H Καθλίν Φόλμπιγκ είχε κάποτε χαρακτηριστεί ως «η χειρότερη κατά συρροή γυναίκα δολοφόνος». Ήταν «η πιο μισητή γυναίκα» της Αυστραλίας. Παρέμεινε στη φυλακή για 20 χρόνια, έχοντας καταδικαστεί για τη δολοφονία των τεσσάρων παιδιών της.
Την Πέμπτη έβαλε τα κλάματα ενώπιον του δικαστηρίου ακούγοντας την ανατροπή της καταδίκης της. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Νότιας Ουαλίας έκρινε πως τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη φυλάκισή της ήταν «μη αξιόπιστα».
«Για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, αντιμετώπιζα την εχθρότητα. Υπέστη κακοποίηση σε όλες τις μορφές της. Ήλπιζα και προσευχήθηκα ότι μια μέρα θα μπορούσα να σταθώ εδώ με το όνομά μου καθαρό», είπε η Καθλίν Φόλμπιγκ στους δημοσιογράφους έξω από το δικαστήριο. «Είμαι ευγνώμων που η εξέλιξη της επιστήμης και η γενετική έδωσαν απαντήσεις για το πώς πέθαναν τα παιδιά μου».
Όπως αναφέρει το Time, τα τέσσερα μικρά παιδιά της Καθλίν Φόλμπιγκ πέθαναν το ένα μετά το άλλο μεταξύ 1989 και 1999. Ο Κάλεμπ, το πρώτο της παιδί, πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 19 ημερών το 1989. Το δεύτερο παιδί της, ο Πάτρικ, πέθανε το 1991 σε ηλικία 8 μηνών. Το τρίτο της παιδί η Σάρα πέθανε το 1993 σε ηλικία 10 μηνών και το τέταρτο παιδί της η Λόρα ήταν 19 μηνών όταν πέθανε το 1999.
Η Καθλίν Φόλμπιγκ κατηγορήθηκε πως σκότωσε τα παιδιά της, πνίγοντάς τα, και το 2003 καταδικάστηκε σε 40 χρόνια φυλακή σε μια πολύκροτη δίκη, που μαγνήτισε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Η καταδίκη της βασιζόταν εν πολλοίς στις εις βάρος της καταθέσεις από τον σύζυγό της και τους ισχυρισμούς για την επιθετική συμπεριφορά της, αλλά και στο ημερολόγιό της, στο οποίο ενοχοποιούσε τον εαυτό της για τους διαδοχικούς θανάτους των παιδιών της.
Ο πρώην πλέον σύζυγός της δήλωνε πεπεισμένος πως ήταν αυτή που είχε σκοτώσει τα παιδιά τους. Κατά τη διάρκεια της δίκης, και ενώ κατέθετε εναντίον της, η υπεράσπιση τον κατηγόρησε πως είπε ψέματα στην αστυνομία και κατασκεύασε στοιχεία για να κάνει τη σύζυγό του να φαίνεται σατανική και απαίσια. Οι καταγραφές στα ημερολόγιά της δεν εξετάστηκαν από ψυχολόγους και η ίδια υποστήριζε εξ αρχής στις αρχές την αθωότητά της.
Τα κλίμα άλλαξε όταν το 2011 η καθηγήτρια νομικής Έμα Κανλίφ έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Murder, Medicine and Motherhood». Σε αυτό διερευνούσε την υπόθεση της Καθλίν Φόλμπιγκ και κατέληγε στον ισχυρισμό πως η καταδίκη της ήταν άδικη και το δικαστήριο είχε παραπλανηθεί εξαιτίας περιορισμένων ιατρικών γνώσεων σχετικά με το θάνατο των βρεφών.
Το 2018 βρέθηκαν νέα στοιχεία που ανέτρεψαν την υπόθεση. Οι δύο κόρες της Φόλμπιγκ είχαν μια σπάνια γενετική μετάλλαξη που θα μπορούσε να οδηγήσει στο θάνατό τους. Επίσης η Λόρα, σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, θα μπορούσε να είχε πεθάνει από μυοκαρδίτιδα, μια καρδιακή φλεγμονή που μπορεί να προκαλέσει αιφνίδιο θάνατο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι και οι γιοι της είχαν μια διαφορετική γενετική μετάλλαξη που έχει συνδεθεί με αιφνίδιες επιληπτικές κρίσεις.
Τα νέα στοιχεία έπεισαν πολλούς επιστήμονες πως τα παιδιά της Φόλμπιγκ θα μπορούσαν να είχαν πεθάνει από φυσικά αίτια, όπως ισχυριζόταν η ίδια, και όχι από πνιγμό, όπως είχαν υποστηρίξει οι εισαγγελείς καταδικάζοντάς την.
Και όσο οι αμφιβολίες αυξάνονταν, τόσο αυξάνονταν και οι υποστηρικτές πως η γυναίκα ήτα θύμα μιας εκ των μεγαλύτερων δικαστικών αδικιών στην ιστορία. Μεταξύ εκείνων που ζητούσαν τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας ήταν εξέχουσες προσωπικότητες της επιστημονικής κοινότητας, όπως ο Τζον Σάιν, πρόεδρος της Αυστραλιανής Ακαδημίας Επιστημών, ο Αυστραλός ανοσολόγος και βραβευμένος με Νόμπελ Πίτερ Ντόχερτι και η επίσης βραβευμένη με Νόμπελ Ελίζαμπεθ Μπλάκμπερν.
Μια κυβερνητική έρευνα που διεξήχθη το 2022 και δημοσιοποιήθηκε τον Νοέμβριο συνέστησε στο Δικαστήριο της Νέας Νότιας Ουαλίας να εξετάσει το ενδεχόμενο εκκαθάρισης της καταδίκης της. Εκτός από μια σύνοψη των αποδεικτικών στοιχείων για άλλες πιθανές αιτίες θανάτου των παιδιών, η έκθεση περιελάμβανε επίσης μαρτυρίες ειδικών που υποστήριζαν ότι καμία από τις αυτοψίες των τεσσάρων παιδιών δεν έδειξε «σημάδια πνιγμού».
Ο ανώτατος δικαστής που ηγήθηκε της έρευνας για τη Φόλμπιγκ ανέφερε σε ένα δελτίο τύπου πως μπορούσε ξεκάθαρα να συμπεράνει ότι «υπήρχαν εύλογες αμφιβολίες» ως προς την ενοχή της για κάθε αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε.
«Το σύστημα προτίμησε να με κατηγορήσει παρά να αποδεχτεί ότι μερικές φορές τα παιδιά μπορεί και πεθαίνουν ξαφνικά, απροσδόκητα και αποκαρδιωτικά», δήλωσε η Φόλμπιγκ εξερχόμενη από το δικαστήριο την Πέμπτη μετά την οριστική αθώωσή της.
Η δικηγόρος της, Ρινί Ρέγκο, δήλωσε πως πλέον η γυναίκα θα ζητήσει μια «σημαντική αποζημίωση» από την πολιτειακή κυβέρνηση για το χρόνο που πέρασε στη φυλακή και όσα υπέστη. Δεν είναι σαφές πόσα χρήματα θα μπορούσε να λάβει, ωστόσο, όπως αναφέρει το Time, υπάρχει ένα δεδικασμένο.
Η Λίντι Τσάμπερλεϊν, μια Αυστραλή που είχε καταδικαστεί για τη δολοφονία της κόρης της το 1982 και αθωώθηκε έξι χρόνια αργότερα, αφότου διαπιστώθηκε πως το μωρό είχε απαχθή από ένα ντίνγκο, όπως ισχυριζόταν η γυναίκα από την αρχή, έλαβε το 1992 αποζημίωση από την κυβέρνηση το 1992 ύψους 872.000 δολαρίων.
Η Καθλίν Φόλμπιγκ είχε γράψει το 2006 πως το μόνο που αναζητά είναι δικαιοσύνη και ανέφερε για την στιγμή που, όπως έλεγε, θα αποκαλυφθεί η αλήθεια: «Εκείνη την ημέρα δεν θα χαίρομαι, ούτε θα πω, “σας τα έλεγα”. Απλώς θα κλάψω και θα συνεχίσω να κλαίω για όλα τα δάκρυα που μου οφείλονται».