Το τετραήμερο 10-13 Αυγούστου έκανε σέντρα το πρωτάθλημα της κορυφαίας κατηγορίας του τουρκικού πρωταθλήματος. Στον αγώνα της Φενέρμπαχτσε με αντίπαλο την Μπούρσασπορ, στις εξέδρες του «Σουκρού Σαράτσογλου» κυριαρχούσε ένα τεράστιο κορεό με τη μορφή ενός ανθρώπου που στη γειτονική χώρα αποτελεί θρύλο. Το μήνυμα των οπαδών ήταν: «Αναπαύσου εν ειρήνη Λεφτέρ, η Φενέρμπαχτσε θα είναι πρωταθλήτρια».
Η μορφή αυτή ήταν του Λευτέρη Κιουτσουκαντωνιάδη (ή Λευτέρης Αντωνιάδης), γνωστού ως Λεφτέρ, ο οποίος τιμάται φέτος από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Τουρκίας, δίνοντας στο πρωτάθλημα της Super Lig 2018-19 το όνομά του. Ένα γεγονός απόλυτα ενδεικτικό του πόσα πολλά σήμαινε αυτός ο άνθρωπος για τους γείτονες… Κι όμως, η θρυλική μορφή του τουρκικού ποδοσφαίρου και γενικότερα του τουρκικού αθλητισμού ήταν Έλληνας.
Ο γιος του Έλληνα ψαρά με τα άλλα δέκα αδέλφια…
O Λευτέρης Αντωνιάδης γεννήθηκε το 1925 στην Πρίγκηπο, σε ένα από τα εννιά νησιά των Πριγκηπονήσων της Προποντίδας. Ο πατέρας του ήταν ψαράς και ονομαζόταν Χριστοφής Αντωνιάδης, ενώ η μητέρα του λεγόταν Αργυρώ. Για τους γονείς του ήταν δύσκολο να τα φέρουν πέρα, καθώς είχαν άλλα δέκα παιδιά. Ένα από τα αδέλφια του, ήταν επίσης ποδοσφαιριστής: ο Παναγής Αντωνιάδης, ο οποίος αγωνίστηκε στην Πέρα Κλουμπ, τον «πρόγονο» της ΑΕΚ, με την οποία φρόντισε να «δεθεί» και εκείνος στη συνέχεια.
Ξεκίνησε την καριέρα του από την Ταξίμ Σπορ, σύλλογο που ίδρυσε η αρμένικη κοινότητα της Πόλης. Με τις εμφανίσεις του στη συνοικιακή ομάδα και έχοντας πετύχει 75 γκολ σε 90 αγώνες (1941-43) τράβηξε τα βλέμματα των ανθρώπων της Φενέρμπαχτσε. Η μεταγραφή του ήρθε να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες, καθώς έβγαλε αμέσως το ταλέντο του στο γήπεδο. Σε 135 παιχνίδια σημείωσε 100 γκολ (1947-51), κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Κωνσταντινούπολης και ο κόσμος της ομάδας άρχισε να τον λατρεύει. Έτσι, ήρθε και η μεταγραφή στο εξωτερικό, με τη Φιορεντίνα να τον εντάσσει στο δυναμικό της.
Ο ύψους 1,69 μέτρα Λευτέρης, εξού και το «κιουτσούκ», που σημαίνει «μικρός», δεν είχε ανάλογη παρουσία και στην Ιταλία. Αγωνίστηκε μια σεζόν με τη βιόλα φανέλα (1951-52), έχοντας σε 30 αναμετρήσεις μόλις 4 γκολ, ενώ την επόμενη σεζόν μετακόμισε στη Νις, όπου επίσης έμεινε για μια αγωνιστική χρονιά (1952-53). Στο γαλλικό πρωτάθλημα σημείωσε 2 γκολ σε 12 παιχνίδια και αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και την αγαπημένη του Φενέρ.
Έγινε εμβληματική μορφή στη Φενέρμπαχτσε
Η επιστροφή του σήμανε την εκτόξευση της καριέρας του, αλλά και της δημοτικότητάς του τόσο στις τάξεις των οπαδών της Φενέρ όσο και στη συνείδηση του τουρκικού φίλαθλου κόσμου. Ο Λεφτέρ αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος 1953-54, ενώ αποτέλεσε και μέλος της Μικτής Κόσμου. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην ομάδα, μέχρι το 1964, πανηγύρισε ένα ακόμη πρωτάθλημα Κωνσταντινούπολης, τρία πρωταθλήματα και ακόμη ένα Κύπελλο (είχε κατακτήσει και ένα πριν φύγει στο εξωτερικό).
Η Turkish League ιδρύθηκε το 1959 και αυτός ήταν ο λόγος που αγωνίστηκε μόλις σε έξι σεζόν σε αυτήν. Παρόλα αυτά, είναι ένας από τους κορυφαίους της Φενέρ στη λίστα με τις συμμετοχές (151) και τα γκολ (74) σε επίπεδο εθνικού πρωταθλήματος. Συνολικά, με τα κίτρινα και μπλε του συλλόγου «έγραψε» 615 ματς και 423 τέρματα, από το 1947 μέχρι και το 1964. Οι οπαδοί της ομάδας ακόμα τραγουδούν το σύνθημα: «Ver Lefter’e, Yazsin Deftere», που σημαίνει «Δώσε στον Λευτέρη, να γράψει στο τεφτέρι».
Η ΑΕΚ, το τέλος της σπουδαίας καριέρας και το Αιγάλεω
Ως ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ελληνισμού στην Πόλη και γενικότερα στη γειτονική χώρα, θα ήταν… κρίμα να μην φορέσει έστω και σε ένα παιχνίδι τα χρώματα της ΑΕΚ με τον δικέφαλο αετό στο στήθος. Πράγματι, αυτό έγινε όταν σε ηλικία 39 ετών, το 1964. Ο αστικός μύθος λέει ότι ένας άλλος Κωνσταντινουπολίτης, ο Κλεάνθης Μαρόπουλος, ήταν ο λόγος που συνέχισε το ποδόσφαιρο, παρόλο που ήρθε στην Ελλάδα για να αναλάβει πόστο προπονητή. Λέγεται ότι ο «κιτρινόμαυρος» θρύλος του ζήτησε να υπογράψει ένα αυτόγραφο, ωστόσο αυτό ήταν συμβόλαιο για να αποτελέσει κομμάτι του ρόστερ της Ένωσης.
Όπως και να έχει, ο Λεφτέρ αγωνίστηκε με την ΑΕΚ, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός σε αγώνα με τον Ηρακλή τον ανάγκασε να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Στο διάστημα αυτό είχε 5 συμμετοχές με τα κιτρινόμαυρα και σημείωσε 2 γκολ. Δεν εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο… Εργάστηκε ως προπονητής, αρχικά στο Αιγάλεω και στη συνέχεια στη Νότια Αφρική, στη Σούπερσπορτ Γιουνάιτεντ. Το 1967 επέστρεψε στην Τουρκία και στους πάγκους των Σαμσουνσπόρ, Ορντουσπόρ, Μερσίν Ιντμάν Γιουρντού και Μπολουσπόρ. Με την ομάδα της Σαμψούντας τελείωσε και τη σύντομη -επτάχρονη- προπονητική του καριέρα το 1972.
Θρύλος και του τουρκικού ποδοσφαίρου
Ο Κιουτσουκαντωνιάδης αγωνίστηκε 50 φορές με την εθνική Τουρκίας, αν και επισήμως αναφέρονται 46 συμμετοχές, τις 9 ως αρχηγός. Οι άλλες τέσσερις ήταν με την ολυμπιακή ομάδα της χώρας. Μετείχε στην Ολυμπιάδα του 1948 στο Λονδίνο και έπαιξε και στους δύο αγώνες με αντίπαλο τη Γιουγκοσλαβία (1-3) και την Κίνα (4-0). Στη διοργάνωση αυτή πέτυχε και ένα γκολ. Επίσης, αγωνίστηκε στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954, όπου βρήκε δύο φορές δίχτυα. Συνολικά πέτυχε 20 γκολ με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της γειτονικής χώρας, όντας μέχρι και σήμερα ο δεύτερος σκόρερ της όλων των εποχών.
Το παρατσούκλι του Λεφτέρ ήταν «Ordinaryus», δηλαδή «Προφέσορας», λόγω της άνεσής του στο σκοράρισμα, καθώς έβρισκε δίχτυα σχεδόν με κάθε τρόπο. Λέγεται, μάλιστα, ότι δεν είχε χάσει ποτέ πέναλτι. Με εκείνον μπροστάρη, καθώς σκόραρε δύο φορές, οι Τούρκοι κατάφεραν να νικήσουν το 1956 με 3-1 τη θρυλική ουγγρική ομάδα του Φέρεντς Πούσκας. Μετά το ματς οι Ούγγροι παραδέχτηκαν την ανωτερότητα των αντιπάλων τους, λέγοντας πως εάν είχαν παίξει έτσι και το 1954, θα είχαν σίγουρα μια θέση στην τετράδα εκείνου του Μουντιάλ.
«Προδότης της Ελλάδας» και παραλίγο θύμα των «Σεπτεμβριανών»
Υπήρξε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στη γειτονική χώρα που τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Τουρκικής Ομοσπονδίας. Παρόλα αυτά, όπως συμβαίνει με όσους έχουν… δύο πατρίδες, βρέθηκε στο στόχαστρο κάποιων που είναι λίγο παραπάνω θερμόαιμοι από την πλειοψηφία του εκάστοτε λαού. Ο Κιουτσουκαντωνιάδης έκανε το πρώτο θετικό «γκελ» στους Τούρκους, όταν στις 23 Απριλίου 1948 σκόραρε στη νίκη (3-1) επί του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια μερίδα Ελλήνων του επιτέθηκαν φραστικά και τον χαρακτήρισαν «προδότη του έθνους».
Επτά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια των «Σεπτεμβριανών», στο οργανωμένο πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, κάποιοι Τούρκοι εξτρεμιστές έβαλαν στο στόχαστρό τους ακόμη και τον Λεφτέρ. Το εξαγριωμένο πλήθος είχε φτάσει έξω από το σπίτι του και απειλήθηκε η σωματική του ακεραιότητα, αν όχι η ίδια του η ζωή.
Παρόλα αυτά, οι οπαδοί της Φενέρμπαχτσε κατάφεραν να αποτρέψουν τα χειρότερα και υπερασπίστηκαν τον άνθρωπο που λάτρευαν όσο κανέναν. Τότε πολλοί θεώρησαν δεδομένο πως θα επέστρεφε στην Ελλάδα, όμως εκείνος δεν εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε, για την πλειοψηφία των Τούρκων αποτελούσε ένα πραγματικό σύμβολο ήθους και ένας δυνατός συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο χωρών. Είναι χαρακτηριστικό πως όποιο κατάστημα κι αν επισκέπτονταν, δεν τον άφηναν να πληρώνει.
Ο θάνατος και η υπόκλιση στην προσφορά του
«Ξέρω πως όταν πεθάνω, θα τυλίξουν το φέρετρο μου με την ερυθρά ημισέληνο, αλλά η καρδιά μου θα είναι γαλάζια με σταυρό», είχε προβλέψει ο Λευτέρης Αντωνιάδης. Πράγματι, έτσι κι έγινε. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του ένιωσε στο πετσί του την καχυποψία και τον ρατσισμό, σχεδόν ένας ολόκληρος λαός αποδέχθηκε την… ιδιαιτερότητά του να είναι ένας χριστιανός ορθόδοξος που τιμούσε τα ελληνικά ήθη και έθιμα, αλλά διέπρεπε με τα ερυθρόλευκα του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Τουρκίας, πάντα έβγαζε τον σταυρό του έξω από τη φανέλα, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις που προκαλούσε μία τέτοια κίνηση.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, τον είχε αποκαλέσει «Μπουγιούκ Αντωνιάδη» δηλαδή «Μεγάλο Αντωνιάδη». Εκείνος ένιωσε άβολα από έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, καθώς η ταπεινότητα ήταν κάτι που τον διέκρινε σε όλη του τη ζωή. Ο Χακάν Σουκούρ, ένας επίσης μεγάλος γκολτζής της γειτονικής χώρας και πλέον «εχθρός της κυβέρνησης», τον επισκεπτόταν συχνά για να τον συμβουλευθεί, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε παίκτη της «μισητής» για τη Φενέρ, Γαλατασαράι. Επίσης, ο Ντέμης Νικολαΐδης είχε έρθει σε επαφή μαζί του το 2004, όταν η ΑΕΚ ταξίδεψε στην Πόλη για φιλικό με τη Γαλατά.
Ο Λεφτέρ άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Ιανουαρίου 2012, σε ηλικία 86 ετών, σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης, όπου νοσηλευόταν με προβλήματα υγείας. Η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο «Σουκρού Σαράτσογλου», όπου παραπάνω από 10.000 κόσμου βρέθηκε να του πει το τελευταίο «αντίο». Ανάμεσά τους και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μάλιστα, για να τον τιμήσουν οι Τούρκοι, έδωσαν σε δρόμο της Πριγκήπου, της γενέτειράς του, το όνομα του. Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, παρά το γεγονός ότι ένας από τους εθνικούς τους ήρωες ήταν Έλληνας…
Οι άλλοι τρεις Έλληνες που έπαιξαν για την Τουρκία
Ο Λευτέρης Αντωνιάδης δεν ήταν ο μόνος Έλληνας που έπαιξε για λογαριασμό της εθνικής Τουρκίας. Ακόμη τρεις Ρωμιοί αγωνίστηκαν με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της γειτονικής χώρας σε επίπεδο ανδρών, κι ας μην απέκτησαν ποτέ τη φήμη του Λεφτέρ. Ο λόγος για τους Κώτσο Κασάπογλου, Αλέκο Ιορδάνου και Νίκο Κόβη.
Ο Κασάπογλου, γεννηθείς επίσης στην Πρίγκηπο το 1936, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από την τοπική ομάδα του νησιού, την Ανταλάσρσπορ, μεταπήδησε στην Πέρα Κλουμπ και στη συνέχεια στην Ιστανμπούλσπορ, με την οποία έκανε μεγάλη καριέρα ως επιθετικός. Διακρίθηκε για την ευστοχία του στα πέναλτι, ενώ έπαιξε μπάλα μέχρι το 1974, έχοντας και 11 συμμετοχές με την εθνική Τουρκίας. Απεβίωσε το 2016 στην Αθήνα.
Ο Ιορδάνου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1938 και ξεκίνησε την καριέρα του στην ελληνική ομάδα, Πράσινα Πουλιά. Ακολούθησαν η Πέρα Κλουμπ και η Μπέικοζσπορ, μέσω της οποίας κλήθηκε στην εθνική Τουρκίας. Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα για λογαριασμό της ΑΕΚ, στην οποία έπαιξε επτά σεζόν (1962-69). Το 1965 ο κεντρικός αμυντικός της Ένωσης μπήκε στη λίστα των Μπάγερν Μονάχου και Μπεσίκτας, αλλά οι προτάσεις για εκείνον απορρίφθηκαν. Ακολούθησαν το Αιγάλεω και ο ΑΟ Κορωπίου, όταν και το 1972 κρέμασε τα παπούτσια του. Με την εθνική Τουρκίας «έγραψε» 3 συμμετοχές.
Ο Κόβης γεννήθηκε και εκείνος στην Κωνσταντινούπολη και έκανε καριέρα κυρίως σε Παναθηναϊκό (1978-83) και ΟΦΗ (1983-85), ενώ προτού φύγει από την Πόλη, αγωνίστηκε ως κεντρικός αμυντικός σε Βέφα και για μια πενταετία στην Μπεσίκτας (1973-78), με την οποία κατέκτησε και ένα Κύπελλο, σκοράροντας στον τελικό με αντίπαλο την Τράμπζονσπορ. Έπαιξε και για την Τουρκία, έχοντας 8 συμμετοχές σε επίπεδο ανδρών, 5 με την Α’ ομάδα και άλλες 3 με τη Β’. Έχει αξιοσημείωτη καριέρα και ως προπονητής σε Λεβαδειακό, Παναργειακό, Προοδευτική, ΠΑΣ Γιάννινα, Ρεθυμνιακό, Αθηναϊκό, και Απόλλωνα Σμύρνης. Επίσης, διετέλεσε τεχνικός διευθυντής στην ακαδημία του Παναθηναϊκού.
Τέλος, ο άλλοτε τεχνικός της ελληνικής εθνικής Ελπίδων, Αλέκος Σοφιανίδης, έκανε σπουδαία καριέρα στην Τουρκία, όπου κατέκτησε και το πρωτάθλημα με την Μπεσίκτας την σεζόν 1949-50, ωστόσο δεν αγωνίστηκε ποτέ με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της γειτονικής χώρας.