Ξημερώματα Κυριακής 3 Απριλίου 2011. Η μουσική στη Λουκιανού 6 έχει σταματήσει. Τελευταίο τραγούδι που ακούγεται λίγο πριν τα ηχεία μηδενίσουν τα ντεσιμπέλ, το «Ι Love Rock ‘n’ Roll». Ο κόσμος που βρισκόταν στο μαγαζί, αποφασισμένος να ζήσει κάθε στιγμή έως την αποκαθήλωση της ταμπέλας από την είσοδο, από τα χέρια του Πέτρου Πιτσιλή, γιου του ενός από τους ιδρυτές, του Γιώργου. Όσοι ήταν στο ισόγειο του μαγαζιού, φώναζαν ρυθμικά: «δεν θα κλείσεις ποτέ…», αναπαράγοντας το ρυθμό του Seven Nation Army των White Stripes.
Το Rock n Roll έκλεινε. Στην πραγματικότητα όμως μετακόμιζε. Λίγους μήνες αργότερα θα ακούγονταν ξανά οι Red Hot Chilli Peppers και ο Axl Rose από το ημιυπόγειο στην πλατεία Κολωνακίου. Οι περισσότεροι ήξεραν πως το Rock δεν έκλεινε. Προαισθάνονταν. Και ο χρόνος τους επιβεβαίωσε. Το Rock n Roll άνοιξε ξανά στις 24 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Η ιστορία ξεκίνησε το 1987. Δεκέμβριος ήταν όταν οι Πιτσιλήδες, ο Γιώργος και ο Ανδρέας μαζί με τον Ισίδωρο Οδυσσέως αποφάσιζαν να ανοίξουν μια άλλη πόρτα στη νυχτερινή διασκέδαση της εποχής. Διαδεχόμενοι το άλλοτε επιτυχημένο αμερικάνικο μπαρ της Λουκιανού, Stage Coach, που είχε ήδη κλείσει δυο χρόνια νωρίτερα. Φέτος είναι κάτι σαν επέτειος. Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη μουσική που ακούστηκε στο Rock ο Γιώργος και ο Ανδρέας Πιτσιλής, αλλά και οι νεότεροι μέτοχοι, ο Πέτρος Απαλάκης και ο Γιάννης Μωράκης, επιστρέφουν στη Λουκιανού. Και το Rock επιστρέφει κατά ένα τρόπο στις ρίζες του. Εκεί που κάποτε ο Ισίδωρος Οδυσσέως πήγε μαζί με τον Ανδρέα Πιτσιλή μετά από μία βραδινή έξοδο και του πρότεινε να κάνουν ένα μαγαζί, που θα μάζευε όλο τον καλό κόσμο της εποχής. Τότε ο Πιτσιλής δούλευε υπάλληλος σε ένα μαγαζί πίσω από το Hilton. «Το Rock είναι θρύλος. Και θα συνεχίσει να είναι θρύλος. Ίσως είναι ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν από την πρώτη στιγμή ο Ισίδωρος, ο Γιώργος και ο Ανδρέας. Ο Ισίδωρος στη μουσική, ο Γιώργος στο μάζεμα του κόσμου, ο Ανδρέας στην υποδοχή. Η χημεία, ανεξήγητη. Την ιστορία άλλωστε τη γράφουν οι παρέες», λέει στο newsbeast.gr ο Μίμης Φούκας, ο οποίος δούλεψε στο Rock στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. «Στο μαγαζί ερχόταν όλη η Αθήνα. Όλοι! Όποιος μπορείς να φανταστείς. Αλλά κι εκείνοι που δεν μπορείς να φανταστείς ήταν εκεί. Κάποιοι δεν τα κατάφερναν να μπουν μέσα. Η πόρτα ήταν αυστηρή. Είχε την πιο σκληρή πόρτα». «Πιο πολύ θυμάμαι τα αποκριάτικα πάρτι που γίνονταν. Γκρεμίζαμε όλο το μαγαζί και το ξαναχτίζαμε την επόμενη μέρα». Ο ίδιος θυμάται πως το μαγαζί δούλευε τότε όλες τις ημέρες της εβδομάδας. Εκείνος ήταν στην πρωινή βάρδια. «Ανοίγαμε στις 13.00 και σερβίραμε φαγητό. Το βράδυ άλλαζε το σκηνικό, γινόταν όπως το ξέρουμε σήμερα. Τον πρώτο καιρό έπαιζε μουσική ο Ισίδωρος. Εκείνος ταξίδευε στο εξωτερικό και έφερνε τους δίσκους», λέει ο Μίμης. «Δούλευα το χειμώνα στο Rock και τα καλοκαίρια στη Mύκονο, στο Caprice». «Τον Ανδρέα και το Γιώργο τους γνώρισα την εποχή που δούλευαν στο Balthazar. Ο Ανδρέας στην πόρτα και ο Γιώργος ήταν υπεύθυνος. Τότε είχε το μαγαζί ο Νίκος Παλαιολόγος με τη γυναίκα του Καίη Τσιτσέλη». Ο Πέτρος Απαλάκης, μέτοχος σήμερα στο μαγαζί, το γνώρισε την εποχή που ήταν θαμώνας η μητέρα του. «Κάποιες φορές πήγαινα μαζί της. Θυμάμαι την Cadillac και τον dj μέσα στην Cadillac». «Δεν ξέρω αν ο Μωράκης έτρωγε πόρτα». Ο Πέτρος διαψεύδει αυτό που σήμερα εξελίχθηκε σε αστικό μύθο. Ότι δηλαδή ο συνέταιρός του Γιάννης Μωράκης, είχε πει πως επιτέλους κατάφερε να αποκτήσει το μαγαζί, στο οποίο κάποτε έτρωγε πόρτα. «Ακούγεται ωραίο σαν ιστορία, αλλά δεν ξέρω αν αληθεύει». «Όλη η ιστορία γινόταν στα αποκριάτικα πάρτι. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ήταν η τελευταία Κυριακή των αποκριών, που το μαγαζί κερνούσε όλους τους θαμώνες. Έπεφταν μπουγελώματα, «τουρτώματα», ένας χαμός!»