«Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις»; Μπορεί. Αλλά ας κρατήσουμε την χαρούμενη πλευρά. Ας μιλήσουμε για το φλερτ. Όχι με τον ηλεκτρονικό τρόπο που γίνεται τώρα. Όχι μέσω chatrooms και social media.
Δεν μιλάμε για το «πέσιμο» ή για το «καμάκι» με τους πονηρούς σκοπούς. Μιλάμε για το αγνό, το τίμιο, το πατροπαράδοτο φλερτ. Αυτό που ήθελε θράσος, έμπνευση και μερικές φορές άγνοια κινδύνου για να το κάνεις. Πρόσωπο με πρόσωπο και όχι πίσω από την οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός smartphone.
Τότε που έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο στο σπίτι της και ήξερες πως θα το σηκώσει ο πατέρας της και εσύ ήσουν έτοιμος να περάσεις από κάτι που θύμιζε… ιερά εξέταση προκειμένου να καταφέρεις να βγεις αυτό το καταραμένο ραντεβού που τόσο πολύ ήθελες.
Τότε που έπρεπε να την πλησιάσεις για να της μιλήσεις, χωρίς να χρειάζεται πριν να της στείλεις αίτημα φιλίας. Τότε που το «κάνε με αντ», ήταν κάτι μεταξύ κινέζικων και σανσκριτικών.
«Σ’ έχω δει κάπου – κάπου σε ξέρω»
Έβγαινες έξω, λοιπόν, και έπεφτες πάνω στον έρωτα της ζωής σου. Τι έκανες; Αν η απάντηση είναι έψαχνες να δεις αν έχει προφίλ στο facebook, γεννήθηκες σε λάθος εποχή. Η σωστή απάντηση είναι πολυσύνθετη.
Αρχικά έκανες «ρεπορτάζ»! Επιτόπιο. Ποια είναι; Την ξέρει κανείς; Τα… έχει με κανέναν αυτή την εποχή; Πού μένει; Πού πάει σχολείο; (αν ήταν μικρή). Σκληρή δουλειά από το πρώτο κιόλας λεπτό.
Αν το πεδίο ήταν ελεύθερο, προχωρούσες σε αναγνώριση. Δεν πλησίαζες αμέσως. Δεν ορμούσες. Εκτός κι αν ήσουν συνηθισμένος στις χυλόπιτες, οπότε άλλη μια ανάμεσα στις πολλές δεν έκανε και κάποια διαφορά. Οι κινήσεις σου ήταν μελετημένες.
Στην αρχή απλά κοιτούσες. Αν δεν έβλεπες ανταπόκριση κοιτούσες λίγο πιο επίμονα. Λίγο, είπαμε. Ο κίνδυνος της απαξίωσης και της χυλόπιτας συνέχιζε να υπάρχει.
Αν υπήρχε ανταπόκριση, προχωρούσες στο δεύτερο στάδιο. Ένα χαμόγελο για αρχή ήταν καλό. Μη το παρακάνουμε. Στη συνέχεια μια πρώτη κουβέντα στο χαλαρό και στο «αθώο» ήταν ένα πάρα πολύ καλό βήμα. Η συνέχεια, άλλωστε, θα είναι ακόμα πιο δύσκολη.
Εδώ είναι αναγκαίες κάποιες διευκρινήσεις. Αν δεν υπήρχε ανταπόκριση είχες δυο δρόμους. Είτε προχωρούσες αμέσως στο plan b εφαρμόζοντας τα βήματα που θα διαβάσεις παρακάτω ή… υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Δεν χάθηκε, δα, κι ο κόσμος.
Ερωτευμένος αστυνόμος Μπέκας
Αν δεν το είχες με την άμεση πρώτη επαφή ή δεν έβλεπες αμέσως την απαραίτητη ανταπόκριση, τις ημέρες που ακολουθούσαν μεταμορφωνόσουν σε έναν ερωτευμένο αστυνόμο Μπέκα. Καλή η τυχαία συνάντηση αλλά εδώ έπρεπε να στηθεί ολόκληρη επιχείρηση, ώστε, το… τυχαίο να ξανασυμβεί. Εντελώς τυχαία, εννοείται.
Έχοντας πάρει, λοιπόν, τις πληροφορίες σου από το επιτόπιο ρεπορτάζ που λέγαμε νωρίτερα, άρχιζες την κατασκοπία. Τότε δεν υπήρχαν check in για να δεις που συχνάζει, που δουλεύει, σε ποιο σχολείο ή σε ποια σχολή πάει. Έπρεπε να τα μάθεις όλα και να βάλεις πατίνια στα πόδια σου.
Σύχναζε στην τάδε καφετέρια; Ε, το απόγευμα θα πήγαινες κι εσύ με τους φίλους σου για τυχαίο καφέ. Πήγαινε στη δείνα σχολή; Θα έπιανες στασίδι. Τέλος. Για πιο γρήγορα αποτελέσματα καλό θα ήταν να είχατε κοινές παρέες. Κι αν δεν είχατε, δημιουργούσες. Ο έρωτας θέλει θυσίες.
Αντικειμενικός στόχος σου ήταν να την πλησιάσεις και θα έκανες κάθε θυσία για να το πετύχεις αυτό. Ακόμα και το να υπομένεις τα χαζά αστεία των… φλώρων στην παρέα της.
Θα πηγαινοερχόσουν με τις ώρες έξω από το φροντιστήριο αγγλικών, θα έκοβες βόλτες στα στενά γύρω από το σπίτι της μήπως και την πετύχαινες στο πήγαινε ή το έλα. Θα προσπαθούσες να μάθεις σε ποιο πάρτι θα πάει το επόμενο Σάββατο, ώστε να πείσεις τον οικοδεσπότη να καλέσει κι εσένα.
Ακούγονται λίγο τρομακτικά όλα αυτά; Θυμίζουν κάτι από θρίλερ που ο παρανοϊκός με το τσεκούρι, αναζητά τα επόμενα θύματά του; Μπορεί. Αλλά τότε δεν είχες άλλη επιλογή. Έπρεπε να κάνεις όλα τα παραπάνω αλλά με μέτρο. Μη την τρομάξεις την κοπελίτσα.
Τα θρυλικά και αγαπημένα ραβασάκια
Αν υποθέσουμε πως όλα τα παραπάνω έχουν πάει κατ’ ευχήν, σημαίνει πως ήδη έχεις πιάσει μια πρώτη επαφή. Έχετε μιλήσει μια- δυο φορές. Πλέον δεν της είσαι τελείως άγνωστος ή τέλος πάντων η γνωριμία έχει προχωρήσει μερικά βήματα, οπότε ήδη έχεις δημιουργήσει (και μπράβο σου, δηλαδή) τον χώρο για το επόμενο βήμα.
Η κουβέντα ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους δεν είναι βολική άρα θα έπρεπε να κανονιστεί κάποια συνάντηση. Ένα ραντεβού, βρε αδερφέ. Πως, όμως, θα το κανονίσεις όλο αυτό με τόσο κόσμο τριγύρω σου;
Τότε δεν υπήρχε η απομόνωση του chatroom, του messenger ή του Viber. Εδώ ότι είναι να γίνει θα γίνει σχεδόν δημόσια. Εκτός κι αν ήσουν κανένα τσακαλάκος και κατάφερνες και περνούσες τα μηνύματα σου… υπογείως και κρυφά από τους άλλους.
Ένα κομμάτι χαρτί από το τετράδιο. Η κενή άκρη από την αθλητική εφημερίδα που πάντα έχεις μαζί σου. Η απόδειξη από τους καφέδες (να και το χτύπημα στην φοροδιαφυγή). Οτιδήποτε ήταν λευκό και μπορούσες να γράψεις πάνω το τηλέφωνο σου ή να ζητήσεις να σου γράψει πάνω το δικό της και να σου το επιστρέψει.
Το ραβασάκι που όλοι αγαπήσαμε. Θα το άφηνες κάτω από το ποτήρι της. Μέσα σε κάποιο βιβλίο της. Μέσα σε κάποια τσέπη στο μπουφάν της. Θα το έδινες χέρι με χέρι ακολουθώντας όλους τους κανόνες συνωμοτικότητας που θα έκαναν ακόμα και τον Χριστόδουλο Ξηρό να κοκκινίσει από ντροπή. Όπως και να επέλεγες να το κάνεις, σκοπός ήταν ένας:
Το μήνυμα έπρεπε να φτάσει στον αποδέκτη του πάση θυσία για να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα.
«Ναι, γεια σας… Την Ευλαμπία θα ήθελα»!
Ας υποθέσουμε, πάλι, για την οικονομία των… λέξεων στο θέμα, πως το ραβασάκι έφτασε στον παραλήπτη, ο οποίος ανταποκρίθηκε και το επέστρεψε με το τηλέφωνό του γραμμένο πάνω. Και φτάνουμε στον τελευταίο μεγάλο σκόπελο πριν το πολυπόθητο ραντεβού.
Πως θα το κλείσεις; Θα πρέπει να πάρεις τηλέφωνο στο σπίτι της. Κινητά δεν υπήρχαν τότε. Μη λέμε τα ίδια συνέχεια. Τηλεφωνείς λοιπόν. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται η βαριά φωνή του πατέρα της.
«Παρακαλώ» και αμέσως σου κόβονται τα πόδια. «Ναι, γεια σας. Την Ευλαμπία θα ήθελα», λες εσύ. Και μετά σκάει ο κεραυνός πάνω στο κεφαλάκι σου. «Και ποιος είσαι εσύ αγόρι μου»; Τι να πεις τώρα; «Ε, ένας φίλος της από το σχολείο»; Και εκεί που νόμιζες πως έχεις «καθαρίσει» έρχεται και δεύτερος κεραυνός. «Μπα; Και πως σε λένε; Δεν σε έχω ξανακούσει». Το «ποιανού είσαι ‘συ» από κάτι τέτοια βγήκε…
Τέλος πάντων, πέρναγες την ιερά εξέταση και έκλεινες το ραντεβού. «Στις 8 στην τάδε καφετέρια» ήταν το συμπέρασμα. Και πήγαινες εκεί. Και καθόσουν. Και περίμενες και πέρναγε η ώρα και σε έζωναν τα φίδια. Θα έρθει τελικά; Και αν της έτυχε κάτι; Πως θα σε ειδοποιούσε; Δεν υπήρχε τρόπος. Θα έπρεπε να περιμένεις και να εύχεσαι όλα να πάνε καλά.
Όλα τα παραπάνω ακούγονται εξαιρετικά πολύπλοκα σε σχέση με το πώς… «στήνεται» σήμερα η όλη φάση. Σωστά. Όντως ήταν. Αλλά, μεταξύ μας, τώρα είχε άλλη χάρη και σίγουρα η επιτυχία πρόσφερε μεγαλύτερη ικανοποίηση.