Η Πλάκα… σώθηκε! Το όραμα Τρίτση ήταν εκείνο που την έβγαλε από τη λίστα των υπό… ανάπτυξη περιοχών. Ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος έφερε το 1982 το Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο επέβαλε τη διατήρηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην περιοχή. Περιόριζε παράλληλα την όρεξη όσων γλυκοκοιτούσαν για να ασχημονήσουν αρχιτεκτονικά ή να εγκαινιάσουν τα δικά τους… ευαγή ιδρύματα διασκέδασης. Ρεπορτάζ: Γιώργος Λαμπίρης – Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Το πιθανότερο είναι πως αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, σήμερα θα μιλούσαμε νοσταλγικά για την Πλάκα του χθες. Ξεφυλλίζοντας δεκάδες ξεθωριασμένες φωτογραφίες, οι οποίες θα έφερναν στο νου την εικόνα της παραδοσιακής γειτονιάς του περασμένου -και όχι τόσο αλλοτινού- αιώνα. Τι συνέβη όμως με τις υπόλοιπες περιοχές του κέντρου της Αθήνας; Οι περισσότεροι Αθηναίοι -ηλικίας άνω των τριάντα- θα θυμάστε βραδιές ατελείωτης διασκέδασης σε κάποιο από τα εκατοντάδες νυχτομάγαζα του Ψυρρή. Άλλοι -νεότεροι των τριάντα- ίσως αναπολείτε τις φοιτητικές σας εξορμήσεις σε σοκάκια ή στην πλατεία στο Γκάζι. Όλοι μαζί ίσως να σκέφτεστε τις στιγμές, που αγνοούσατε την αξία του χρόνου, αναζητώντας με αγωνία θέση στάθμευσης στους υπερκορεσμένους δρόμους του Κολωνακίου, με την ελπίδα να καταλαγιάσετε την αγωνία σας, «κατεβάζοντας» ένα γρήγορο ποτό σε κάποιο από τα στέκια της Σκουφά, της πλατείας ή της Πατριάρχου. Και μπορεί ο οραματιστής Τρίτσης να προέβλεψε για την Πλάκα, αλλά μετά από εκείνον κανείς άλλος δεν ακολούθησε το παράδειγμά του. Το Κολωνάκι, ο Ψυρρής, το Γκάζι, που κάποτε γνώρισαν τη θέρμη του αθηναϊκού κοινού όταν έσπευδε να διασκεδάσει ή να συναντήσει την παρέα του, σήμερα μοιάζουν να έχουν μεταμορφωθεί. Αν αναζητήσετε τις αιτίες θα τις βρείτε στην έλλειψη προστασίας του παραδοσιακού χαρακτήρα, στη διάθεση αθρόας εκμετάλλευσης του παραμικρού τετραγωνικού γης από… δημόσιους άρχοντες και επιχειρηματίες και φυσικά στην οικονομική κρίση. Στο οδοιπορικό του newsbeast.gr, μία… αθηνολάτρης αλλά και κάτοικοι των περιοχών του κέντρου, που όλοι θυμόμαστε σήμερα… κάπως αλλιώς, μιλούν για την άνοδο και την πτώση. Για τα στέκια που όλοι αγαπήσαμε και που άλλαξαν ή δεν υπάρχουν καθόλου. Ο Γιώργος Κουγιούλης ζει στο Γκάζι 70 χρόνια. Από τότε που γεννήθηκε. Θυμάται όταν στην περιοχή κατοικούσαν έμποροι της λαχαναγοράς, η οποία βρισκόταν στη συμβολή της Ιεράς Οδού με την Πειραιώς. Θυμάται όμως και την έκρηξη της δημοφιλίας του, από το 1995 και ύστερα. «Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, όλα έμοιαζαν σαν να είχαμε αφήσει πίσω το… ερημικό παρελθόν της περιοχής. Συνεργεία ή χώροι στάθμευσης που υπήρχαν στο Γκάζι, μετατράπηκαν σε κέντρα διασκέδασης, ενώ άλλαξε ολοκληρωτικά η φυσιογνωμία του». Όπως λέει ο Γιώργος Κουγιούλης, τα παλιά χρόνια οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν μουσουλμάνοι της Θράκης, ενώ η περιοχή ήταν αρκετά υποβαθμισμένη πριν τα φώτα της νυχτερινής κυρίως Αθήνας στραφούν προς το μέρος της. «Σταδιακά άρχισαν να συρρέουν πολλά μεγάλα ονόματα της αθηναϊκής κοινωνίας. Είτε για να φάνε είτε για να διασκεδάσουν στο Γκάζι…», σημειώνει ο ίδιος.
Όταν κυριαρχούσαν οι… λαχαναγορίτες
«Ιστορικά, έως το 1965 κατοικούσαν στην περιοχή έμποροι με κύριο αντικείμενό τους την πώληση αγροτικών προϊόντων στην κεντρική λαχαναγορά της Αθήνας, η οποία βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Ιεράς Οδού, πριν μετακομίσει για το Ρέντη, όπου βρίσκεται έως και σήμερα. Όταν έφυγε η λαχαναγορά από την περιοχή μας ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για το Γκάζι. Ο κόσμος εγκατέλειπε σταδιακά τη γειτονιά, τα σπίτια έμεναν ξενοίκιαστα και τα περισσότερα από αυτά έστεκαν εγκαταλειμμένα για πολλά χρόνια». «Αυτό που σήμερα παρατηρώ είναι ότι ανοίγουν καταστήματα με διάρκεια ζωής δύο ή τρεις μήνες. Πλέον ο κόσμος δεν θα επιλέξει εύκολα το Γκάζι, με εξαίρεση την πλατεία όπου βρίσκεται ο σταθμός του μετρό, κυρίως λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που επικρατεί». Για όσους θυμούνται -και ίσως είναι αρκετοί- το πρώτο μαγαζί που στήθηκε στο Γκάζι ήταν το Mamacas, το οποίο προσέλκυσε κόσμο από κάθε γωνία της πρωτεύουσας. Επίσης, πρώτη μεγάλη πίστα ήταν το Γκάζι του Μαροσούλη, το οποίο φιλοξένησε όλα τα γνωστά ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου. «Η έλευση Μοροσούλη έδωσε ώθηση στην περιοχή. Έτσι, το Γκαζοχώρι άρχισε να μετατρέπεται σε Γκάζι. Ένα από τα θετικότερα γεγονότα όμως ήταν η ενοποίηση του Θησείου και του Μοναστηρακίου με την πεζοδρόμηση της Ερμού από το σταθμό του Θησείου έως και το Γκάζι», τονίζει ο Γιώργος Κουγιούλης. Από το 2000 και ύστερα αρκετοί γνωστοί καλλιτέχνες βρήκαν στο Γκάζι το… δικό τους στέκι, αγοράζοντας σπίτια στην περιοχή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Δήμητρας Γαλάνη, της Λίνας Νικολακοπούλου, του Νίκου Ορφανού αλλά και του Λάκη Λαζόπουλου, οι ανακάλυψαν τη δική τους γειτονιά. Τα θέατρα που δημιουργήθηκαν στην περιοχή έδωσαν ζωντάνια στο Γκάζι και προσέλκυσαν -εκτός από το κοινό που αναζητούσε να σβήσει τη δίψα του με ένα ποτό- αρκετούς φιλότεχνους επισκέπτες. Το παλιό χυτήριο έγινε θέατρο «Χυτήριο», δημιουργήθηκε το χοροθέατρο της Σπυράτου, οι Ροές, ενώ για ένα χρονικό διάστημα ορισμένες σκηνές του Εθνικού Θεάτρου ανέβαζαν παραστάσεις στην οδό Ευμολπιδών. Δημιουργήθηκε το «Σύγχρονο Θέατρο» και το θέατρο «104», όπου στέγασε για ένα χρονικό διάστημα την δραματική του σχολή ο Γιώργος Κιμούλης. Ο κύριος Κουγιούλης κατηγορεί ωστόσο το δήμο για αδιαφορία, καθώς όπως λέει δεν υπάρχει καμία στήριξη από τη δημοτική αρχή, γεγονός που συνέτεινε στην εγκατάλειψη της περιοχής.
Ψυρρής, από τα νεοκλασικά στον… αέρα εκατομμυρίων
Φεύγοντας από το Γκάζι περπατάμε προς τον γειτονικό Ψυρρή. Εκεί, η επιθυμία κάποιων σε συνδυασμό με την ψευδαίσθηση ότι θα κερδίσουν χρήματα εύκολα και γρήγορα, προκάλεσαν την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της περιοχής. Οι αξίες των ακινήτων εκτοξεύθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη, η οποία έπαψε να θυμίζει την παραδοσιακή γειτονιά που ήταν κάποτε. Μετά το αρχικό ξέσπασμα της… δόξας πολλοί ιδιοκτήτες αναγκάστηκαν να κλείσουν τα καταστήματά τους υπό το βάρος των δυσβάσταχτων εξόδων. «Μένω στην περιοχή από το 1973. Κάποτε τα νεοκλασικά κατοικούνταν όλα, ενώ υπήρχαν πολλά διάσπαρτα μικρομάγαζα και βιοτεχνίες. Η επταετία όμως άρχισε να… εξαφανίζει τα νεοκλασσικά», λέει η κάτοικος του Ψυρρή, Βάσω Νικολακοπούλου. «Τότε γκρεμίστηκαν πολλά από αυτά και τα περισσότερα έγιναν βιοτεχνίες. Ακολούθησε ο σεισμός του 1980, ο οποίος επέφερε ένα ακόμα πλήγμα στα νεοκλασικά, ενώ παράλληλα το κόστος ανακατασκευής τους ήταν απαγορευτικό για τους ιδιοκτήτες. Έτσι, παρά το γεγονός ότι κρίθηκαν διατηρητέα δεν έλαβαν καμία οικονομική ενίσχυση για να μπορέσουν να τα αναπαλαιώσουν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν οι περισσότεροι μόνιμοι κάτοικοι την περιοχή», συνεχίζει την περιγραφή της. «Σταδιακά οι βιοτεχνίες και τα ξυλουργία μετατράπηκαν σε χώρους διασκέδασης και θέατρα. Τα καφενεία και τα μεζεδοπωλεία μετά το 1997 έγιναν νυχτερινά κέντρα. Κανείς από τους εκάστοτε… υπευθύνους δεν ασχολήθηκε σοβαρά για την ανάπλαση της περιοχής και όλες οι προσπάθειες που έγιναν ήταν σπασμωδικές. Μετά τους Ολυμπιακούς κανείς δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία ώστε να καταλάβουν οι καταστηματάρχες που είχαν τα κέντρα αλλά και οι παραδοσιακοί καταστηματάρχες, ότι θα έπρεπε να συνυπάρξουν. Τελικά, η μονομέρεια έφερε τη γκετοποίηση». Στα πρώτα χρόνια της ανόδου του Ψυρρή έσπευσαν να επενδύσουν ορισμένοι ρομαντικοί επιχειρηματίες, οι οποίοι είχαν αγαπήσει τη γειτονιά και ήλπιζαν ότι θα τη διατηρήσουν ανέπαφη, να θυμίζει κάτι από την παλιά Αθήνα.
Από την Πλάκα στου Ψυρρή
«Κάποιοι άλλοι πίστεψαν ότι θα κονομήσουν με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων επιχειρήσεων. Αρχικά έγινε της μόδας η Πλάκα μετά το διάταγμα Τρίτση. Η… πελατεία όμως έφυγε από εκεί και έφτασε στου Ψυρρή και αργότερα στο Γκάζι. Σήμερα ήρθαν στη μόδα το ιστορικό τρίγωνο και η πλατεία Αγίας Ειρήνης ή η Κολοκοτρώνη».
Από το ενοίκιο των 80.000 δραχμών στις 480.000 χιλιάδες και στα εκατομμύρια… αέρα
«Θυμάμαι ένα κατάστημα με σάντουιτς πριν την άνοδο της περιοχής, το οποίο πλήρωνε ενοίκιο 80.000 δραχμές. Ακολούθησε ένα άλλο, το οποίο πλήρωνε από τη μία στιγμή στην άλλη 480.000 δραχμές ενοίκιο, ενώ είχε καταβάλει αρκετά εκατομμύρια δραχμές σε “αέρα”. Οι αξία των ακινήτων σημείωσε ραγδαία άνοδο και πολλοί αναγκάστηκαν να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους μετά από δύο ή τρία χρόνια καθώς δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα πάγια έξοδά τους. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έδωσαν 25.000.000 ευρώ “αέρα” για να φύγει ένας ηλεκτρολόγος που στεγαζόταν στην πλατεία, ο Λαζάρου. Στη θέση του δημιουργήθηκε ένα μπαρ. Ακόμα και για μία ζωή να δούλευαν καλά αυτά τα μαγαζιά, δεν επρόκειτο υπό αυτές τις συνθήκες να αποσβέσουν τα έξοδά τους. Το αποτέλεσμα ήταν να εγκαταλείψουν πολλοί επιχειρηματίες την περιοχή, καταχρεωμένοι και αφήνοντας πρόστιμα εκατομμυρίων απλήρωτα προς το δήμο ή άλλες δημόσιες αρχές». Αφήνοντας τον Ψυρρή, ανηφορίζουμε την Ερμού. Περνάμε και στρίβουμε με προορισμό την πλατεία Αγίας Ειρήνης. Τα τελευταία πέντε χρόνια φιλοξενούνται εκεί οι γενιές της οικονομικής κρίσης. Στα αμέτρητα υφασματάδικά και βιοτεχνίες, σε σκοτεινές στοές, ξέφωτα και εσοχές στενόμακρων πεζοδρομίων… ιδρύθηκαν δεκάδες διασκεδαστήρια. Εκεί και στην Κολοκοτρώνη χτυπάει σήμερα η καρδιά του κέντρου. Η Αναστασία Καμβύση, αθηνολάτρης και αρχισυντάκτρια του περιοδικού Marie Claire, περιγράφει τον παλμό της δικής της Αθήνας, κάνοντας λόγο για την ερωτική σχέση που τη συνέδεε και την συνδέει έως και σήμερα με την πόλη. Όταν ακόμα ως φοιτήτρια, διέσχιζε το ιστορικό κέντρο για να φτάσει στην Ακαδημίας και να πάρει το λεωφορείο για του Ζωγράφου. «Είμαι στην Αθήνα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τη θυμάμαι γκρίζα, σκοτεινή, βρώμικη, εξπρεσιονιστική ή έτσι μου φαινόταν γιατί είχα συγγενείς που έμεναν σε κάτι παρακμιακά νεοκλασικά στο Μεταξουργείο. Ουσιαστικά όμως ήρθα όταν ενηλικιώθηκα, στα 18, μόλις πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Η σχολή ήταν στου Ζωγράφου και το λεωφορείο από το σπίτι μου (στη Νίκαια) με άφηνε στην πλατεία Κουμουνδούρου. Έπρεπε δηλαδή να διασχίσω το ιστορικό κέντρο για να φτάσω στην Ακαδημίας. Τότε ερωτεύτηκα αυτή την πόλη. Ακόμα είμαι ερωτευμένη μαζί της. Στα 80s σύχναζα στα Εξάρχεια, στην πλατεία και στην Καλλιδρομίου -στη διάρκεια της μέρας- και στην -έρημη τότε- Κολοκοτρώνη, τη νύχτα. To Booze ήταν το μοναδικό μαγαζί που υπήρχε τότε στην Κολοκοτρώνη γι’ αυτό και το αγαπούσαν οι πιο περίεργοι τύποι. Το Ρόδον στη Μάρνη ήταν το δεύτερο σπίτι μου κατά τη δεκαετία 1987-1997». Το Κολωνάκι για εκείνη είναι ένας μικρόκοσμος. Αναπολεί την εποχή που μαζεύονταν εκεί όλες οι φυλές της Αθήνας -στις αρχές του 2000- που όπως λέει, δύσκολα θα ξανάρθει.
«Ο Ψυρρής δεν θα πεθάνει ποτέ»
«Η εγγύτητα του Ψυρρή στο Μοναστηράκι και την Πλάκα ποτέ δεν θα το αφήσει να πεθάνει, όμως τα στενά που πλησιάζουν στην Κουμουνδούρου έπεσαν θύματα της κινεζικής εξάπλωσης (κάποιοι ακόμη θρηνούμε το Soul). Τελευταία είχαμε και ενδιαφέρουσες αφίξεις (Barrett). To Μεταξουργείο, κάποτε… άντρο πιο εναλλακτικών ή και έντεχνων (;) τύπων, μαζεύει κόσμο που απεχθάνεται τη βαβούρα». «Η πλατεία της Αγίας Ειρήνης είναι η πλατεία μου. Συχνάζω εκεί από τότε που στη θέση των σημερινών μπαρ υπήρχαν υφασματάδικα και καταστήματα με είδη ραπτικής και το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να αράξεις -μόνος σου, στην άδεια πλατεία- και να φας σουβλάκι από τον Κώστα. Τα πέντε τελευταία χρόνια αποτελεί πόλο έλξης για καφέ, ποτό και χάζι, αλλά δεν νομίζω ότι ελκύει το ίδιο είδος κόσμου».
Τα στέκια τα χτίζουν οι παρέες
Όταν τη ρωτάω τι είναι αυτό που καθορίζει την άνοδο και την πτώση μιας περιοχής, με παραπέμπει στους… μηχανικούς και τους αρχιτέκτονες. «Όλα νομίζω ότι ξεκινούν από το φτηνό ενοίκιο. Δεν είμαι σίγουρη ποιος ακολουθεί ποιον. Ο κόσμος τα μαγαζιά ή τα μαγαζιά τον κόσμο; Σίγουρα πλέον κάνουν αρκετή δουλειά και τα social media . Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η θραύση που μπορεί να κάνει ένα μπαρ στο instagram, να γίνει το μέρος όπου ο κόσμος θέλει να «επιδείξει» ότι βρέθηκε. Κι ας μην υποτιμάμε τη δύναμη της παρέας. Πολλά μαγαζιά και κατά συνέπεια περιοχές, τα «έχτισαν» παρέες. Εννοείται πως ο κόσμος θα πλημμυρίσει τις όμορφες γειτονιές. Στο Γκάζι είναι μαγική αντίστιξη της Ακρόπολης – στέμμα σε όλες τις ταράτσες με την εμβληματική καμινάδα με τον industrial χαρακτήρα. Όλο το Ιστορικό κέντρο είναι πανέμορφο, αλλά απορώ πως αντέχει η πλατεία της Αγίας Ειρήνης, η ωραιότερη της Αθήνας, που ήταν κάποτε ένα κινηματογραφικό σκηνικό φελλινικών ονειρώξεων. Στην ομορφιά θα χρεώσω την άνοδο, στην ομορφιά και την πτώση. Α, και στην απληστία των επιχειρηματιών. Αναρωτιέμαι αν μας τελείωσαν οι ωραίες πλατείες. Για να δούμε…». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend