.
Όπως και οι βυζαντινοί προκάτοχοί του, θέλησε να την ξαναδεί γεμάτη. Αυτός δεν έδωσε όμως προνόμια, παρά παρήγγειλε να εγκατασταθούν εδώ με τη βία πάνω από 5.000 οικογένειες (σουργούνιδες).
Τη μεγαλοπρέπειά της, μια άλλη πια μεγαλοπρέπεια, θα την ξανάβρισκε η πόλη έναν αιώνα αργότερα. Ήταν ο δέκατος σουλτάνος, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, αυτός που θα αποφάσιζε να αναδιαρθρώσει την Πόλη με τρόπο που να διαπνέεται πια από τις αρχές και το πνεύμα του Ισλάμ.
Χαρακτήρα ιερής μουσουλμανικής πόλης αποζητούσε για την Κωνσταντινούπολη και το πέτυχε με πλήθος μεγαλόπρεπων τζαμιών, παλατιών και θρησκευτικών κτιρίων. Το Τοπ Καπί και το φημισμένο Τέμενος Σουλεϊμανιγιέ ανεγέρθηκαν στα χρόνια του.
Ο Σουλεϊμάν προσυπέγραψε το απόγειο της αίγλης της στα οθωμανικά χρόνια, με ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εποικισμού και ανοικοδόμησης που την έφτασαν ξανά στο μισό εκατομμύριο κατοίκους.
Το καθεστώς της λαμπρότητας δεν θα μπορούσε να μην το διατηρήσει η Κωνσταντινούπολη στα επόμενα χρόνια. Ήταν εξάλλου η πρωτεύουσα μιας κραταιάς αυτοκρατορίας, μια πόλη επιβλητική και αξιοζήλευτη. Αν και τελείως διαφορετική από ό,τι την ήξεραν άλλοτε οι Βυζαντινοί.
Ακόμα και οι Οθωμανοί ωστόσο δεν σκέφτηκαν ποτέ να αλλάξουν το όνομά της. Για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε να έρθουν οι Νεότουρκοι του Κεμάλ στα πράγματα το 1908, να εκθρονίσουν τον τελευταίο σουλτάνο και να καταλάβουν την Πόλη.
«Πόλη» την έλεγαν όλοι από τον 5ο αιώνα, ένας όρος που είχε επικρατήσει ευρύτερα ως και τον 10ο αιώνα. «Μπουλίν» την έγραφαν χαρακτηριστικά οι άραβες γεωγράφοι. Οι μόνοι που την έλεγαν «Ιστάνμπουλ» ήταν οι Σελτζούκοι, επιστρατεύοντας κι αυτοί ακόμα το ελληνικό «εις την Πόλην».
Η Κωνσταντινούπολη παρέμενε τόσο σημαντική εδώ και τόσους αιώνες που όλοι καταλάβαιναν ποια ακριβώς ήταν η Πόλη. Οι Οθωμανοί την είπαν «Ιστανμπούλ» σε φιρμάνι του 1760, θέλοντας αυτό να είναι το επίσημο όνομά της, κάτι που έμεινε ωστόσο μόνο στα χαρτιά.
Έπρεπε να φτάσουμε στον 20ό αιώνα, στον Μάρτιο του 1930 συγκεκριμένα, για να μετονομαστεί από την Τουρκική Δημοκρατία σε Ιστανμπούλ. Λίγα χρόνια πρωτύτερα, το 1923, η τουρκική εθνοσυνέλευση επέλεξε την Άγκυρα ως πρωτεύουσα της νεόκοπης Τουρκικής Δημοκρατίας, ώστε να απομακρυνθεί από την οθωμανική κληρονομιά.
Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν τώρα πρωτεύουσα κράτους. Για πρώτη φορά εδώ και 1.600 χρόνια…