Είναι πρακτικά παντού, πάνω στην ταυτότητα και το διαβατήριο, είναι ο τρόπος με τον οποίο αναγνωρίζεται ο ύποπτος σε μια αστυνομική έρευνα, είναι τέλος το πώς ανακαλύπτεις έναν παλιό φίλο στον δρόμο, έστω κι αν έχεις να τον δεις χρόνια και χρόνια. Και δεν είναι τίποτα άλλο από το πρόσωπό μας, αυτό το μοναδικό χαρακτηριστικό που συνδέεται άρρηκτα με την ταυτότητά μας, τόσο μοναδικό που σύντομα θα χρησιμοποιείται ευρέως ακόμα και για να ξεκλειδώνεις το κινητό σου ή να αποκτάς πρόσβαση στο σπίτι σου. Μιας και κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό στον κόσμο, σωστά; Αυτό δεν είναι το θεμελιώδες στοιχείο που ενυπάρχει στη βάση όλων αυτών; Μόνο που μια μέρα συναντάς τον σωσία σου και η ψευδαίσθηση καταστρέφεται στη στιγμή! Η λαϊκή σοφία το λέει εξάλλου διαχρονικά πως όλοι έχουμε τον σωσία μας κάπου εκεί έξω. Κάπου υπάρχει δηλαδή ένας δεύτερος εαυτός μας, ένας δίδυμος ξένος, το ακριβές αντίγραφό μας που έχει τα μάτια της μητέρας μας και τη μύτη του πατέρα μας, όπως ακριβώς κι εμείς δηλαδή. Ακόμα και αυτή την ενοχλητική κρεατοελιά που έχεις από καιρό αποφασίσει να βγάλεις. Και η ανθρωπότητα έχει στοιχειωθεί μάλιστα από την ιδέα του δίδυμου ξένου πολύ παλιότερα απ’ όσο θυμάται. Ακόμα και στο «Έπος του Γκιλγκαμές», το αρχαιότερο ενδεχομένως λογοτεχνικό έργο, συναντάμε έναν σωσία, πριν εμπνεύσει αμέτρητους ακόμα ποιητές και λογοτέχνες να μιλήσουν για εντελώς ξένους ανθρώπους που μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Είναι όμως όλα αυτά αλήθεια; Και είναι λόγω των απλών πιθανοτήτων και μόνο, ότι ζούμε δηλαδή σε έναν κόσμο 7 δισ. ανθρώπων και δεν μπορεί, κάποιος θα υπάρχει που θα μας μοιάζει; Κι αν η ερώτηση μοιάζει αστεία, οι επιπτώσεις της μόνο γέλιο δεν προκαλούν. Όσο για την απάντηση, είναι σαφώς πιο περίπλοκη από ένα «ναι» ή ένα «όχι», αν πρέπει πάντως να αποπειραθούμε μια πρώτη απόκριση, τότε δεν είναι καθόλου απίθανο να έχεις έναν σωσία εκεί έξω, ενδεχομένως και περισσότερους!
Ένας άνθρωπος προσπαθεί να μάθει
Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον σωσία του άλλου;
Ήταν σαφές λοιπόν πως έπρεπε πρώτα να οριστεί τι εννοούμε ακριβώς όταν λέμε «σωσίας». Όπως μας λέει ο ακαδημαϊκός David Aldous, στατιστικολόγος του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, «όλα εξαρτώνται από το αν εννοούμε ‘‘σωσίας ενός ανθρώπου’’ ή ‘‘σωσίας ενός λογισμικού αναγνώρισης προσώπου’’». Και εννοεί προφανώς πως οι συγκρίσεις ομοιότητας είναι περισσότερο διαισθητικές παρά βασίζονται σε απόλυτες μετρήσεις. Γι’ αυτό και σπανίως συμφωνούμε εξάλλου μεταξύ μας για το αν δύο πρόσωπα μοιάζουν. Είναι έτσι η μεγαλύτερη εικόνα παρά το συνολικό άθροισμα των μερών. Αν λοιπόν αυτές οι λεπτές διαφοροποιήσεις στα απόλυτα χαρακτηριστικά δεν είναι και τόσο σημαντικές για την τελική σύγκριση, τότε ξαφνικά η πιθανότητα να έχεις έναν σωσία αποκτά πιο ρεαλιστική βάση. Ισχύει όμως αυτό; Για να απαντήσουμε, οφείλουμε να δούμε πώς κάνουμε συγκρίσεις και μάλιστα πώς διακρίνουμε τελικά ένα γνώριμο πρόσωπο. Ορόσημο εδώ είναι η πλάνη του Μπιλ Κλίντον και του Αλ Γκορ που κατέκλυσε το ίντερνετ λίγο πριν από την επανεκλογή τους το 1997. Οι δύο ολότελα αναγνωρίσιμοι αμερικανοί πολιτικοί, πρόεδρος και αντιπρόεδρος των Δημοκρατικών αντίστοιχα, στέκονται δίπλα-δίπλα, μόνο που τα πυρηνικά χαρακτηριστικά του προσώπου του Αλ Γκορ (μάτια, μύτη και στόμα) έχουν αντικατασταθεί από τα αντίστοιχα του Κλίντον. Και κανείς δεν κατάλαβε φυσικά τη διαφορά! Το πράγμα πυροδότησε μια μελέτη και το ίδιο συνέβη και στην επόμενη κυβέρνηση, σε μια κοινή φωτογραφία του Μπους με τον δικό του αντιπρόεδρο, Ντικ Τσέινι, όπου ο τελευταίος είχε αποκτήσει τα βασικά χαρακτηριστικά του προέδρου. Τίποτα το παράξενο δεν είχε ο Τσέινι και όλοι αναγνώριζαν εύκολα πως ήταν αυτός στη φωτογραφία. Κι αυτό μας δείχνει πώς κωδικοποιούμε τα χαρακτηριστικά του προσώπου, αλλά και πώς αποθηκεύονται στη μνήμη: περισσότερο ως ένας γενικός χάρτης δηλαδή παρά ως ένα πιστό αντίγραφο της πραγματικής εικόνας. Όταν σκοντάφτεις πάνω σε έναν φίλο στον δρόμο, υποδεικνύουν οι έρευνες, ο εγκέφαλος αρχίζει αμέσως να αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, μόνο που δεν ψάχνει για μάτια, μύτη και αυτιά, αλλά για το γενικό περίγραμμα, πράγματα όπως το χρώμα του δέρματος και η γραμμή των μαλλιών. Όπως αναγνωρίζουμε, ας πούμε, την Ιταλία από το χαρακτηριστικό σχήμα της μπότας που έχει. Τι θα συμβεί όμως αν ο φίλος έχει κάνει ηλιοθεραπεία ή βγήκε μόλις από τον κουρέα; Για να διασφαλιστεί πως θα τον αναγνωρίσει σε κάθε συνθήκη και πλαίσιο εγγραφής, ο εγκέφαλος επιστρατεύει μια περιοχή, τη δεξιά ατρακτοειδή έλικα, που συνδέει όλα τα κομμάτια του παζλ. Αυτό είχε αποδείξει περίτρανα έρευνα του University College του Λονδίνου που κατάφερε να εντοπίσει το τμήμα του εγκεφάλου που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τον Τόνι Μπλερ από τον Τζέιμς Μποντ, αλλά και το κατά πόσο το νέο χτένισμα της Μάργκαρετ Θάτσερ είναι αντιγραφή αυτού της Μέριλιν Μονρόε. «Οι περισσότεροι μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποιον που δεν έχουμε δει την τελευταία δεκαετία», κατέληξε η μελέτη, διατηρώντας στη μνήμη μας έως και 10.000 διαφορετικά πρόσωπα. Αυτή η ολιστική προσέγγιση του ανθρώπινου εγκεφάλου, που προωθεί τη συνολική εικόνα παρά το άθροισμα των μερών, έχει φανεί πως ευθύνεται για την ακαριαία αναγνώριση των οικείων προσώπων μας. Δεν αξιολογούμε μεμονωμένα τα χαρακτηριστικά τους δηλαδή. Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες λεπτομέρειες που έχουν τη σημασία τους. Όπως μας λέει ο Nick Fieller, στατιστικολόγος ενός προγράμματος αναγνώρισης προσώπων (The Computer-Aided Facial Recognition Project), «οι περισσότεροι άνθρωποι επικεντρώνονται σε επιφανειακά χαρακτηριστικά, όπως η γραμμή των μαλλιών, το στιλ του κουρέματος, τα φρύδια», την ίδια ώρα που υπάρχουν βέβαια και μελέτες που επιμένουν πως κοιτάμε πρώτα τα μάτια και μετά το στόμα και τη μύτη, με αυτή τη σειρά. Όλα καταλήγουν λοιπόν σε απλές εκτιμήσεις πιθανότητας. Πόσο πιθανό είναι δηλαδή κάποιος να μας μοιάζει γενικά, έστω κι αν τα μάτια του δεν είναι ακριβώς όπως τα δικά μας. «Υπάρχουν μόνο μερικά γονίδια στον κόσμο που καθορίζουν το σχήμα του προσώπου και εκατομμύρια άνθρωποι, οπότε είναι προορισμένο να συμβεί», εξηγεί ο ειδικός στην αναγνώριση προσώπων Winrich Freiwald του Πανεπιστημίου Ροκφέλερ, «για κάποιον με ένα ‘‘μέσο’’ πρόσωπο, είναι σχετικά εύκολο να βρεις καλά ταίρια». Ας πάρουμε ως παράδειγμα ένα συνηθισμένο πρόσωπο με κοντά ξανθά μαλλιά, καφετί μάτια, ίσια μύτη, στρογγυλό πρόσωπο και καλοσχηματισμένο μούσι. Οι έρευνες υποδεικνύουν πως θα βρεις πολλούς να του μοιάζουν, μιας και το 55% του παγκόσμιου πληθυσμού, ας πούμε, έχει καφετί μάτια. Αλλά και περισσότεροι από 1 στους 10 ανθρώπους είναι στρογγυλοπρόσωποι. Όσο για την ίσια μύτη, ένα καλό 24,2% των Ευρωπαίων έχουν ακριβώς αυτό. Βλέπετε πού πάει το πράγμα. Για να βρεθεί ένας άνθρωπος σαν αυτόν που περιγράψαμε, η πιθανότητα αποκρυσταλλώνεται στη μία ανά 100.000 ανθρώπους. Κάτι που θα έδινε στον άνθρωπο που μελετάμε όχι λιγότερους από 74.000 άλλους που θα του έμοιαζαν πολύ! Πόσο πολύ, αυτό είναι μάλλον θέμα προτίμησης εδώ… Ποια είναι λοιπόν η πιθανότητα να υπάρχει εκεί έξω ο σωσίας σου;
Ο ευκολότερος τρόπος να μαντέψεις κάτι τέτοιο είναι να υπολογίσεις τον αριθμό των πιθανών υποψηφίων και να τον συγκρίνεις με τον συνολικό αριθμό του ανθρώπινου πληθυσμού. Η στατιστική είναι όμως άτιμο πράγμα, γιατί αν υποθέσουμε πως υπάρχουν 7,4 δισ. διαφορετικές φάτσες εκεί έξω, τότε θα χρειαζόμασταν παγκόσμιο πληθυσμό στα 150 δισ. ανθρώπους για να πούμε με σιγουριά πως θα έχεις έναν σωσία σου. Και όπως είναι φυσικό, κανείς δεν έχει ιδέα για την τελική εκτίμηση της πιθανότητας. Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, η πρόσληψη των χαρακτηριστικών του προσώπου και η ανάλυσή τους είναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση. Άλλοι έχουν πρόβλημα να αναγνωρίσουν ακόμα και τον εαυτό τους σε μια φωτογραφία και άλλοι πάλι δεν ξεχνούν ποτέ ένα πρόσωπο που είδαν ακόμα και φευγαλέα. Ακόμα κι έτσι όμως, αρκετοί επιστήμονες θεωρούν πως η πιθανότητα είναι αρκετά καλή. Εκτός κι αν έχουμε, μας λένε, ένα πραγματικά ιδιαίτερο πρόσωπο και εντελώς ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, τότε οι περισσότεροι από μας έχουμε κάποιον που μας μοιάζει πολύ. Που πιστεύουμε εμείς ή που πιστεύουν οι άλλοι γύρω μας ότι μας μοιάζει πολύ, η ειδοποιός διαφορά του θέματός μας. «Δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη γενετική ποικιλία στον κόσμο», σημειώνει ο καθηγητής νευροβιολογίας του Πανεπιστημίου Κορνέλ, Michael Sheehan, «αν ανακατέψεις την τράπουλα τόσες πολλές φορές, τότε σε κάποια στιγμή θα σου μοιραστεί το ίδιο φύλλο δύο φορές». Οι ερευνητές είναι μάλιστα αισιόδοξοι στις μέρες μας, τις μέρες του ίντερνετ και της κοινωνικής δικτύωσης, όπου όλοι σχεδόν έχουμε μια φωτογραφία μας online, ότι θα μπορέσουν να σταθμίσουν κάποια στιγμή αυτή την πιθανότητα. Γιατί μας απασχολεί όμως το θέμα του σωσία μας; Είναι αυτός ο παράξενος και ακαριαίος δεσμός που αναπτύσσεται με κάποιον που σου μοιάζει, γιατί μοιράζεσαι πολλά κοινά, ή είναι αντιθέτως ένα ναρκισσιστικό πλήγμα πως δεν είμαστε μοναδικοί; Υπάρχουν έρευνες που έχουν δείξει ότι τείνουμε να κρίνουμε ανθρώπους που μας μοιάζουν, από τη φωτογραφία τους και μόνο, ως ελκυστικούς και αξιόπιστους, ένας παράγοντας που κάποιοι αναλυτές συνδέουν ακόμα και με τις εκλογικές επιλογές μας. Αυτό δεν αποκλείεται καθόλου να πηγαίνει πίσω στο εξελικτικό μας παρελθόν, όταν η ομοιότητα του προσώπου ήταν ένας χρήσιμος δείκτης συγγένειας και δεσμού. Στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο όμως κανείς δεν γνωρίζει τι επιπτώσεις έχει για τον ψυχισμό μας το να βρούμε κάποιον που να είναι ίδιος με μας. «Αν έχεις αρκετούς ανθρώπους», επιμένει ο Sheehan, «τότε θα καταλήξεις με κάποιον που δεν θα μοιάζει τόσο τρελά διαφορετικός από σένα». Το θέμα είναι τι θα γίνει αν τον βρεις…