Στις 11 Απριλίου του 2022 οι followers του πιο γνωστού και επιτυχημένου στα χρονικά Έλληνα ορειβάτη, Αντώνη Συκάρη, τον άκουγαν με σπασμένη φωνή και πολύ έντονα ασθμαίνοντας, να στέλνει το νικητήριο μήνυμα της κατάκτησης της κορυφής του Νταουλαγκίρι στα Ιμαλάια, στα 8.167 μέτρα.
Στο τέλος ο Αντώνης έλεγε: «Θέλω να αφιερώσω αυτή την κορυφή σε όλους τους Έλληνες. Σας αγαπώ όλους. Γειά σας». Την ώρα που ο κορυφαίος μας ορειβάτης έστελνε αυτό το μήνυμα μέσα από δορυφορικό τηλέφωνο η γυναίκα του στην Ελλάδα το ηχογραφούσε. Όταν ο Συκάρης αναφέρεται στην λατρεμένη του εγγονή η κα Καλλιόπη κλαίει από την συγκίνηση και εμείς το ακούμε. Όπως και τη φωνή της εγγονής του της Ίριδας, στο βάθος.
Αν ακούσει κάποιος σήμερα, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του, αυτό το μήνυμα ξανά, θα το νιώσει ως αποχαιρετιστήριο. Η κα Καλλιόπη άλλωστε δήλωσε σε μια τηλεοπτική εκπομπή πως η ίδια κατάλαβε από τη φωνή του πως ερχόταν το τέλος. Τελικά, ο κορυφαίος αλπινιστής, ενώ βρισκόταν σε υψόμετρο 7.400 μέτρων, στις 4 τα ξημερώματα, έχασε τη ζωή του στα 60 του χρόνια από έλλειψη πρόσθετου οξυγόνου αλλά και από την τεράστια σωματική κούραση που είχε υποστεί.
Καθ’ οδόν για την κατάκτηση των εξωπραγματικών κορυφών, ο Συκάρης έστελνε πάντα μηνύματα, φωτογραφίες και video στην οικογένεια του για να τα διοχετεύει η τελευταία στα δραστήρια social media του ακόμα πιο δραστήριου ορειβάτη. Για όλους εμάς πίσω στην γη, αυτά τα δορυφορικά μηνύματα είχαν κάτι από αυτά τα ακόμα πιο απόκοσμα που στέλνουν οι αστροναύτες – το δέος όλων αυτών των ανθρώπων για όσα αντικρίζουν γύρω τους περνάει ατόφιο και χειροπιαστό μέσα από καλώδια και κεραίες.
Το 2018 ο Συκάρης μαζί με τον 26χρονο τότε, ταλαντούχο ορειβάτη και αστυνομικό στο επάγγελμα, Φώτη Θεοχάρη, έγιναν οι πρώτοι Έλληνες που κατέκτησαν την Κανγκτσεντζούνγκα (Kangchenjunga) τη δυσκολότερη κορυφή των Ιμαλαίων, με ύψος 8.586 μέτρα, ανάμεσα σε Νεπάλ και Ινδία. Λίγες ημέρες μετά τον απροσδόκητο θάνατο του φίλου του και σχοινοσύντροφου του (όπως αποκαλούνται οι ορειβάτες μεταξύ τους), ο οποίος προκάλεσε μεγάλη θλίψη κα συγκίνηση σε όλη την Ελλάδα, συναντήσαμε τον Φώτη Θεοχάρη και μας μίλησε για την κοινή τους πορεία αλλά και για τις τεράστιες δυσκολίες των αδάμαστων βουνών.
Φώτη πως γνωρίστηκες με τον Αντώνη Συκάρη;
Ορειβατώ από 16 χρονών. Το 2017, όταν ήμουν 26, έκανα κάποια στιγμή μια ανάρτηση στο facebook για το Νταουλαγκίρι- το βουνό που έχασε τη ζωή του ο Αντώνης. Έγραφα πόσο πολύ θέλω να το ανέβω. Ο Αντώνης μου έστειλε μήνυμα στο facebook και με κάλεσε σπίτι του να γνωριστούμε. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και να δοκιμάζουμε αναρριχήσεις στην Ελλάδα για να δούμε πως είμαστε μαζί στο βουνό. Αφού επιβεβαιώθηκε ότι «το έχω» αρχίσαμε τις αναρριχήσεις και στο εξωτερικό. Όταν ο Αντώνης ανέβηκε το Έβερεστ, ομάδες και οι χορηγοί τον προσέγγισαν για να ανέβει και το Κανγκτσεντζούνγκα. Με προσκάλεσε να πάω μαζί του. Κάναμε προετοιμασία στα ελληνικά βουνά και εντατική γυμναστική. Στο Νεπάλ, επί δύο μήνες ήμασταν κάθε μέρα μαζί. Τελικά, μαζί φτάσαμε και στην κορυφή. Το βουνό που ανεβήκαμε είναι το δεύτερο δυσκολότερο, άνω των 8.000 μέτρων, στον κόσμο.
Πώς ήταν σαν άνθρωπος; Πώς ήταν εκείνες οι μέρες που ήσασταν συνέχεια μαζί;
Αυτό που ήθελε να κάνει ο Αντώνης, το έκανε. Ήταν όμως πάντα εύχαρος, με το χαμόγελο, με τα αστεία του. Και φυσικά μου έκανε και μάθημα. Είχε την διπλάσια ηλικία από εμένα. Οτιδήποτε έλεγε το ρουφούσα σαν σφουγγάρι. Είχε το στυλ του δασκάλου αλλά ήταν και πολύ φιλικός. Στο βουνό γίναμε φίλοι αληθινοί. Πολύ δυνατό συναίσθημα. Όταν περνάς τόσο δύσκολα πράγματα σε τόσο ιδιαίτερες συνθήκες και σε ενώνει το βουνό, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, δημιουργούνται δυνατοί δεσμοί. Έπαιρνες πολλά από αυτόν και μόνο με το να παρατηρείς πως κινείται. Έπαιρνες όμως και ψυχολογική και ηθική υποστήριξη. Είχαμε καλή χημεία μεταξύ μας σε στιγμές δύσκολες, όταν τα βασικά που επικρατούν είναι η κακουχία και το ψυχολογικό βάρος ότι είσαι μακριά από τους δικούς σου ανθρώπους. Αυτές τις στιγμές, ο Αντώνης σε έκανε να περνάς όμορφα. Εκεί στο βουνό μιλήσαμε πολύ για τη ζωή μας.
Τι αποτύπωμα σου άφησε αυτό;
Μου έκανε φοβερή εντύπωση πόσο δεμένος ήταν με την οικογένεια του. Πόσο πολύ τους αγαπούσε. Και ποσό πολύ τον αγαπούσαν και εκείνοι, ο γιος, του η κόρη του, η γυναίκα του, η μητέρα του….Του έλεγαν συνέχεια: «πρόσεχε», «είμαστε μαζί σου», «σε αγαπάμε». Ο Αντώνης ήταν πρότυπο οικογενειάρχη και δεν το λέω με τη συντηρητική έννοια. Ως νεότερος που ήμουν, μου άρεσε να ακούω έναν άνθρωπο με τα διπλάσια χρόνια από εμένα, με παιδιά στην ηλικία μου, παντρεμένο επί τόσα πολλά χρόνια, να είναι τόσο αληθινά χαρούμενος με την οικογένεια του. Τον έβλεπα και λίγο σαν πατέρα, δεν το κρύβω.
Πώς ήταν όταν φτάσατε μαζί στη κορυφή;
Αγκαλιαστήκαμε, κλαίγαμε και μόλις κάπως συνήλθαμε πήραμε τους δικούς μας τηλέφωνο από τα δορυφορικά τηλέφωνα. Μου έλεγε συνέχεια: «τα καταφέραμε, τα καταφέραμε, τα καταφέραμε». Τον πρόσεχα λίγο εκεί στην κορυφή γιατί ήταν κάπως πιο κουρασμένος από εμένα αφού ως μεγαλύτερος έπρεπε να καταβάλει λίγη περισσότερη προσπάθεια. Μου έρχονται τώρα ξανά όλες αυτές οι μνήμες. Άλλωστε, δεν έχει σημασία η ποσότητα του χρόνου αλλά η ποιότητα. Μέσα σε αυτούς τους δύο μήνες δεθήκαμε σαν να ήμασταν φίλοι χρόνια. Πολλές φορές, όταν ανεβαίναμε το βουνό βάζαμε μουσική σε ένα ηχειάκι Bluetooth που είχα μαζί μου. Εγώ έβαζα συνέχεια Βασίλη Καρρά που είναι ο αγαπημένος μου και ο Αντώνης μου ζήταγε τραγούδια του Βασίλη Καζούλη που του άρεσε πολύ. Τραγουδούσαμε μαζί και ανεβαίναμε.
Πώς ένιωσες όταν έμαθες για τον θάνατο του;
Δεν μου άρεσε ο τρόπος που έφυγε. Είναι πολύ τραγικός. Δεν τον χτύπησε μια χιονοστιβάδα, δεν έφυγε από μια πτώση βράχου, δεν έπεσε στο κενό. Δεν έφυγε από έναν αντικειμενικό κίνδυνο του βουνού. Έφυγε είτε από λάθος τακτική εγκλιματισμού, πολύ γρήγορο δηλαδή εγκλιματισμό, το οποίο το θεωρώ και αρκετά πιθανό σενάριο, είτε από λάθος στα logistics της διαχείρισης οξυγόνου. Θεωρώ πως ο Αντώνης ανέβηκε γρήγορα σε αυτό το βουνό και αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κούραση του σε συνδυασμό με την έλλειψη του πρόσθετου οξυγόνου. Για λίγο το έκανα εικόνα, τον σκέφτηκα εκεί. Και το σκέφτηκα γιατί έχω βρεθεί και εγώ στη «ζώνη θανάτου» (σ,σ η περιοχή πάνω από τα περίπου 8.000 μέτρα, εκεί όπου η ατμοσφαιρική πίεση είναι περίπου στο 1/3 απ’ ότι στο επίπεδο της θάλασσας, άρα και το διαθέσιμο οξυγόνο είναι μειωμένο περίπου κατά 2/3). Ξέρω πως είναι να είσαι εκεί και να τελειώνει το οξυγόνο. Είναι σαν να τρέχεις πολύ γρήγορα, αλλά να αναπνέεις μέσα από ένα στενό καλαμάκι. Απλώς δεν γίνεται. Με στεναχωρεί το να έζησε έναν βασανιστικό θάνατο, έναν θάνατο μη ακαριαίο. Και αυτό που λένε ότι πέθανε εκεί όπου αγαπούσε, εγώ ως Φώτης, ως ορειβάτης, λέω πως δεν πάμε στα βουνά για να πεθάνουμε εκεί. Στα βουνά πηγαίνουμε για να περάσουμε όμορφα. Το ξέρουμε ότι θα ταλαιπωρηθούμε αλλά ξέρουμε και πως θα το ευχαριστηθούμε. Κανένας δεν θέλει να πεθάνει αναπάντεχα και βασανιστικά. Αν έχεις βρεθεί εκεί ψηλά, σε αυτές τις ζώνες, αυτό που πέρασε ο Αντώνης σε ταρακουνά. Το πρωί που μαθεύτηκε ο θάνατός του, πήρα τηλέφωνο την μητέρα μου και άρχισε να κλαίει. Είχα πάει τον Αντώνη να την γνωρίσει. Ο Αντώνης της είχε υποσχεθεί το εξής: «μην φοβάσαι, θα τον προσέχω».
Δεν πάτε στα βουνά για να πεθάνετε, πηγαίνετε όμως γνωρίζοντας ότι θα μπείτε σε αυτό που αποκαλείται «ζώνη θανάτου»
Και τροχαία δυστυχήματα γίνονται κάθε μέρα, αλλά κάθε μέρα οδηγούμε και βγαίνουμε στους δρόμους. Με ένα παπάκι στο κέντρο της Αθήνας να είσαι την ώρα που σχολάνε όλοι, δεν είσαι μέσα σε μια ζώνη θανάτου;
Μια μερίδα κόσμου είπε ότι ο Αντώνης πέθανε εκεί όπου αγαπούσε και άλλη μια υποστήριξε ότι ίσως να μην έπρεπε να πάει σε αυτό το βουνό, σε αυτή την ηλικία. Τι λες για όλα αυτά;
O Αντώνης ούτε άπειρος ήταν, ούτε πολύ μεγάλος σε ηλικία. Αθλούνταν εντατικά, πρόσεχε την διατροφή του, το σώμα του μόνο εξηντάρη δεν ήταν. Σε δύναμη και σε αντοχή ήταν σαν τριαντάρης. Είχε εμπειρία στα ψηλά βουνά και είχε εμπειρία και με το συγκεκριμένο βουνό, το οποίο έχει επισκεφτεί άλλες τρεις φορές. Στο συγκεκριμένο μάλιστα είχε χάσει και δύο φίλους τους Έλληνες ορειβάτες (σ.σ τον Νίκο Παπανδρέου το 1998 και τον Παναγιώτη Τσουπρά την ίδια χρονιά). Αυτοί που εκφράζουν γνώμες, το κάνουν από τον υπολογιστή και το κινητό τους, όχι από το βουνό όπου πηγαίνουμε εμείς. Η οικογένεια του Αντώνη τον στήριζε πλήρως σε αυτά που έκανε. Όσο για το τι συνέβη τελικά με το πρόσθετο οξυγόνο θα το μάθουμε υποθέτω τις επόμενες μέρες. Εικασίες μπορούμε να κάνουμε πολλές. Μπορεί να χάλασε η βαλβίδα ροής οξυγόνου. Υπάρχουν ορειβάτες που έχασαν τη ζωή τους από άδειες ή χαλασμένες μπουκάλες. Ή μπορεί να μην υπολόγισε καλά o Αντώνης πόσο οξυγόνο θα χρειαζόταν ακόμα μαζί και με τη δεδομένη κούραση του, στην επιστροφή. Αυτός που μπορεί να μας πει τα πιο διαφωτιστικά είναι ο σέρπα του (σ.σ ο αχθοφόρος. Οι Σέρπα είναι ξακουστός ορεινός λαός του Νεπάλ. Πολλοί Σέρπα εργάζονται ως οδηγοί των ορειβατών, μιας και είναι αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα από όλους τα Ιμαλάια). Αν και ξέρεις, σε αυτές τις χώρες όπου βρίσκονται οι ψηλότερες κορυφές του κόσμου- Νεπάλ, Πακιστάν, Ινδία, οι ντόπιοι δεν δίνουν και πολύ βάση σε αυτά τα γεγονότα, τα έχουν συνηθίσει. Αν είναι να πεθάνεις στο βουνό, πέθανες. Έτσι το σκέφτονται.
Είχε «κολλήσει» να το κατακτήσει αυτό το βουνό ο Συκάρης; Τέταρτη φορά το επισκέπτονταν.
Το τραγικό είναι ότι άφησε τιμητικές πλακέτες για τους δύο στενούς του φίλους που έχασαν τη ζωή τους εκεί. Σε κάθε μεγάλο βουνό υπάρχει ένα μνημείο νεκρών με πλακέτες και φωτογραφίες ορειβατών. Τελικά χάθηκε και ο Αντώνης εκεί. Ο Συκάρης είχε βάλει στόχο ζωής να κάνει τις 14 «οκτάρες», τις κορυφές δηλαδή που είναι πάνω από 8.000 μέτρα και βρίσκονται όλες σε Ιμαλάια και Πακιστάν. Είχε κάνει κάποιες και φέτος το καλοκαίρι υπολόγιζε να κάνει και αρκετές άλλες από αυτές. Το παιχνίδι με τις οκτάρες όμως, είναι μια ρώσικη ρουλέτα. Όσο αυξάνει ο βαθμός δυσκολίας μιας κορυφής τόσο μεγαλύτερος είναι και ο κίνδυνος να χάσεις το παιχνίδι. Καμιά φορά η επιτυχία σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι είσαι άτρωτος. Ο Αντώνης βέβαια είχε τα πατήματα του. Τελικά το βουνό το ανέβηκε. Όμως, ο ίδιος με έμαθε ότι το κατέβασμα είναι ακόμα πιο σημαντικό. Ο δρόμος για την κορυφή είναι το πρώτο εύκολο μισό. Το κατέβασμα όπου έχεις ήδη κουραστεί πολύ είναι το δεύτερο, πιο δύσκολο, μισό. Πρέπει να έχεις υπολογίσει πολύ καλά τις δυνάμεις και τις αντοχές που θα χρειαστείς για την επιστροφή.
Εσύ ένιωσες άτρωτος όταν ανέβηκες στην κορυφή του Κανγκτσεντζούνγκα;
Ναι, ένιωσα, αλλά μου έφυγε πολύ γρήγορα αυτό το ωραίο συναίσθημα. Μου έφυγε ήδη από το κατέβασμα. Είχα ένα χαρακτηριστικό ατύχημα. Κατεβαίνοντας, μεταξύ camp 2 και camp 1 έπεσα πάνω σε ένα ρήγμα πάγου όπου έπρεπε να το διασχίσω μέσα από τρεις, δεμένες μεταξύ τους, σκάλες και δυο σχοινιά. Την ώρα που πήγα να διασχίσω τις σκάλες, κόπηκαν στη μέση. Κρατήθηκα από τα σχοινιά και έμεινα στο κενό να αιωρούμαι. Ήμουν μόνος μου. Κατάφερα να φτάσω στο χείλος του ρήγματος, να ανέβω, να πάρω πολλές ανάσες… ζωής και να καταλάβω πόσο τρωτοί είμαστε τελικά ανά πάσα ώρα και στιγμή. Κατάλαβα ακόμα πως τίποτα δεν έχει τελειώσει όταν ανέβεις μια κορυφή.
Εσένα ως ορειβάτη δεν σε ενδιαφέρουν οι υψηλότερες και πιο δύσκολες κορυφές στον κόσμο;
Ο Αντώνης αφιερώθηκε στα πιο ψηλά βουνά του κόσμου. Οι αποστολές αυτές χρειάζονται πολλά χρήματα για να τις πραγματοποιήσεις, κυνήγι χορηγών κτλ. Ο Αντώνης είχε υπάρξει επιτυχημένος επιχειρηματίας, μπορούσε να το υποστηρίξει όλο αυτό το όνειρο. Εγώ με έναν απλό μισθό αστυνομικού δεν μπορώ να τα κάνω όλα αυτά. Πέρυσι, πήγα στο Πακιστάν, σε μια προσπάθεια να ανέβω δύο βουνά, το Κ2 και το Μπροντ Πικ. Δεν κατάφερα να ανέβω σε κανένα. Είμαι όμως περήφανος που δεν τα κατάφερα και θα σου εξηγήσω γιατί. Στο Μπροντ Πικ προσπάθησα να ανέβω ολομόναχος, κουβαλώντας εγώ τις τρεις μπουκάλες οξυγόνου γιατί ο δικός μου σέρπα είχε κουραστεί και δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο. Όταν έφτασα στα 7.600 μέτρα μαζί και με μέλη άλλων αποστολών είδαμε ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος χιονοστιβάδας και αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Στο Κ2, πάλι, έμεινα μόνο στο στάδιο του εγκλιματισμού, διότι πέθανε ένας φίλος μου στην αποστολή, από χτύπημα χιονοστιβάδας και φυσικά το εγχείρημα ακυρώθηκε. Τι είναι τελικά αναρωτήθηκα και συνεχίζω να αναρωτιέμαι τώρα, η επιτυχία; Και να μην ανέβεις ως την κορυφή, αν σου έχουν συμβεί τα παραπάνω, αλλά έφτασες ως το βουνό, και αυτό επιτυχία είναι.
Θυμάσαι μια φράση, μια συμβουλή που σου έλεγε συχνά ο Συκάρης;
Κάθε φορά, όταν τελείωνε μια αναρρίχηση, όσο μικρή και αν ήταν αυτή μου έλεγε πάντα: «επιζήσαμε». Το έλεγε γελώντας αλλά το εννοούσε. Για την πιο απλή αναρρίχηση στο βουνό να ξεκινήσεις, αναλαμβάνεις ένα ρίσκο. Θυμάμαι όταν επιστρέψαμε στο base camp στο Κανγκτσεντζούνγκα, μετά την κατάκτηση της κορυφής του είπα εγώ: «τελικά όντως επιζήσαμε, εντάξει». Ο γενικός κανόνας όμως του Αντώνη ήταν ο εξής: η αποστολή είναι ένα μακρύ ταξίδι που αρχίζει όταν βγεις από το σπίτι και τελειώνει όταν μπεις ξανά μέσα σε αυτό.
Τα δικά σου σχέδια ποια είναι;
Στις 28 Μαΐου φεύγω για το βουνό Alpa Mayo στο Περού στα 5.947 μέτρα. Είναι ένα τεχνικό βουνό, καθαρή αναρρίχηση. Θα ήθελα και εγώ να κυνηγήσω «οκτάρες» κορυφές αλλά με εμποδίζει το οικονομικό κομμάτι σε αυτή τη φάση. Δεν απογοητεύομαι όμως, θα το καταφέρω. Θέλω να πηγαίνω σε βουνά που για εμένα είναι στη σφαίρα του εφικτού. Στόχος μου είναι όσο ζήσω να ανέβω σε όσα περισσότερα βουνά μπορώ, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, μικρότερα και μεγαλύτερα.
- Ο Αντώνης Συκάρης είχε ορειβατική εμπειρία 32 ετών, είχε συμμετάσχει σε 66 ορειβατικές αποστολές σε όλο τον κόσμο και 615 ορειβατικές και αναρριχητικές διαδρομές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ήταν ο μοναδικός Έλληνας που έχει σκαρφαλώσει 5 από τις 14 οκτάρες κορυφές της γης του κορυφαίου ορειβατικού project Grand slam. Γεννήθηκε το 1962 και με τη σύζυγό του Καλλιόπη Κόνη είχαν δύο παιδιά, την Βιολέτα και τον Γιάννη, ενώ είχαν και μια εγγονή, την Ιριδα. Το 1976 ίδρυσε την ομώνυμη αλυσίδα καταστημάτων ηλεκτρικών συσκευών «ΣΥΚΑΡΗΣ», με 28 σημεία πώλησης και 400 εργαζόμενους. Από το 2006 ήταν CEO της εταιρείας ΑΛΠΙ Α.Ε , με δραστηριότητες – Real Estate, Self Storages, Student Residences, Energy Production. Από το 1991 ήταν μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Ορειβατών ΣΕΟ και της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης ΕΟΟΑ.
- Οι φωτογραφίες του θέματος είναι από το προσωπικό αρχείο του Φώτη Θεοχάρη