Χαρακτηριστική φιγούρα της Φωκίωνος. Κυκλοφορούσε μια μία μαϊμού στον ώμο. Ή καλύτερα με έξι μαϊμούδες. Τόσες πέρασαν από τους ογκώδεις ώμους του Νίκου Paezano Xατζηκώστα. Ο Paezano ήταν εκείνος που έφερε κροκόδειλους στη Φωκίανος Νέγρη και μάλιστα πολλά παιδιά της εποχής έτρεχαν στο μαγαζί του περιμένοντας να δουν τους κροκόδειλους ή τη μαϊμού που αναπαυόταν σε κάποιον από τους δύο ώμους του. Η ευτραφής φιγούρα του Paezano έγινε γνωστή πέρα από τα συνοικιακά σύνορα της Κυψέλης. Η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη την Αθήνα, νυχτερινή και μη, των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Όντας εκκεντρικός και πληθωρικός όπως και το μαγαζί που έφτιαξε στην παλιά σπαγγετερία του πατέρα του στη Φωκίωνος Νέγρη και το ονόμασε Paezano, τράβηξε πολλές φορές την προσοχή. Το επιδίωκε κιόλας και είχε τον τρόπο να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πάνω του. Κάποτε σε μία από τις πολλές επισκέψεις του στα δικαστήρια, εμφανίστηκε στα δικαστήρια, ντυμένος βρυκόλακας. Άλλη φορά έκανε φωτομοντάζ σε μία φωτογραφία του και την έστειλε στις εφημερίδες. Στη φωτογραφία ο Paezano εμφανιζόταν φλεγόμενος και ο Τύπος της εποχής έκανε λόγο για αυτοκτονία. O Paezano πρέπει να είναι σήμερα λίγο πάνω από τα 70. Ζει με την ίδια γυναίκα, με την οποία συμβιώνει τα τελευταία 49 χρόνια, με τη μάνα του και μία γυναίκα να τους φροντίζει, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το μαγαζί του, στη Φωκίωνος, την περίφημη άφτερ πιτσαρία του Paezano, πέρασαν προσωπικότητες της εποχής. Ανάμεσα στην πυκνή διακοσμητική βλάστηση της μαξιμαλιστικής μεταμεσονύκτιας πιτσαρίας, σύχναζαν επιχειρηματίες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, λογής λογής περσόνες των 80s και των 90s. «Ο πατέρας μου είχε μαγαζί στην Κυψέλη που λεγόταν Spaghetteria. Eκεί έφτιαξα το Paezano. Διοργάνωνα σόου με φωτιές, κελεμπίες κι άλλες τέτοιες ιστορίες», λέει ο πάντα πληθωρικός Paezano στο newsbeast.gr. «To μαγαζί ξεκίνησε το ‘77. Προηγήθηκε όμως μία ακόμα μεγαλύτερη ιστορία μου την εποχή που ζούσα στην Αίγυπτο. Προερχόμουν από μία οικογένεια πλουσίων, η οποία ξεκίνησε από τις Αρχάνες Ηρακλείου και αργότερα μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια. Ο παππούς μου δημιούργησε επιχειρήσεις στην Αίγυπτο. Κάποια δεδομένη στιγμή, το κωλόπαιδο ο Παεζάνο -εγώ δηλαδή- την κοπάνησε με μια βαλίτσα στο χέρι. Πέρασα από διάφορα στάδια. Ένα φεγγάρι έκαναν διερμηνέας του Ιμπν Σαούντ, όταν ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘60. Μετά βέβαια γνώρισα τους γιους του και τρέχαμε παρέα σε διάφορα κέντρα διασκέδασης. Είχαμε μάλιστα κλεισμένη μία σουΐτα στο Hilton της Αθήνας και κάθε βράδυ διασκεδάζαμε παρέα στο Galaxy. Kάποια στιγμή σοβάρεψαν τα πράγματα, με μάζεψε ο πατέρας μου και μου έκρυψε και τη Mercedes που κυκλοφορούσα τότε». «Λίγο μετά γνώρισα μία Ελληνοαμερικανίδα κι έμεινα 49 χρόνια μαζί της. Με την ίδια γυναίκα ζω έως και σήμερα. Ακολούθησε η επταετία, με μάζεψαν και με πήγαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Εν τω μεταξύ ο θείος μου ήταν χουντικός και μόλις με είδε με προειδοποίησε: «Μην σε ξαναδώ εδώ!». Μετά με άφησε ελεύθερο». [sidequote]Ο νόμος απαγόρευε στους μαγαζάτορες να κρατούν ανοιχτά τα καταστήματά τους, καίγοντας ρεύμα μετά τις 2 το βράδυ. Κατέβασε το γενικό και το λειτουργούσε με κεριά…[/sidequote] Το μαγαζί του γνώρισε δόξες την εποχή που βρισκόταν ακόμα σε ισχύ ο νόμος περί ενέργειας. Το νομοθέτημα απαγόρευε στους μαγαζάτορες να κρατούν ανοιχτά τα καταστήματά τους, καίγοντας ρεύμα μετά τις 2 το βράδυ. Σε αντίποινα κατέβασε το γενικό και το λειτουργούσε με κεριά. «Ήταν η εποχή που χορεύαμε στους ρυθμούς της τρέλας. Βγάζαμε στο μαγαζί μακαρόνια που έπαιρναν φωτιά και περπατούσε ο σερβιτόρος με την πιατέλα στο χέρι, μεταφέροντάς τα μέσα στη σάλα. Δημιουργούσαμε εφέ για να κάνουμε εντύπωση», λέει ο Paezano. «Όλοι οι καλλιτέχνες και οι δημοσιογράφοι της εποχής έρχονταν σ’ εμένα και γινόταν παιχνίδι και τζερτζελές. Οι δημοσιογράφοι έκλειναν το φύλλο στις εφημερίδες και στη συνέχεια επισκέπτονταν το Paezano. Ήταν σαν τη γιάφκα τους. Έλεγαν τα νέα της ημέρας, διασκέδαζαν. Έρχονταν ο Φυντανίδης, ο Ρίζος, ο Φρέντυ Γερμανός, ο Απέργης και πολλοί ακόμα…».
Ποιος ήταν ο «Paezano» της Φωκίωνος που κυκλοφορούσε με γούνα, μια μαϊμού στον ώμο και ήξερε τους πάντες
Ο άνθρωπος που άφησε το στίγμα του στη νυχτερινή Αθήνα των 80’s και των 90’s μιλάει στο newsbeast.gr
Ο Παπανδρέου και το καφάσι με τις SevenUp
Η Αθήνα του ‘80
Οι κροκόδειλοι στο συντριβάνι και η πρες κονφερενς
«Κάποια στιγμή έφερα κροκόδειλους. Δύο μαζί για να έχουν παρέα ο ένας τον άλλο. Κι έγιναν κι εκείνοι ατραξιόν της εποχής. Κατάφερα να ξεγελάσω τους τελωνειακούς όταν τους έφερα στο ανατολικό αεροδρόμιο. Με ρωτούσαν μάλιστα τι είχα μέσα στο κουτί που κουβαλούσα από την αραπιά. Αρχικά ισχυρίστηκα ότι είχα παπούτσια και είχα ανοίξει τρύπες στο κουτί για να παίρνουν αέρα. Με έλεγξαν εάν κουβαλούσα ηλεκτρονικά από το εξωτερικό. Τους είπα ότι είχα κροκόδειλους. «Άντε φύγε ρε από ‘δω, βλάκα!», είπε ο ένας από τους τελωνιακούς, με έδιωξε, κι έτσι πέρασα τον έλεγχο». «Πήγα τους κροκόδειλους στα παιδιά μου. Ο ένας από τους δύο όμως την κοπάνησε. Άρχισα να ψάχνω και πήγα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής να το δηλώσω. Αφήστε κύριε τις μ…. μου είπαν εκείνοι. Ζήτησαν να ξαναπεράσω την επόμενη μέρα. Με τα πολλά πήρα τηλέφωνο το Νίκο το Ρίζο και του το είπα. Το είπα και στο Φυντανίδη και σε κάποιους άλλους ακόμα δημοσιογράφους. Τους κάλεσα και σε πρες κονφερενς για να τους πω για το χαμένο κροκοδειλάκι. Άρχισα μάλιστα να λέω στους δημοσιογράφους ότι φοβόμουν μην τυχόν έπεφτε ο κροκόδειλος σε κανέναν υπόνομο και μεγάλωνε εκεί μέσα, όπως έλεγαν ότι γινόταν κάποτε στην Αμερική. Ο Ρίζος το έβγαλε την άλλη μέρα πρωτοσέλιδο. Την επομένη με φώναξε ο εισαγγελέας. “Δεν φταίω, ζωάκια είναι, την κοπάνησε το ένα”, είπα εγώ απολογούμενος. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν ότι βρήκαν τον κροκόδειλο στη Φωκίωνος. Τον είχε πατήσει ένα αυτοκίνητο. Κι έτσι ηρέμησα από τον εισαγγελέα. Λίγο καιρό μετά ξαναπήγα στην Αίγυπτο, αγόρασα ακόμα έναν και τον έφερα στην Ελλάδα για να έχει παρέα ο άλλος. Τους αμόλησα στο σιντριβάνι της Φωκίωνος και την περνούσαν εκεί μέχρι που κάποιο γυφτάκι τους πετροβόλησε και τους σκότωσε». Ο Paezano και η πολιτική
Από τη συνήθεια του πολιτικού στερεώματος να προσεγγίζει δημοφιλείς -κατά καιρούς περσόνες- δεν ξέφυγε ούτε ο Paezano. Έτσι γνώρισε τον Αβέρωφ… «Θυμάμαι τον Αβέρωφ μαζί με το Στεφανόπουλο. Τους είχα γνωρίσει την ίδια περίοδο. Μου είχε κάνει πρόταση να κατέβω στις εκλογές. Κι εγώ του απάντησα ότι δεν ανήκω παρά μόνο στον εαυτό μου. Του πρότεινα αν ήθελε μόνο να κατέβω ως συνεργαζόμενος, όπως κι έγινε. Για το Στεφανόπουλο ήταν τότε μία δύσκολη περίοδος της ζωής του, καθότι μόλις είχε χάσει τη γυναίκα του από καρκίνο». Τα πρόσωπα
Ξεχωρίζοντας πρόσωπα που γνώρισε, αναφέρεται στο Βέγγο και στον Ηλιόπουλο. Ο πρώτος αεικίνητος. Ο δεύτερος αρκετά πιο ήπιος και συντηρητικός στις εκδηλώσεις του. «Ο Βέγγος ήταν πάντοτε στην τσίτα. Όπως ακριβώς ήταν στις ταινίες, έτσι ήταν και στη ζωή του. Έτρεχε πάνω-κάτω, ασυγκράτητος. Ένα φαινόμενο ανθρώπου. Ψυχούλα όμως ήταν και ο Ηλιόπουλος. Καθόταν σε μια γωνιά του μαγαζιού, δεν ενοχλούσε κανέναν. Αλλά και ο Διονυσίου ερχόταν μετά το κέντρο που τραγουδούσε σ’ εμένα». Η περίοδος της συνειδητοποίησης και η φυγή στην Κρήτη
Την περίοδο δόξας, ακολούθησε η περίοδος συνειδητοποίησης για τον Paezano. Τα μάζεψε κι έφυγε για την Κρήτη. «Κάποια στιγμή η Φωκίωνος άρχισε να αλλάζει. Άρχισε να γυρίζει περισσότερο στα καφέ. Έτσι για ένα διάστημα έκανα κι εγώ καφέ το μισό μου μαγαζί. Ήταν εξωτικό, με φοίνικες, μαξιμαλιστικό. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να αποφασίσω εάν θα πήγαινα στην πλατεία Αβησσυνίας που γινόταν τότε το στέκι της εποχής. Τελικά βρέθηκε κάποιος το 1996, μου έδωσε πολλά λεφτά, και το πούλησα. Στενοχωρήθηκα πολύ είναι αλήθεια. Είχα πάρει όμως τις αποφάσεις μου». «Εξάλλου είχα ακίνητη περιουσία στην Κρήτη, κι έτσι εγκαταστάθηκα στην Κρήτη μαζί με τους δύο γιους μου. Με γνωριμίες τους έφερα κι έκαναν τη θητεία τους εδώ. Άνοιξα για τέσσερα χρόνια κι ένα μαγαζί μετά από παρότρυνση πρώην δημάρχου, ο οποίος μου ζήτησε να το ανοίξω για να φέρνει κι εκείνος τους καλεσμένους του. Έφυγαν τα παιδιά μου στην Αθήνα, κι έτσι αποσύρθηκα. Είχα κουραστεί, έχω και ΧΑΠ και ήταν ώρα να ξεκουραστώ. Πλέον σε ένα βουνό, στην Καλή Ράχη, που είναι γνωστό ως μετόχι του Χατζηκώστα με τη γυναίκα μου, τη μάνα μου και μία γυναίκα που μας βοηθάει. Και είμαστε σαν μελλοθάνατοι και τα λοιπά. Ξέρεις σαν να περιμένουμε… Έζησα όμως. Ταξίδεψα αρκετά. Γνώρισα πολύ κόσμο. Βοήθησα καταστάσεις όπου μπορούσα. Απέκτησα πέντε εγγόνια».