Ένας από τους λιγότερο γνωστούς αρχιτέκτονες του σύγχρονου τεχνολογικού μας κόσμου όχι μόνο οραματίστηκε μια περιεκτική εικόνα του μέλλοντος, αλλά μας χάρισε και εργαλεία για να γίνει η βαθιά αυτή ιστορική τομή δυνατή.
Για τον Ντάγκλας Ένγκελμπαρτ η Ιστορία επιφύλαξε τον τίτλο του «πατέρα του ποντικιού». Σπουδαίος τίτλος, αλίμονο, μόνο που για το φαινόμενο που ήταν ο Ένγκελμπαρτ κάτι τέτοιο είναι λίγο.
Βλέπετε ο ντροπαλός αυτός μηχανικός, που ποτέ του δεν διεκδίκησε δάφνες δημοσιότητας και φήμης, εργάστηκε ακάματα για να κάνει την τεχνολογική επανάσταση μπορετή.
Το ημερολόγιο έγραφε 9 Δεκεμβρίου 1968 όταν βγήκε μπροστά σε ένα πλήθος 1.000 ατόμων στο Σαν Φρανσίσκο για να παρουσιάσει την ιδέα του.
Ο Ένγκελμπαρτ δεν ήταν όμως Στιβ Τζομπς. Ένας μηχανικός που είχε συνηθίσει να εργάζεται στο εργαστήριο ήταν. Με τις μηχανές τα πήγαινε καλύτερα απ’ ό,τι με τους ανθρώπους. Ούτε από μάρκετινγκ ήξερε ούτε από τεχνικές προώθησης.
Ο σκοπός του ήταν να μιλήσει από καρδιάς σε άλλους μηχανικούς, που γνώριζαν την τεχνική γλώσσα που θα μεταχειριζόταν. Και ήθελε να τους πει ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με νέους τρόπους, ώστε να λύσουν περίπλοκα προβλήματα.
Αυτό το μήνυμα του 1968 στέκει ίσως ως η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του στον κόσμο. Τίποτα δεν θα έμενε ίδιο από κείνη τη μέρα.
Έστω κι αν παραμένει εν πολλοίς άγνωστο τι ακριβώς έκανε εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα ο «πατέρας του ποντικιού»…
Αυτά που βγήκαν από το στόμα του Ένγκελμπαρτ εκείνη τη μέρα του 1968 ήταν αρκετά επαναστατικά. Οι προγραμματιστές της εποχής χρησιμοποιούσαν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή για ποσοτικούς υπολογισμούς, όπως σε ζητήματα απογραφής πληθυσμού ή προβλήματα του τραπεζικού κλάδου.
Μπορούσαν επίσης να υπολογίσουν και την τροχιά ενός πυραύλου, ένα διόλου ευκαταφρόνητο κατόρθωμα.
Ακόμα και στη φουτουριστική «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», που σημειωτέον είχε βγει στις σκοτεινές αίθουσες τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, ο τρομερός (και τρομακτικός) υπολογιστής HAL 9000 δεν ήταν παρά μια βελτιωμένη εκδοχή του ίδιου ακριβώς πράγματος.
Μπορούσε μεν να παίζει σκάκι και να ανταλλάσσει ατάκες με το πλήρωμα, η βασική του δουλειά ήταν ωστόσο να υπολογίζει νούμερα και να τρέχει προγραμματάκια. Ακόμα και ο υπερεξελιγμένος κινηματογραφικός υπολογιστής δεν έδινε στους χρήστες του τη δυνατότητα να γράφουν, να σχεδιάζουν ή να συνεργάζονται σε αρχεία.
Κι εδώ μπαίνει ο Ένγκελμπαρτ. Ο οποίος δεν σκέφτηκε απλώς την ιδέα της χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επίλυση των πιεστικών και περίπλοκων προβλημάτων που αντιμετώπιζε η ανθρωπότητα.
Αλλά έδωσε και την πρώτη ποτέ ζωντανή επίδειξη του οράματός του, μια διασυνδεδεμένη εμπειρία πληροφορικής που ερχόταν να μεταμορφώσει τα πάντα. Ως «μητέρα όλων των παρουσιάσεων» θα έμενε τελικά γνωστή, καθώς ήταν πράγματι ο προκάτοχος κάθε τεχνολογικής παρουσίασης που θα ακολουθούσε.
Η παρουσίαση του Ένγκελμπαρτ ήταν ωστόσο απείρως πιο φιλόδοξη από κάθε άλλη.
Όταν ανέβηκε στη σκηνή, ο συνεσταλμένος μηχανικός φορούσε ένα headset με μικρόφωνο, ώστε να μπορεί να συνομιλεί με τα άλλα μέλη της ομάδας του στο Ερευνητικό Εργαστήριο του Στάνφορντ, στο Menlo Park της Καλιφόρνια.
Η οποία ομάδα είχε απλώσει καλώδια κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου ως το Σαν Φρανσίσκο, συνδέοντας ηχητικά τους δύο χώρους που απείχαν καμιά 50αριά χιλιόμετρα. Για να προβάλουν μάλιστα την παρουσίαση στη γιγαντοοθόνη, είχαν δανειστεί έναν προτζέκτορα από τη NASA.
Ο Ένγκελμπαρτ ξεκίνησε με μια προβοκατόρικη ερώτηση: «Αν στο γραφείο σου, εσύ, ένας πνευματικός εργαζόμενος, είχες μια οθόνη που να υποστηρίζεται από έναν υπολογιστή όλη μέρα, και ανταποκρινόταν ακαριαία σε κάθε δράση σου, πόση αξία θα μπορούσες να αντλήσεις από κάτι τέτοιο;».
Και μετά άρχισε να δακτυλογραφεί, χρησιμοποιώντας ένα πληκτρολόγιο με νούμερα και αριθμούς, αντί για τον παραδοσιακό τρόπο εισαγωγής δεδομένων με τις διάτρητες κάρτες.
Το κείμενο που έγραφε εμφανιζόταν στην οθόνη: «Λέξη, λέξη, λέξη, λέξη». «Αν κάνω κάποια λάθη», τόνιζε, «μπορώ να γυρίσω λίγο πίσω», δείχνοντας με καμάρι τη νέα λειτουργία της… διαγραφής.
Μετά ανακοίνωσε πως θα «έσωζε» το αρχείο. «Μια στιγμή, χρειάζομαι ένα όνομα», εξήγησε, και πληκτρολόγησε «Αρχείο Δείγμα» (Sample File). Ακόμα πιο επαναστατικά, έδειξε στον κόσμο ότι μπορούσε να αντιγράψει το κείμενο και να το επικολλήσει ξανά και ξανά, όσες φορές ήθελε.
Τα μαγικά που έκανε εκείνη τη μέρα ο Ένγκελμπαρτ δεν είχαν τέλος. Τώρα είχε στην οθόνη του μια λίστα με ψώνια, μήλα, μπανάνες, φασόλια, σούπες κ.λπ. Τα οποία μετακινούσε σαν να ήταν αντικείμενα πάνω και κάτω στη λίστα με απλά κλικ, οργανώνοντάς τα κατά είδη.
«Υπάρχει και κάτι άλλο που μπορώ να κάνω», αναφώνησε. Εμφάνισε έναν χάρτη με τη διαδρομή ως το σπίτι του, έχοντας σημειωμένες μερικές στάσεις. «Βιβλιοθήκη», είπε, «τι μπορώ να κάνω εδώ;». Κλικάροντας στη λέξη «βιβλιοθήκη», εμφανίστηκε μια δεύτερη λίστα. «Α, κοιτάξτε, καθυστερημένα βιβλία». Το ίδιο έκανε μετά και με το φαρμακείο.
Το επαναστατικό εδώ δεν ήταν μόνο το πρόγραμμα, αλλά η φιλοσοφία που κρυβόταν στην καρδιά του. Με τη βοήθεια μάλιστα του βοηθού του Bill English, ο Ένγκελμπαρτ είχε εφεύρει και έναν νέο τρόπο χρήσης του ηλεκτρονικού υπολογιστή, μια συσκευούλα που καθώς κυλούσε στο τραπέζι μετακινούσε μια τελεία στην οθόνη.
«Δεν ξέρω γιατί το αποκαλούμε ‘‘ποντίκι’’», αναρωτήθηκε κάπως μεγαλόφωνα, «κάποιες φορές απολογούμαι. Έτσι το ξεκινήσαμε και δεν το αλλάξαμε ποτέ». Το mouse είχε έρθει για να μείνει…
Ακόμα και το όνομα που έδωσε ο Ένγκελμπαρτ στο σύστημά του ευαγγελιζόταν το καινούριο. Πώς το είπε; NLS, που σήμαινε oN-Line System! Και το ονόμασε έτσι γιατί πέρα από τις συγκεκριμένες λειτουργίες του, ο μεγαλύτερος σκοπός του συστήματος ήταν η συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων.
Και κάπως έτσι έκλεισε τη μνημειώδη παρουσίασή του, υπαινισσόμενος ένα «πειραματικό δίκτυο» που θα επέτρεπε σε όλων των λογιών τους χρήστες ηλεκτρονικού υπολογιστή να συνεργάζονται από απόσταση.
Αυτό που περιέγραφε ήταν το ARPANET, ένα πρόγραμμα που ξεπρόβαλλε αργά και σταθερά από την υπηρεσία ARPA (Advanced Research Projects Agency) του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ.
Ο Ένγκελμπαρτ περίμενε ότι η παρουσίασή του θα μαγνήτιζε τους πληροφορικούς του καιρού.
Είχε σε τελική παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο όραμα για την επαύριο των ηλεκτρονικών υπολογιστών, εισάγοντας έννοιες όπως επεξεργασία κειμένου, διαμοιρασμό αρχείων και νέο τρόπο χειρισμού, ενσωματώνοντας ταυτοχρόνως κείμενο, γραφήματα και τηλεδιάσκεψη!
Το μέλλον ήταν εδώ με σάρκα και οστά. Ακόμα και το ίντερνετ προφήτευσε σε εκείνη την παρουσίαση. Κι έτσι πίστεψε φυσικότατα πως το εξειδικευμένο ακροατήριο θα έκανε ουρά μετά το τέλος, ρωτώντας τον πώς θα μπορούσαν να συνεργαστούν ή να ενταχθούν στην ομάδα του.
Αντιθέτως, όλοι τον καταχειροκρότησαν όρθιοι και μετά πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Η επανάσταση έμεινε στα χαρτιά. Εκείνη τη μέρα τουλάχιστον, γιατί τα θεμέλια είχαν στρωθεί.
Αν και ο Ένγκελμπαρτ δεν περίμενε το 1968 για να ξεδιπλώσει το όνειρό του για έναν διασυνδεδεμένο κόσμο.
Λέγεται συχνά πως όλη η καριέρα του τρομερού πληροφορικού βασίστηκε σε μια στιγμή «εύρηκα» που είχε την άνοιξη του 1951. Είχε μόλις αρραβωνιαστεί και εργαζόταν στη NACA, τον προκάτοχο της NASA, στο Mountain View της Καλιφόρνια.
Ο 26χρονος και φέρελπις μηχανολόγος-μηχανικός είχε κάνει πολύ δρόμο στη ζωή του από κείνη την επαρχία του Όρεγκον που γεννήθηκε και είδε την παιδική του ηλικία να βυθίζεται μέσα στη Μεγάλη Ύφεση.
Τώρα είχε και καλή δουλειά και προοπτική για μια καλή οικογένεια. Δεν ένιωθε όμως απόλυτα ικανοποιημένος με αυτά. Και τότε του ήρθε η επιφοίτηση!
«Μου έκανε ‘‘κλικ’’», θα πει χρόνια αργότερα, «με κάποιον τρόπο, θα μπορούσες να συμβάλεις σημαντικά στον τρόπο που χειρίζονται οι άνθρωποι την πολυπλοκότητα και το επείγον, με τρόπο που είναι παγκοσμίως βοηθητικός».
Κι έτσι ο Ένγκελμπαρτ είδε το μέλλον. Αυτό το κάτι που του έκανε «κλικ» ήταν η συνειδητοποίηση της δυνατότητας που παρείχε η τεχνολογία να μετασχηματίσει δραστικά την ανθρώπινη διάνοια.
Και το «είδε» μπροστά στα μάτια του, ανθρώπους να κάθονται πίσω από οθόνες υπολογιστών και να χρησιμοποιούν λέξεις και σύμβολα για να αναπτύσσουν τις ιδέες τους. Συνεργατικά και συλλογικά, πάντα.
«Αν ένας υπολογιστής μπορεί να χρησιμοποιήσει διάτρητες κάρτες ή να τυπώσει σε ένα χαρτί, τότε ήξερα πως θα μπορούσε να σχεδιάσει ή να γράψει και σε μια οθόνη, ώστε να μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε με τον υπολογιστή και να κάνουμε πραγματική διαδραστική δουλειά».
Και το σκέφτηκε αυτό το 1951, όταν υπήρχαν λίγοι υπολογιστές στον κόσμο. Έμαθε πως το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϊ) ετοίμαζε έναν, κι έτσι τι πιο φυσικό να πάει εκεί για να κάνει το διδακτορικό του.
Μέχρι το 1962 είχε πια πολλά διπλώματα ευρεσιτεχνίας με την υπογραφή του. Τώρα ο δρ Ένγκελμπαρτ εργαζόταν στο Ερευνητικό Εργαστήριο του Στάνφορντ και εκείνη τη χρονιά δημοσίευσε και την εξίσου μνημειώδη εργασία του («Augmenting the Human Intellect: A Conceptual Framework») όπου περιέγραφε το όραμά του.
Στην καρδιά του οποίου υπήρχε η κεντρική ιδέα ότι ο υπολογιστής θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει την ανθρώπινη διάνοια. Έξι χρόνια πριν παρουσιάσει πρακτικά το όνειρό του, είχε δώσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα ένα γενικό περίγραμμα του καινοτόμου τρόπου χρήσης του υπολογιστή.
Η πρωτοπορία εδώ ήταν αυτό που είναι σήμερα κοινός τόπος. Να εργάζεσαι με δεδομένα και πληροφορίες και να τις μοιράζεσαι κατόπιν με ένα δίκτυο συναδέλφων, ώστε να μπορούν να συμβάλουν περαιτέρω στο έργο.
Γιατί όμως δεν είχε την απήχηση που περίμενε σε εκείνη την ιστορική στιγμή του 1968; Όπως δήλωσαν χρόνια αργότερα κάποιοι από τους παρευρισκόμενους, που θα γίνονταν ονόματα στον χώρο τους, ο λόγος ήταν απλώς: όλοι έμειναν κεραυνοβολημένοι!
Και όταν πέρασε το δέος, οι περισσότεροι συνειδητοποίησαν ότι ωραία όλα αυτά, τι σχέση είχαν όμως με τη δική τους δουλειά; Άσε που ο Ένγκελμπαρτ τους ζητούσε να ξεβολευτούν από την καθημερινότητά τους με τις διάτρητες κάρτες και να ανοιχτούν σε ένα άγνωστο σύμπαν διασυνδεδεμένων εμπειριών.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το εργαστήριο του Ένγκελμπαρτ (Augmentation Research Center) λάμβανε γενναία χρηματοδότηση από το κράτος για να φτιάξει τη ραχοκοκαλιά του ARPANET.
Σε μια εντελώς ανορθόδοξη κίνηση, εκείνος προσλάμβανε νεαρές κοπέλες που είχαν αποφοιτήσει μόλις από το Στάνφορντ και με πτυχία μάλιστα στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία! Κι αυτό γιατί πίστευε πως οι γυναίκες ήταν οι μόνες κατάλληλες για να δημιουργήσουν μια εντελώς νέα κουλτούρα, μια καινούρια εργασιακή συνθήκη.
Ο ίδιος είχε εξάλλου τρεις κόρες και είχε δει τι μπορούσαν να κάνουν σχολιάζοντας τη δουλειά του μπαμπά. «Διασυνδεδεμένες βελτιωμένες κοινότητες» ήθελε να φτιάξει ο Ένγκελμπαρτ και ξαπόστελνε πλέον τις βοηθούς του σε εργαστήρια και θεσμούς για να βοηθήσουν να φτιαχτεί ο νέος κόσμος.
Αντιμετώπισε βέβαια πλήθος δυσκολιών, ανυπέρβλητα εμπόδια. Οι χρηματοδότες του ARPANET δεν τα καταλάβαιναν όλα αυτά και θεωρούσαν αποτυχημένες τις προσπάθειές του. Κι έτσι έκλεισαν την κάνουλα και το εργαστήριό του έβαλε λουκέτο.
Και μετά είδε όλους αυτούς τους ανθρώπους που εκπαίδευε εδώ και χρόνια να μετακινούνται σε άλλες ερευνητικές δομές, όπως στο περίφημο εργαστήριο της Xerox, που του έκλεψε πολλούς.
Μόνο που όλοι τους είχαν γαλουχηθεί με τις ιδέες του μεγάλου οραματιστή και ό,τι κι αν έκαναν, όσο κι αν απομακρύνονταν από το όνειρό του, οι βασικές απόψεις του Ένγκελμπαρτ ήταν πάντα παρούσες.
Ο ίδιος παραπονιόταν τώρα πως ακόμα και ο όρος «προσωπικός υπολογιστής», όπως διαφημιζόταν πια ο ηλεκτρονικός υπολογιστής στην αγορά, ήταν υπαναχώρηση από το όραμα για συλλογική δουλειά.
Το εργαστήριο PARC της Xerox οδηγούσε τον δρόμο της εξέλιξης και όλοι παραδέχονταν πως ήταν βασισμένο στο Augmentation Research Center του Ένγκελμπαρτ.
Καθοριστική στιγμή ήταν το 1979, όταν η Xerox επέτρεψε στον Στιβ Τζομπς και την ομάδα του από την Apple να περιηγηθούν δύο φορές στο εργαστήριό της με αντάλλαγμα το προνόμιο να αποκτήσει η Xerox 100.000 μετοχές της Apple.
Ο Τζομπ μαγεύτηκε με όσα είδε εκεί και θα ενσωμάτωνε πολλά στο δικό του όραμα. Αυτό που του έκατσε περισσότερο στο μάτι ήταν το ποντίκι του Ένγκελμπαρτ με τα τρία κουμπιά, που εκτελούσαν διαφορετικές δουλειές το καθένα και άλλες τόσες με συνδυασμό.
Ο Τζομπς πήρε τα δικαιώματα του mouse από το Stanford Research Institute, το επεξεργάστηκε και το έριξε στην αγορά απλοποιημένο, με ένα μόνο κουμπί. Ο Ένγκελμπαρτ το σχολίασε επικριτικά, θεωρώντας την απλοποίηση σωστή κακοποίηση της δουλειάς του.
Αρκετά ειρωνικά για την καριέρα του μεγάλου αυτού οραματιστή, το ποντίκι ήταν αυτό που θα έκανε τον Ένγκελμπαρτ ευρύτερα γνωστό. Αν και ποτέ δεν τον έκανε πλούσιο, πέρα από αυτά τα 10.000 δολάρια με τα οποία αγόρασε τα δικαιώματα της πατέντας του το Στάνφορντ.
Ο ίδιος δεν μπορούσε να χωνέψει πως ήταν το πιο απλό και μικρό στοιχείο του οράματός του αυτό που αγκαλιάστηκε από όλη τη βιομηχανία της τεχνολογίας. Ένα όραμα που είχε εντός του τα πάντα, κάθε μικρό και μεγάλο που θα έκαναν πράξη εταιρίες όπως η Apple και η Microsoft.
Όταν τον ρώτησαν το 2006 τι ποσοστό από το όραμά του έχει επιτευχθεί, ο Ένγκελμπαρτ απάντησε χωρίς περιστροφές: «Το 2,8%».
Παρά το γεγονός ότι τιμήθηκε με περισσότερα από 40 σπουδαία βραβεία στη σταδιοδρομία του και αποτέλεσε έμπνευση για μια ολόκληρη γενιά νέων και φιλόδοξων ανθρώπων του κόσμου της τεχνολογίας, η μεγαλύτερη αναγνώριση του έργου του ήταν ίσως αυτό που είπε κάποια στιγμή ο Alan Kay, μεγάλο όνομα και του λόγου του στον κλάδο:
«Δεν ξέρω τι θα κάνει η Silicon Valley όταν στερέψει κάποια στιγμή από τις ιδέες του Νταγκ».