Τον Τζον ΜακΝτόνελ, έναν σκληροπυρηνικό αριστερό, πρώην υψηλόβαθμο συνδικαλιστή, ο οποίος έχει ταχθεί υπέρ της επανακρατικοποίησης της τραπεζών και της επιβολής υψηλότερων φόρων στους πλούσιους, όρισε ως σκιώδη υπουργό Οικονομικών ο νεοεκλεγείς ηγέτης των Εργατικών στη Βρετανία Τζέρεμι Κόρμπιν.

Μετά την εκλογή του στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας το Σάββατο, ο Κόρμπιν όρισε τα βασικά μέλη της σκιώδους κυβέρνησής του, συμπεριλαμβανομένου και του ΜακΝτόνελ.

Ο ΜακΝτόνελ, ο οποίος στον κατάλογο Who’s Who των ανθρώπων με ιδιαίτερη επιρροή περιλαμβάνει στα ενδιαφέροντά του τη «γενικότερη ενθάρρυνση της ανατροπής του καπιταλισμού», είναι πιθανόν να αυξήσει τις ανησυχίες των μελών των Εργατικών ότι το κόμμα ίσως να μην είναι σε θέση να κερδίσει στις εκλογές του 2020.

Ο ΜακΝτόνελ, 64 ετών, ήταν διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας του Κόρμπιν και επιβραβεύθηκε με το να οριστεί επικεφαλής της επίθεσης των Εργατικών κατά του υπουργού Οικονομικών των Συντηρητικών Τζόρτζ Όζμπορν.

«Θα επιδιώξουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε, όχι απλά να αποτρέψουμε τη νομοθεσία των Τόρις, όχι απλά να αποτρέψουμε τις επιθέσεις στην κοινότητά μας – θέλουμε να ρίξουμε αυτή την κυβέρνηση», δήλωσε ο ΜακΝτόνελ το Σάββατο απευθυνόμενος σε υποστηρικτές του.

Η σαρωτική νίκη του Κόρμπιν σηματοδότησε μια δραματική στροφή προς τα αριστερά για το δεύτερο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της Βρετανίας.

Η ανάδειξή του προκάλεσε αναταραχή στο εσωτερικό των Εργατικών, αλλά ο ίδιος ο Κόρμπιν κέρδισε την συντριπτική υποστήριξη των ακτιβιστών του κόμματος αποκηρύσσοντας τις πολιτικές λιτότητας της συντηρητικής κυβέρνησης και τη φιλική προς τις επιχειρήσεις συναινετική στάση του πρώην πρωθυπουργού των Εργατικών Τόνι Μπλερ.

Αντίθετα, ο Κόρμπιν εξήγγειλε φορολόγηση των πλουσίων, τύπωμα χρήματος, πυρηνικό αφοπλισμό, έξοδο της Βρετανίας από το ΝΑΤΟ και ασάφεια σχετικά με την παραμονή της χώρας στην ΕΕ.

Ο ΜακΝτόνελ, που έχει δύο φορές κατέβει ανεπιτυχώς ως υποψήφιος ηγέτης των Εργατικών, τάσσεται υπέρ της δημόσιας ιδιοκτησίας του τραπεζικού συστήματος προκειμένου το κράτος να λάβει τον έλεγχο αυτού που ο ίδιος ονομάζει «οικονομία-καζίνο» της Βρετανίας.

Το βρετανικό δημόσιο κατέχει ποσοστό πλειοψηφίας στην RBS και ποσοστό μειοψηφίας στη Lloyds μετά τη διάσωσή τους κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά η κυβέρνηση σταδιακά πωλεί και τις δύο τράπεζες στον ιδιωτικό τομέα.

Ένας φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα σταματούσε “την ξέφρενη, τρελή κερδοσκοπία στο City» και θα οδηγούσε σε συγκέντρωση χρημάτων για επενδύσεις σε υποδομές, έγραψε ο ΜακΝτόνελ το 2012 σε άρθρο του για το Labour Briefing, ένα διαδικτυακό τόπο της αριστεράς. «Εάν το City αντισταθεί, τότε ας ξεκαθαρίσουμε ότι θα ακολουθήσουν κεφαλαιακοί έλεγχοι» είχε αναφέρει τότε.

Ο ΜακΝτόνελ εχει πει επίσης ότι θέλει να αφαιρέσει την αρμοδιότητα καθορισμού των επιτοκίων από την Τράπεζα της Αγγλίας και να την δώσει πίσω στην κυβέρνηση. Αυτό θα ανέτρεπε απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης των Εργατικών που επέτρεπε στην κεντρική τράπεζα να αποφασίζει για την νομισματική πολιτική.

Το Συντηρητικό Κόμμα, που κέρδισε τον Μάιο τις εκλογές δεσμευόμενο να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες και να φέρει οικονομική σταθερότητα, έχει προειδοποιήσει ότι οι πολιτικές του Κόρμπιν αποτελούν απειλή για την οικονομική ασφάλεια της χώρας.

Ωστόσο, ένα άλλο μέλος στη σκιώδη κυβέρνηση του Κόρμπιν, ο Χίλαρι Μπεν, υπεύθυνος για την Εξωτερική Πολιτική, προσπάθησε να αμβλύνει τις ανησυχίες για την στάση του κόμματος στο επικείμενο δημοψήφισμα για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεσμευόμενος ότι το κόμμα των Εργατικών θα κάνει καμπάνια υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ανεξαρτήτως των συνθηκών.

Ο ΜακΝτόνελ είπε επίσης ότι το σιδηροδρομικό σύστημα της Βρετανίας θα επανεθνικοποιηθεί και ότι θα μειωθεί η ισχύς των έξι μεγαλύτερων ενεργειακών παρόχων της χώρας μέσω της επέκτασης της παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας στις τοπικές κοινωνίες.