Ο Κόκκοτας, η Γλυκερία, ο Μπονάτσος, η Βίσση, ο Καρβέλας, ο Γαβαλάς, ο Δάκης, ο Βοσκόπουλος, ο Κατσαρός, ο Ζαμπέτας, ο Πουλόπουλος, ο Νικολάου, η Πόλυ Πάνου, η Μαίρη Λίντα, ο Χρηστάκης, ο…. Και πίσω από όλους αυτούς και πολλούς ακόμα ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος. Έζησε τη νύχτα, όταν όσοι είχαν νυχτομάγαζα, δεν συγκαταλέγονταν στους επιχειρηματίες, αλλά στους «νταραβεριτζήδες». Ο Παπαργυρόπουλος πέρασε τρεις ζωές μέσα σε μία, με πολλή περιπέτεια και ακόμα πιο πολλές εμπειρίες. Κοντά στα 70 -ίσως λίγο περισσότερο- έφερε τον Ανδρέα και το Μητσοτάκη στα μαγαζιά του και είδε πολλά πεντοχίλιαρα να πιάνουν φωτιά και αμέτρητα πιάτα να κομματιάζονται επί σκηνής. Ο ίδιος απέκτησε το 1975 την ιστορική Αθηναία στο Κολωνάκι και την έκανε στέκι για τον καλό κόσμο της εποχής. Και σήμερα 43 χρόνια αργότερα, ο Παπαργυρόπουλος κάνει ξανά εγκαίνια στην Αθηναία. Η κοσμική υπόγα που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1945, πλέον θα προσφέρει μόνο φαγητό στο ισόγειο. Χωρίς ζωντανή μουσική όπως οι παλιοί την είχαν συνηθίσει. «Μεσογειακή κουζίνα», όπως λέει ο ίδιος. «Κρατάμε όμως και μερικά από τα παραδοσιακά πιάτα, όπως το φρικασέ που σερβίραμε κάποτε». «Και στο υπόγειο του μαγαζιού, θα έρχεται ο κόσμος για τα live μας σε μία μικρή μουσική σκηνή που διαθέτουμε. Εκεί κάθε Δευτέρα, θα παίζει ο Γιώργος Κατσαρός…» Ο Αργύρης, όπως συστηνόταν σε όσους διάσημους πήγαιναν στα μαγαζιά του, καθιέρωσε την έννοια «μεγάλη πίστα». Ξεκίνησε με μεγάλα μαγαζιά στην Εθνική Οδό, όπως το Πρόσωπο, αλλά και στην παραλιακή τα Αστέρια. Ο ιδιοκτήτης μαγαζιών, που επισκέφθηκαν από τη Σάρον Στόουν και την Ορνέλα Μούτι, τον Αλβέρτο του Μονακό αρκετούς ακόμα, συστήνεται στο newsbeast.gr. – Πότε μπήκατε στο χώρο; «Ήμουν πολύ μικρός όταν έφυγα για έξω. Το πολύ είκοσι χρονών. Ταξίδεψα με τα καράβια και γύρισα να υπηρετήσω την πατρίδα το 1964. Γύρισα Αμερική και Ευρώπη, έχοντας ήδη κάποιες ιδέες για το μέλλον στο μυαλό μου. Το 1968 άνοιξα κάποια μαγαζιά και μέχρι σήμερα συνεχίζω να κάνω το ίδιο». – Η ενασχόλησή σας με τη νύχτα ήταν τυχαίο γεγονός; «Άλλο σπούδαζα. Πήγαινα τότε σε μια σχολή για να γίνω ηλεκτρολόγος. Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα σε οδηγούν από μόνα τους. Κι έτσι μπήκα στη νύχτα. Κάνω αυτή τη δουλειά περίπου 50 χρόνια και δε φοβάμαι να πω τη λέξη «νύχτα», όσο κι αν είναι παρεξηγημένη για κάποιους. Τα όσα λέγονται άλλωστε για τη νύχτα περισσότερο μυθεύματα είναι, παρά οτιδήποτε άλλο. Δίνουν λίγο χρώμα στην κατάμαυρη νύχτα, από εκείνους που θέλουν να προσθέσουν λίγο χρυσάφι και λίγο αίμα που είναι κόκκινο και ξεχωρίζει. Που θέλουν να δημιουργήσουν το ντεκόρ της νύχτας. Πάντα έλεγα ότι τα μεγάλα εγκλήματα γίνονται τη μέρα». – Πότε κάνατε την πρώτη σας «γύρα» στις μεγάλες πίστες, ανοίγοντας μαγαζί; «Στην Εθνική Οδό. Είχε τις δόξες της εκείνη την εποχή. Η πρώτη μεγάλη φίρμα που συνεργάστηκα ήταν ο Πάνος ο Γάβαλας με τη Ρία Κούρτη. Το μαγαζί λεγόταν Πρόσωπο. Σκέψου ότι δίπλα μου τραγουδούσε η Σακελαρίου». – Δουλέψατε με τον Κόκκοτα, τι θυμάστε περισσότερο από αυτόν; «Στις εποχές της δόξας του έφτανε στο θέατρο και δεν μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο. Οι θαυμαστές τον περικύκλωναν σε κάθε του εμφάνιση. Παρόλ’ αυτά παρέμεινε ένα απλό παιδί σε όλη του τη διαδρομή». – Πώς είναι το συναίσθημα να φεύγει ένα μεγάλο όνομα από το δικό σας μαγαζί για να πάει στο μαγαζί του γείτονα; «Πολλές φορές μας κακοφαίνεται. Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Οι καλλιτέχνες θέτουν τις προτεραιότητές τους. Άλλοτε επιλέγουν μία πίστα σε πιο κεντρικό σημείο, άλλοτε οι όροι της συνεργασίας είναι ευνοϊκότεροι γι’ αυτούς. Και στη διαδρομή κάνουν μία άλλη επιλογή. Η ουσία όμως είναι μία: κανένας επιχειρηματίας από όλα αυτά τα μαγαζιά που βλέπεις όλα αυτά τα χρόνια, δεν έφυγε πλούσιος. Κάτι έτσι, κάτι αλλιώς, τα λεφτά γυρίζουν και τα πράγματα αλλάζουν. Θα ρωτήσεις βέβαια, “αφού είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ρε Παπαργυρόπουλε κάνεις αυτή τη δουλειά;”. Στην πραγματικότητα για ‘μένα είναι ψυχοθεραπεία». – Τι άλλαξε στο τοπίο της νύχτας με τα χρόνια; «Παλιότερα τα πράγματα ήταν χειρότερα. Γενικά το τοπίο των επιχειρήσεων της νυχτερινής διασκέδασης άλλαξε. Τα νεότερα παιδιά έχουν διαφορετικές παραστάσεις, έχουν σπουδάσει, έχουν ταξιδέψει. Στην εποχή που ξεκίνησα μας έλεγαν “νταραβεριτζήδες”. Για κανέναν δεν ήμαστε τότε επιχειρηματίες». – Ισχύει ότι κάποια στιγμή αποφασίσατε να κρύψετε το μπουζούκι στην Αθηναία γιατί ήταν ένα παρεξηγημένο όργανο για την εποχή; «Πολλές φορές οι πελάτες μου έκαναν παρατήρηση για το μπουζούκι. Κάποιοι από αυτούς δεν το ήθελαν. Ακόμα και ο ίδιος ο Γιώργος ο Κατσαρός όταν συνεργαζόμαστε παλαιότερα. Δεν ήθελε μπουζούκι. “Δεν είναι δυνατόν να βάλουμε μπουζούκι στην Αθηναία”. “Mα ρε μαέστρο αφού έχεις τραγούδια που ακούγεται μπουζούκι…”, απάντησα εγώ. “Θα φέρουμε το μπάσο και την κιθάρα μπροστά και θα πάμε πίσω το μπουζούκι”, είπα δίνοντας τη λύση. Έτσι αποφασίσαμε να κρύψουμε το μπουζούκι, για να μην φαίνεται και απλά να ακούγεται ο ήχος. Μην ξεχνάς ότι το μπουζούκι εκείνα τα χρόνια το είχαν συνδυάσει με χαμαιτυπεία, λέγοντας ότι οι μπουζουκτσήδες έπιναν μαύρο. Στα μαγαζιά αυτά σύχναζαν και άνθρωποι της φυλακής… – Υπάρχουν άγραφοι κανόνες μεταξύ των επιχειρηματιών της νυχτερινής διασκέδασης; «Στην εποχή μου ήμαστε όλοι κι όλοι δέκα νταραβεριτζήδες. Ξέραμε από που κρατούσε η σκούφια του άλλου. Κανένας δεν ενοχλούσε κανέναν. Ποτέ δεν παίρναμε καλλιτέχνη από άλλον, αν δεν ρωτούσαμε. Υπήρχε σεβασμός και μπέσα μεταξύ μας. Για να γίνει κάποιος νταραβεριτζής, έπρεπε να έχει και κάποιους “τίτλους”. Δεν ήταν ανάγκη να είσαι μαχαιροβγάλτης για να σε σέβεται ο άλλος. Αρκεί να ήσουν μπεσαλής, λεβέντης, κιμπάρης. Λέξεις που καταργήθηκαν από το λεξιλόγιο μας με τον καιρό. – Είστε από τον Παρνασσό… Παρόλ’ αυτά επιλέξατε την Αθήνα. «Ναι. Η μάνα μου είναι από τους Δελφούς και ο πατέρας μου από το Πολύδροσο. Δεν μεγάλωσα εκεί όμως. Γεννήθηκα μέσα στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η μάνα μου με πήρε δέκα ημερών παιδάκι από το Πολύδροσο, το οποίο βομβαρδιζόταν, με πέρασε από τον Παρνασσό και από εκεί στους Δελφούς πάνω σε ένα γάιδαρο. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, τα θυμάμαι κυρίως στην Αθήνα και στους Δελφούς. Στο χωριό πήγαμε όταν τελείωσε το αντάρτικο, το 1949, με το φορτηγό του πατέρα μου. Το 1955 ξαναγύρισα στην Αθήνα. Μόνο το δημοτικό τελείωσα στο Πολύδροσο. Ωστόσο το χωριό πάντα μου έβγαζε μια ροκιά, μια μαγκιά, ένα καομποϊλίκι. Μου άρεσαν οι ορεσίβιοι, οι τσοπαναραίοι, τα σκασμένα πρόσωπα. Το χωριό το έχω και θα βρίσκεται πάντα στην καρδιά μου. Στην πραγματικότητα βέβαια είμαι παιδί της Αθήνας. Απλά θέλω να λέω πάντα την καταγωγή μου, γι’ αυτό και μου έχουν δώσει τον τίτλο “ο βλάχος από τον Παρνασσό”. Και γουστάρω πολύ όταν τ’ ακούω». – Άρα προτιμάτε να είστε Βλάχος ή Αθηναίος; «Προτιμώ να είμαι Βλάχος. Οι ρίζες βλέπεις… Ο προπάππους μου ήταν παπάς, πρόεδρος του χωριού, δάσκαλος, έκανε κρυφό σχολειό. Κι όταν μαθαίνεις από πού προέρχεσαι, συγκινείσαι. Μεγαλώσαμε χωρίς τηλεόραση, χωρίς ραδιόφωνο, χωρίς ρεύμα. Σήμερα ζω τη δεύτερη ζωή μου. Και η δεύτερη ζωή έχει μία άνεση. Δεν πεινάω παρά την κρίση. Έχτισα κάποια πράγματα. Στην πρώτη μου ζωή, το 1960 βρισκόμουν στην Αθήνα και έφευγα για τα καράβια. Βγήκα στο εξωτερικό, πήγα στην Αμερική και στη Ρωσία. Είδα πράγματα. Τρελάθηκα! Άνοιξε το μυαλό μου! Ποτέ όμως δεν είχα σχέση με δεξιούς ή αριστερούς παρά το γεγονός ότι από τη μία γνώρισα τον καπιταλισμό της Αμερικής και τον κομμουνισμό της Ρωσίας. Ποτέ δεν ταυτίστηκα με κάποιο κόμμα. Γι’ αυτό και όταν άκουγα κάποιους να εκθειάζουν το ένα ή το άλλο κόμμα, τρελαινόμουν». – Βέβαια επειδή μιλάτε για κόμματα στην εποχή του ΠΑΣΟΚ τα μπουζούκια και η νύχτα έζησαν μεγάλες στιγμές. «Αυτό πληρώνουμε όλοι τώρα! Ο Ανδρέας ο Παπανδρέου… Κακώς που δεν τον έχω φωτογραφία δίπλα στους καλλιτέχνες που έχω στο μαγαζί μου. Στα δικά μου μαγαζιά είχε έρθει τουλάχιστον πέντε φορές στο άνοιγμα της σεζόν. Και νομίζω ότι έκανε πολύ καλά. Είναι αστείο να ισχυρίζεται κάποιος ότι δεν βγαίνει και δε γνωρίζει τι γίνεται στην πιάτσα… Μπορεί κάποιος να είναι μάγκας, να χορεύει τις ζεμπεκιές του, να διασκεδάζει, και όταν πηγαίνει στο γραφείο του να είναι και πάλι ο πρωθυπουργός». – Μιλάτε για μία εποχή που ήταν αποδεκτό να εμφανίζεται ο πρωθυπουργός στα μπουζούκια. Για σκεφτείτε να έρθει σήμερα ο Τσίπρας, τι έχει να γίνει… «Η αλήθεια είναι ότι οι σημερινοί πολιτικοί δεν έχουν την προσωπικότητα που διέθεταν οι παλιοί. Είναι πιο… παιδάκια αυτοί εδώ. Και μόνο που τους βλέπεις καταλαβαίνεις. Οι παλιοί είχαν ψυχή. Αλλά και σήμερα αν είναι μάγκας ο πρωθυπουργός, δεν μπορεί να πάει σε μια ταβέρνα και να ζητήσει να του παίξουν ένα κομμάτι να χορέψει; Ή να κάνει αυτό που έκανε ο Γιαννόπουλος που ζητούσε να του παίξουν τσάμικο;». – Ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος ήταν από τους πιο τακτικούς σας πελάτες; «Ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση ο Γιαννόπουλος. Είχα άλλωστε και ιστορίες μαζί του κάποια στιγμή, όταν είχε δηλώσει ότι τα μαγαζιά μας “δεν είναι σκυλάδικα, αλλά πολιτιστικά κέντρα” και έπεσαν να τον φάνε. Ήμουν τότε πρόεδρος των κέντρων διασκέδασης. Με είχε πάρει στις 2 το βράδυ, λέγοντάς μου: “ρε άχρηστε με κάψατε!!!”». – Από τον Παπανδρέου τι θυμάστε περισσότερο; «Η πρώτη φορά που θυμάμαι, ήταν όταν με πήραν τηλέφωνο στο μαγαζί, να μου πουν ότι είχαν βάλει βόμβα. Όταν ειδοποιήσαμε τη φρουρά, ήρθε και με ρώτησε ο Κατσιφάρας, τι είχε συμβεί. Αφού του εξήγησα, το είπε στον πρόεδρο. “Tι έγινε Αργύρη; (με έλεγε με το μικρό μου)”, ρώτησε τότε ο Παπανδρέου. “Έτσι κι έτσι. Έβαλαν βόμβα, πρόεδρε”, απάντησα. “Το έχεις ασφαλισμένο το μαγαζί”, ξαναρώτησε ο Παπανδρέου. “Όχι πρόεδρε”, είπα εγώ. “Kακό του κεφαλιού σου! Εγώ δεν φεύγω από εδώ”, είπε ξανά. Αλλά θυμάμαι και ένα ακόμα περιστατικό με τον Ανδρέα. Ένα άλλο βράδυ στα Αστέρια κάναμε χορό της Νέας Δημοκρατίας. Ο Μισαϊλίδης έβγαζε μία εφημερίδα και έκανε συγκέντρωση του κόμματος. Την ίδια μέρα γινόταν μία μεγάλη διαδήλωση και ήταν η μόνη που δεν είχε καταφέρει να καταστείλει ο Παπανδρέου. Όταν καταλάγιασαν τα πράγματα, ήρθε σκασμένος στο μαγαζί κατά τις 12. Μου φώναξε τότε ο θυρωρός: “o πρόεδρος! Είναι έξω ο πρόεδρος!”. O Παπανδρέου ήταν στην πόρτα με το μακαρίτη το Ζιάγκα. “Αργύρη τι γίνεται; Έχεις κανένα τραπεζάκι μέσα;”, είπε Ανδρέας μόλις με είδε. “Πρόεδρε, τραπέζια έχω, αλλά είναι μέσα στο μαγαζί η Νέα Δημοκρατία”. “Ποια Νέα Δημοκρατία;”, ξαναρώτησε. Αφού του εξήγησα, εκείνος επέμεινε: “ρε έχεις κανένα τραπέζι πίσω να καθίσω;”. Τελικά μπήκε στο μαγαζί. Στο τραπέζι καθίσαμε ο Ανδρέας, ο Ζιάγκας κι εγώ. Πίσω πίσω. Λίγη ώρα αργότερα, συνέβη το απρόσμενο: ο Παπανδρέου σηκώθηκε στην πίστα να χορέψει. Και από κάτω οι Νεοδημοκράτες χτυπούσαν παλαμάκια!» – Ο Μητσοτάκης ερχόταν στο μαγαζί; Ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος. Και θα πω αυτό, ας με παρεξηγήσουν κάποιοι: εάν υπήρχε σήμερα ένας Μητσοτάκης, θα λύναμε πολλά από τα προβλήματά μας. Είχε έρθει κι αυτός στο μαγαζί. Κάθε φορά του συστηνόμουν ότι είμαι ο Αργύρης, σε περίπτωση που δεν με θυμόταν. “Εγώ είμαι που έχω το μαγαζί κύριε πρόεδρε”, του είπα ένα βράδυ. “Αργύρη παράτα τις κουταμάρες και πες μου πώς πας…”, ήταν η απάντησή του, αποδεικνύοντας ότι με θυμόταν κανονικότατα». – Άλλαξε η νύχτα σήμερα; «Άλλαξε η κοινωνία ολόκληρη! Η νύχτα δεν θα άλλαζε; Ήρθε άλλωστε και ο Παπανδρέου και έβαλε φωτιά στα πάντα. Τα διέλυσε όλα! Την εκκλησία, την κοινωνία… Έδωσε ελευθερία στον κόσμο, σε μία εποχή που δεν ήταν έτοιμος να τη δεχτεί. Η κοινωνία ήταν ανώριμη να αφομοιώσει την ελευθερία που έδωσε ο Ανδρέας». – Την εποχή που ξεκινήσατε στη δουλειά αυτή πώς γλεντούσε ο κόσμος; «Κατά διαστήματα έσπαγαν μπαλόνια στα μαγαζιά. Μετά ήρθαν οι γαρδένιες και τα λουλούδια. Αλλά και καμένα πεντοχίλιαρα και τα σπασμένα πιάτα. Στην πορεία βρίσκαμε νέους τρόπους να χαλάει κάποιος τα λεφτά του όταν ερχόταν στο μαγαζί. Άλλωστε πόσο ποτό θα έπινε κανείς; Θα έπαιρνε ένα μπουκάλι, θα έχυνε κι ένα ακόμα για να κάνει την πλάκα του. Ως εκεί όμως. Ενώ με τα λουλούδια εξασφαλίζαμε ένα ακόμα έσοδο. Και με τα πιάτα το ίδιο. Άλλωστε εμείς δεν πουλάμε είδη πρώτης ανάγκης. Βασιζόμαστε στο περίσσευμα και στην ασωτία του κόσμου… – Προσπάθησαν ποτέ να σας χαλάσουν το μαγαζί; «Μόνο μία; Είμαι γεμάτος σημάδια. Και ξύλο έχω φάει, και ξύλο έχω δώσει. Παλιά έπεφτε ξύλο στα μαγαζιά. Έτσι μπήκαν οι μπράβοι στο παιχνίδι. Αλλιώς είναι να πηγαίνω εγώ με ύψος 1.70 και αλλιώς να βλέπουν έναν ογκώδη τύπο με ύψος 1.90. Τον πρώτο καιρό όμως δεν υπήρχαν οι μπράβοι. Είχαμε κάτι σκληρά παιδιά. Κάτι παλικαράδες που έκαναν αυτή τη δουλειά». – Γιατί κάνατε φυλακή; «Ήταν επόμενο με πορεία 50 χρόνια στη νύχτα. Δεν έκανα ποτέ αδικήματα όπως εμπόριο ναρκωτικών ή κλοπές. Σε κανέναν τσακωμό έδινα καμία, μου έδιναν καμία. Την πρώτη φορά με έβαλαν μέσα για καυγά. Η φυλακή μόνο καλή δεν είναι. Αλλά κι εκεί, σε ένα στενό κύκλο φαίνεται ποιος είναι αξιοπρεπής και ποιος όχι. Πρέπει να σου πω ότι δεν με έχει ρωτήσει μέχρι τώρα δημοσιογράφος, γι’ αυτό που με ρωτάς. Ωστόσο δεν ντρέπομαι για κάτι από αυτά που έκανα και με οδήγησαν στη φυλακή. Και για χρέη έχω πάει μέσα, και μπορεί να ξαναπάω. Αλλά, δεν φταίω εγώ γι’ αυτό. Ειλικρινά. Αν έπρεπε να ντρέπονται κάποιοι, είναι όσοι μας έφτασαν σε αυτό το σημείο». – Είχατε σχέση και με τα Εξάρχεια κάποια στιγμή… «Ήμουν ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού εκεί κοντά. Και η αλήθεια είναι ότι δεν παρεξηγώ τα παιδιά των Εξαρχείων. Συμφωνώ σε κάποια πράγματα μαζί τους. Όχι σε όλα όμως. Δεν γίνεται να σπάνε τα αυτοκίνητα του κόσμου. Αφού όμως έχουν κότσια, ας βρουν αυτούς που ευθύνονται για την κατάντια μας και να τους δώσουν να καταλάβουν. Εάν είχα διαβάσει και μπορούσα να μπω σε αυτό το κύκλωμα, ίσως να τους ζήλευα. Κάποιοι τους λένε τρομοκράτες, εγώ θα έλεγα ότι είναι αυτοί που προσπαθούν να συνετίσουν τους πολιτικούς που αδικούν και κλέβουν τον κόσμο». – Κάποιος όμως μπορεί να πει όσοι βγάλατε λεφτά στη νύχτα, φοροδιαφύγατε και πέρασαν πολλά μαύρα λεφτά από τα χέρια σας. Το λέω επειδή ήρθε η κουβέντα στους πολιτικούς. «Πέρασαν μαύρα λεφτά από τα χέρια μας. Αλλά δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό. Ερχόταν ο έφορος και όταν κάναμε μία φορολογική παράβαση μας έλεγε: “Aν δεν έχεις 100, δώσε 50 και το ξεχνάμε…”. Μα πήγε το σύστημα εκεί και γίναμε έτσι. Ακόμα και εάν φοροδιαφύγαμε πέντε δραχμές ή δεν χτυπήσαμε τα πάντα στις μηχανές, ήταν κυρίως επειδή ζήσαμε σε εποχές πιο ανεκτικές. Παρόλ’ αυτά δεν βάλαμε ποτέ χέρι στο δημόσιο κορβανά. Αυτοί που πήραν λεφτά από τα ταμεία του Δημοσίου θέλουν εκτέλεση. Το να κλέψω εγώ κάτι, μπορεί να συμβεί γιατί είμαι ελεύθερος επαγγελματίας. Όταν όμως ορκιστώ και γίνω δημόσιος λειτουργός, θα πρέπει να είμαι έντιμος και δυνατός χαρακτήρας». – Τι δεν κάνατε που θα θέλατε να κάνετε; «Επιθυμία μου θα ήταν τώρα που βρίσκομαι στην τρίτη ηλικία, να έχω μαζέψει πέντε δραχμές στην άκρη και να εξασφαλίσω την οικογένειά μου. Να κάνω και μερικά καλά. Να λέω ότι δούλεψα και μπορώ να βοηθήσω κάποιον που το χρειάζεται. Ωστόσο το έργο πάει αλλού και όχι όπως το περίμενα». – Χαλάσατε περισσότερα λεφτά από όσα έπρεπε, όταν περνούσαν από τα χέρια σας αρκετά χρήματα; «Ο Θεός δεν σου δίνει όλα τα χαρίσματα. Είναι ταλέντο να ξέρει κανείς πώς θα πάει μια επιχείρηση και πώς θα διαχειριστεί τα χρήματα. Εγώ δεν το είχα. Δεν ξόδευα όλα τα λεφτά μου από ‘δω κι από ‘κει. Έλεγα όμως ότι θα αγόραζα έναν καινούργιο πολυέλαιο για το μαγαζί. Ή ότι θα πάρω καινούργια ηχεία για να ακούγεται καλύτερα ο Κόκκοτας όταν τραγουδάει. Όλα μου τα λεφτά τα έφαγα επενδύοντας. Ήμουν καλός στο να στήνω τα μαγαζιά, να τα εξοπλίζω, να τα γεμίζω κόσμο. Μετά όμως έφτιαχνα ένα καινούργιο μαγαζί ,που δεν είχα λόγο να το κάνω, δεν πήγαινε καλά και έχανα τα λεφτά μου. Ναι, είχα ταλέντο να φτιάχνω ωραία μαγαζιά, να προσέχω τον κόσμο. Και πάντα έλεγα, “δώσε τέσσερα, να πάρεις πέντε”. Ποτέ δεν είπα όμως ότι θα δώσω μηδέν για να πάρω πέντε. Δεν έδωσα ποτέ σε πελάτη μου βρώμικο φαγητό ή νοθευμένο ποτό».