Όταν καμία φορά μας πιάνει νοσταλγία για την δεκαετία του 90’ και αρχίζουμε (κάπου μεταξύ μπύρας και πιτόγυρου) να κουβεντιάζουμε για τα κατορθώματά μας, η συζήτηση θα πάει αναγκαστικά στις στιλιστικές μας επιλογές και από εκεί με βεβαιότητα θα καταλήξει στις γκέτα, στις χαιλάντερ, στις βέρμαχτ, τις Dr Martens και τα φλάιτ, που είχαν γίνει κομμάτι του δέρματός μας.
Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που όλο περηφάνια πήγα στο Μοναστηράκι και ακούμπησα 2-3 χαρτζιλίκια μαζεμένα για να πάρω τις χαϊλάντερ μου και επέστρεψα στο σπίτι. Εννοείται φορώντας τις! Θυμάμαι το βλέμμα του πατέρα μου, που ήταν σα να έλεγε «τι αμαρτίες πληρώνω θεέ μου»;
Ο κυρ Χρήστος, λοιπόν, κρητικός και οικοδόμος, είχε μεγαλώσει αλλιώς και αυτά τα πράγματα δεν τα καταλάβαινε. «Πας και δίνεις ένα τσουβάλι λεφτά για να φορέσεις άρβυλα; Και γιατί δεν περιμένεις να πας φαντάρος να σου τα δώσουν τσάμπα» αναρωτιόταν…
Αυτό που δεν ήξερε ο κυρ Χρήστος ήταν ότι εκείνη την εποχή πέρα και μακριά από τα μάτια μανάδων και πατεράδων υπήρχε σε πλήρη εξέλιξη ένας ανελέητος πόλεμος μεταξύ των πιτσιρικάδων. Πόλεμος για τα «κουμάντα» στη γειτονιά, αλλά και για το ποιος θα φοράει τα πιο άγρια και φθαρμένα άρβυλα…
[sidequote]Η «αλητεία» των 90s[/sidequote]
Εντάξει, μπορεί η δεκαετία του ’90 να μην είχε την αύρα και την αθωότητα της αντίστοιχης του ’80 αλλά ο ιστορικός του μέλλοντος θα ασχοληθεί αρκετά, ειδικά με το πρώτο μισό της.
Ήταν μια εποχή ημι-άγρια. Συμμορίες όπως τις φαντάζεται κάποιος δεν υπήρχαν όσο τα προηγούμενα χρόνια ή σε άλλες χώρες. Η μορφή τους θύμιζε περισσότερο αγέλες παρά οτιδήποτε άλλο. Αρχικά ήταν οι ενδοσχολικές αγέλες που συνήθως ορίζονταν από τις τάξεις. Υπήρχαν οι all time classic οπαδικές (οι γαύροι, οι βάζελοι, τα χανούμια κλπ ). Υπήρχαν οι μουσικές (οι μεταλάδες, τα πανκιά και οι ρεϊβάδες). Υπήρχαν και οι αγέλες των γειτονιών στις οποίες συνασπίζονταν (έστω και για λίγο) όλοι οι παραπάνω.
Κοινός παρανομαστής το ξύλο. Για κάθε λόγο. Ακόμα και χωρίς λόγο. Γυρνούσες ματωμένος στο σπίτι και στο ερώτημα «τι έπαθες παιδί μου», απαντούσες «πάνω στη μπάλα το έπαθα, παράτα μας».
Προφανής στόχος η επικράτηση της αγέλης σου. Γιατί, κακά τα ψέματα, ρε παιδάκι μου, όταν νικούσες έμπαινες με άλλο αέρα στην πλατεία. Ψηλότερος κατά 10 πόντους. Και έριχνες και κλεφτές ματιές για να δεις αν κοιτάζουν τα κορίτσια. Μην πάει χαμένος τόσος κόπος (και τόσος πόνος).
Και κάπου μέσα σε αυτόν τον κακό χαμό, έρχονται στην Ελλάδα κάτι περίεργα πατούμενα από την Αγγλία. Εκεί βέβαια κυκλοφορούσαν για κάποιες δεκαετίες αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα. Τα παπούτσια αυτά, δεν ήταν απλά παπούτσια. Ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν άποψη. Ήταν από ένα σημείο και μετά και μόδα, βέβαια, αλλά στην πραγματικότητα (ειδικά τα πρώτα χρόνια) ήταν όπλα.
Οι γκέτα, οι χαιλάντερ και οι Dr Martens, ήταν -για όσους δεν θυμούνται- κάτι «διακριτικά» και «κομψά» άρβυλα που προκαλούσαν τρόμο στις αντίπαλες αγέλες. Για όσους αγνοούν την ύπαρξή τους, στο μπροστινό μέρος τους και εσωτερικά του δέρματος είχαν ένα μεγάλο κομμάτι σίδερο που… πονούσε! Πονούσε πολύ. Ειδικά όταν έτρωγες κλωτσιά στο καλάμι…
Η τιμή τους τότε ξεκινούσε από τις 17.000 και έφτανε ακόμα και τις 20.000 δραχμούλες! Ακριβές για τα τότε δεδομένα ενός πιτσιρικά. Αυτό βέβαια δεν μας εμπόδιζε να ταράζουμε στις κλωτσιές τις κολώνες της ΔΕΗ και τους τοίχους των σχολείων για να τις φθείρουμε μπροστά. Τι γιατί; Τίποτα φλώροι είμαστε να κυκλοφορούμε με παπούτσια που είναι καθαρά και περιποιημένα;
Όλα αυτά τα άρβυλα είχαν την τιμητική τους στους τσαμπουκάδες. Αλλά όχι μόνο… Φοριόντουσαν στο σχολείο, στο γήπεδο, στις συναυλίες, στην παραλία, στον ύπνο. Ακόμα και στο ποδόσφαιρο. Φορούσες τις γκέτα, έμπαινες στην επίθεση ή έπιανες θέση στην άμυνα και… γαία πυρί μιχθήτω!
Ακόμα, λοιπόν, και όσοι δεν είχαν αγοράσει τα συγκεκριμένα άρβυλα, αναγκαστικά κάποια στιγμή θα έκαναν την βόλτα τους από την Ηφαίστου στο Μοναστηράκι! Από ένα σημείο και μετά ήταν θέμα αυτοπροστασίας. Στο «Top Man» και στον «Στρατηγό» γινόταν κάθε Σαββατοκύριακο κανονικό πανηγύρι. Οι «κράχτες» δεν προλάβαιναν να βάζουν κόσμο μέσα στα μαγαζιά και ταυτόχρονα να βροντοφωνάζουν την πραμάτεια τους.
Την τριάδα των γκέτα, χαιλάντερ και Dr Martens συμπλήρωναν οι Βέρμαχτ! Άλλη περίπτωση αυτή… Το όνομα τους, το είχαν πάρει από τις ομώνυμες μονάδες του γερμανικού στρατού. Μονοκόμματες. Χωρίς κορδόνια. Μόνο με ένα μικρό αλλά φονικό, εξωτερικό, σίδερο μπροστά που κάθε επαφή μαζί του σε έστελνε να θαυμάσεις τα εξωτερικά ιατρεία στο ΚΑΤ. Αργότερα, και μετά από πολλά κατάγματα οι περισσότεροι έβγαζαν το σίδερο αυτό και το έβαζαν σαν μπρελόκ στα κλειδιά τους.
Κυρίως στις Βέρμαχτ μπορούσες να πας και στον τσαγκάρη σου για να σου προσθέσει… σόλες από κάτω! Δίπατο ή ακόμα και τρίπατο, μουράτο μεν (σε έδειχνε και ψηλότερο) αλλά βαρύ και ασήκωτο σε περίπτωση που μπλεχτείς σε τσαμπουκά.
Βέβαια, δεν πήγαινες έτσι απλά αγόραζες ένα ζευγάρι αρβύλες, τις φόραγες και τέλος. Υπήρχαν αρκετά θέματα. Τι θα πάρεις; 10αρες; 14αρες; Ακόμα μεγαλύτερες; Όχι, οι αριθμοί αυτοί δεν είναι απλά νούμερα. Είναι οι τρύπες για τα κορδόνια που είχε κάθε αρβύλα και η επιλογή τους δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση. Σε μεγάλο ποσοστό καθόριζε το τι ώρα έπρεπε να σηκωθείς το πρωί για να ετοιμαστείς για το σχολείο.
Τι χρώμα κορδόνι θα βάλεις; Εξαρτάται από τα πολιτικά σου πιστεύω. Κόκκινα ή μαύρα; Είσαι αναρχικός. Άσπρα; Είσαι ακροδεξιός και ουαί και αλίμονο αν βρισκόσουν στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή.
Κάθε πιτσιρικάς που έζησε την εφηβεία του στις αρχές των 90s (άντε και τέλη των 80s) και σεβόταν τον εαυτό του, ωστόσο, δεν έμενε μόνο στα άρβυλα και τους συμβολισμούς τους. Είχε το ντύσιμο που άρμοζε στην αγέλη του.
Μαύρα τζιν «σωλήνες» και μπουφάν γεμάτα ραφτά από συγκροτήματα και ομάδες συμπλήρωναν το ντύσιμο. Καλοκαίρι, άνοιξη και Φθινόπωρο. Τον χειμώνα τα πράγματα σοβάρευαν. Υπήρχαν τα φλάιτ! Τα μπουφάν που ερχόντουσαν από τις ΗΠΑ όπου τα φορούσαν οι πιλότοι στα πολεμικά αεροπλάνα.
Τα φλάιτ έβγαιναν σε διάφορα χρώματα. Κυριαρχούσε το μαύρο (που πάει με όλα, σαν το γνωστό αναψυκτικό) αλλά υπήρχαν πολλά χακί, αρκετά μπορντό και λιγότερα γκρι. Όλα με το χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα από μέσα. Αν ήσουν στη Θεσσαλονίκη (είτε ΠΑΟΚτζης, είτε Αρειανός) έμπαινες στην κερκίδα, γυρνούσες το φλάιτ ανάποδα και… έστηνες χορό.
Αν ήσουν στην Αθήνα το έβλεπες σπανιότερα. Αν κάποιος το φόραγε ανάποδα τον κοιτούσαν στραβά και έπρεπε να δώσει τις ανάλογες εξηγήσεις στη λογική του «τι γιατί το σπάμε; Αφού έχει αθηναϊκές πινακίδες», που έλεγε και ο Μπάμπης ο Σουγιάς για να συμφωνήσουν ο Πέτρος ο Μπαλτάς και ο Πεταλούδας ο Νίκος.
Πέρα από τα φλάιτ, ωστόσο, υπήρχαν και οι «λύκοι». Αυτά τα φορούσαν οι πιο… ψαγμένοι. Είχαν πάρει το όνομά τους από τη γούνα που είχε η κουκούλα η οποία άνοιγε στη μέση και έτσι χωριζόταν στα δυο, πέφτοντας στους ώμους και θυμίζοντας τους… δικαστές του Αρείου Πάγου!
Εν κατακλείδι, όλα τους (μπουφάν, ρούχα, άρβυλα και «αλητεία), έχουν βρει τη δική τους θέση στη ντουλάπα με τις αναμνήσεις, την οποία κάθε τόσο ανοίγουμε για να θυμόμαστε από πού και πως ξεκινήσαμε… Η με δειλά βήματα προσπάθεια για επιστροφή τους στη μόδα, μπορεί να μας επιστρέφει δυο δεκαετίες πίσω, αλλά πλέον τίποτα δεν είναι το ίδιο σήμερα…