«Τώρα είναι που κυριαρχούν οι αεριτζήδες…!». «Mέσα στην κρίση», λέει η εθνική γραβατοποιός Μαριάννα Παγώνη. Κι όταν το ακούει κανείς από τη γυναίκα, η οποία… γραβατοφόρεσε τον Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τη Σάρον Στόουν, τον Ωνάση αλλά και δεκάδες ακόμα προσωπικότητες, οι φράσεις αυτές ακούγονται με μεγαλύτερη ένταση και αφήνουν βαρύτερο το αποτύπωμά τους. Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη – Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Η γυναίκα που πούλησε γραβάτες, εισβάλλοντας στο παρισινό… άβατο της μόδας και έντυσε με τις γραβάτες της τους εργαζόμενους στο μουσείο του Λούβρου. Κοιτάζει το συνομιλητή στα μάτια και όταν κάποιος τη ρωτήσει τι είναι αυτό που μένει στο τέλος, απαντάει με ύφος που δεν σηκώνει αμφισβήτηση: «Nα είσαι αληθινός!». Πρώτ’ απ’ όλα εσωτερικά αλλά και εξωτερικά. Κι εκείνη το κατάφερε. Συζητώντας μαζί της, αυτό που μου είπε από την πρώτη στιγμή είναι ότι δεν προσποιήθηκε ποτέ κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Αλλά και εξωτερικά. Δεν άφησε ποτέ το χειρουργικό νυστέρι να… αναπλάσει την ηλικία της. Και μέχρι σήμερα δεν έκανε ποτέ της πλαστική. Θέλει απλά να δείχνει όσο είναι. Και η κάθε ηλικία για τη Μαριάννα Παγώνη κρύβει τη δική της γοητεία. «Γι’ αυτό και πρέπει να την απολαμβάνουμε. Με την ομορφιά και τις δυσκολίες της. Με τη συνείδηση και την ωριμότητα που μας προσφέρει η ζωή σε κάθε της βήμα», μου είπε λίγο πριν καθίσουμε αντικριστά στο γραφείο της. Μιλάει για τον πατέρα της Τάσο Παγώνη, ο οποίος έντυσε με τις γραβάτες του όλη την… υψηλή κοινωνία των Αθηνών από το 1933 και μετά. Για τον παραλίγο γάμο της και τα τερτίπια της τύχης, που την έφερε στο πλευρό συζύγου της, Μάρκου Σαμούχου. Αλλά και για όλους όσους έχουν διαβεί έως και σήμερα το κατώφλι του μαγαζιού της για να εμπλουτίσουν τη συλλογή τους με το κατεξοχήν ανδρικό αξεσουάρ: τη γραβάτα. Σχεδόν όλοι οι πρωθυπουργοί επισκέφθηκαν κάποια στιγμή τον οίκο Παγώνη. Mε εξαίρεση -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- τον Αλέξη Τσίπρα. Ίσως κάποια στιγμή όμως να… υποκύψει κι εκείνος στη γοητεία της γραβάτας. Να αφεθεί στην επαγγελματική… γοητεία της επιχειρηματία που όχι μόνο ξέρει να φτιάχνει και να σχεδιάζει, αλλά και να πουλάει γραβάτες, καλύτερα από κάθε άλλον. Η συνέντευξη της Μαριάννας Παγώνη στο newsbeast.gr: – Κυρία Παγώνη, ο πατέρας σας ίδρυσε την εταιρεία το 1933, πρωτοπορώντας στην αθηναϊκή κοινωνία. Πείτε μας λίγα λόγια για τα πρώτα βήματα της επιχείρησης. Η εταιρεία θα μπορούσε να έχει ιδρυθεί πολύ νωρίτερα. Και θα σας εξηγήσω το γιατί. Ο πατέρας μου ήταν γέννημα θρέμμα Κολωνακιώτης, της πλατείας και της Δεξαμενής, ενώ ο παππούς μου, ο οποίος ήταν κτηματομεσίτης -ένας ιδιαίτερα οξυδερκής άνθρωπος- είχε κουρείο και εμπορικό κατάστημα στην πλατεία. Εκεί που είναι σήμερα το TOP’S. Έφερνε μάλιστα καταπληκτικά πουκάμισα από την Ελβετία και την Αυστρία αλλά και εκλεκτές γραβάτες. Επομένως προϋπήρχε το έδαφος για να ανοίξει ο πατέρας μου στη συνέχεια ένα κατάστημα με γραβάτες. – Μόνο τυχαίο δεν είναι λοιπόν το γεγονός ότι ο πατέρας σας αποφασίζει να ανοίξει κατάστημα με γραβάτες… Αντιθέτως. Στο μαγαζί του παππού μου, ο πατέρας μου ερωτεύτηκε τις γραβάτες. Έτσι, όταν τελείωσε το σχολείο ο παππούς άρχισε να ρωτάει τα παιδιά του ένα προς ένα με τι θα ήθελαν να ασχοληθούν στο μέλλον. Κάποια στιγμή έφτασε στον πατέρα μου: «Εσύ Τάσο μου τι θα κάνεις», τον ρώτησε τότε. «Θέλω να γίνω έμπορος πατέρα», απάντησε εκείνος. «Τότε θα αρχίσεις από το μηδέν, βάζοντας ακόμα και σκούπα αν χρειαστεί», του είπε αμέσως ο παππούς. Για έχετε μία εικόνα, ο πατέρας μου ήταν πάντοτε πολύ κοκέτης. Και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Όλος ο περίγυρός του ήταν τέτοιος που δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγει από τις επιρροές που είχε δεχτεί. Ωστόσο δεν τον ενδιέφερε απλά να αγοράζει και να πουλάει. Ήθελε να δημιουργεί. Να κάνει κάτι ξεχωριστό και να παράγει δικά του σχέδια αλλά και δικές του υφάνσεις. Αυτό που κατάφερε λοιπόν ήταν να φέρει για πρώτη φορά την υφαντή γραβάτα στο προσκήνιο. Η μάλλινη-σπορ γραβάτα ήταν δημιουργία του πατέρα μου. – Το αξιοπερίεργο είναι πως αν και γυναίκα εσείς καταφέρατε όχι μόνο τον διαδεχθείτε επάξια, αλλά και να εξελίξετε αυτό που εκείνος είχε ξεκινήσει με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ας μην ξεχνάμε πως η γραβάτα πρόκειται για κατεξοχήν ανδρικό αξεσουάρ. Όλα ήταν ζήτημα συγκυριών. Και ίσως είμαι η μοναδική γυναίκα στον κόσμο που τα κατάφερε στο συγκεκριμένο χώρο. Παρά το γεγονός ότι δεν είχα ως στόχο από παιδί να ασχοληθώ με τη γραβάτα, τα γεγονότα με ώθησαν στο να το κάνω. Θυμάμαι ότι η ενασχόληση των γονιών μου με τη γραβάτα ήταν πάντοτε διασκέδαση. Η δουλειά δεν ήταν ποτέ άγχος για εκείνους. Εγώ από μικρή πήγαινα στο μαγαζί. Μόλις τελείωνα το σχολείο, έτρεχα αμέσως εκεί. Και ως άριστη μαθήτρια το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω αρχιτέκτονας. Όμως δεν μπήκα στην Αρχιτεκτονική. Βρέθηκα μόλις δύο μονάδες μακριά της. Και ο πατέρας μου έτριβε τα χέρια του τότε. Αμέσως του είπα πως αν πρέπει να ακολουθήσω τα βήματά του, θα έπρεπε να σπουδάσω οικονομικά. Έτσι, γίνομαι δεκτή σε ένα πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Την περίοδο εκείνη όμως δεν υπήρχαν ελεύθερες θέσεις στο οικοτροφείο. Κι ο πατέρας μου όμως δεν ήθελε να με στείλει να σπουδάσω, μένοντας σε ένα διαμέρισμα. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνω στην Ελλάδα. Μπήκα στην επιχείρηση και κατάφερα να… γυρίσω ανάποδα τα δύο μαγαζιά που διατηρούσε τότε ο πατέρας μου, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα με την υγεία μου, ενώ παράλληλα έπρεπε να πληρώνει γραμμάτια για το σπίτι που είχαμε αγοράσει. Οι υποχρεώσεις έτρεχαν. Δεν υπήρχε λοιπόν το περιθώριο για σπατάλες. Εγώ ήμουν εκείνη που ανέλαβε να διαχειριστεί το δημιούργημά του, προσθέτοντας νέα στοιχεία, φρεσκάδα, ενώ παράλληλα φρόντιζα για τα οικονομικά της εταιρείας. – Πρόλαβε ο Τάσος Παγώνης να καμαρώσει τη διάδοχό του; Βεβαίως πρόλαβε. Θα σε πάω μερικά χρόνια πίσω. Λίγο πριν πεθάνει, το Δεκέμβριο του 1989, είχαμε στήσει τη χριστουγεννιάτικη βιτρίνα. Τότε οι βιτρίνες ήταν σαν να μιλούσαν, και ο κόσμος κατέβαινε μόνο και μόνο για να τις θαυμάσει. Έχοντας λοιπόν ετοιμάσει κι εμείς τη δική μας, η οποία ήταν πολύ ξεχωριστή, περίμενα το μπαμπά να έρθει να δώσει την έγκρισή του ή να διορθώσει κάτι που δεν του άρεσε. Αφού είχαμε ξενυχτήσει την προηγούμενη μέρα με την αδερφή μου, ζούσα με το φόβο ότι ζητούσε να τα αλλάξουμε όλα. Αν πάλι μου έλεγε ότι είναι εντάξει, σήμαινε ότι όλα ήταν τέλεια. Φτάνει λοιπόν κατά τις 12.00 την επόμενη ημέρα. Αφού κοίταξε πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά για ένα τέταρτο, μπαίνει μέσα. Περιεργάζεται το μαγαζί κι εγώ του εύχομαι χρόνια πολλά. Περιμένω όμως ταυτόχρονα να μου πει τι δεν του αρέσει για να το αλλάξουμε. Ξαφνικά τον βλέπω να δακρύζει. Αμέσως τον ρώτησα τι δεν πάει καλά, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα: «Πες μου τι σε προβληματίζει και θα το αλλάξουμε αμέσως», προσπάθησα να τον παρακινήσω να μοιραστεί μαζί μου τις σκέψεις του. Εκείνος δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνηση. Το μόνο που είπε στο τέλος ήταν: «Παιδί μου είναι τέλεια». «Μα δεν θέλεις να αλλάξουμε κάτι; Πες μου σε παρακαλώ», συνέχισα εγώ… Μετά από δέκα μέρες πέθανε. Και τότε αισθάνθηκα ένα τεράστιο βάρος στους ώμους να με συνθλίβει. Η προσωπικότητα, το όνομα και η περιουσία του με είχαν φορτώσει με δυσβάσταχτες ευθύνες από τη μία στιγμή στην άλλη. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι έπρεπε να τιμήσω το όνομά του. Συγκινούμαι πάρα πολύ με αυτή τη σκέψη. Γιατί κακά τα ψέματα ο δάσκαλός μας, μας δίνει την άδεια να προχωρήσουμε στην επόμενη τάξη. – Μερικές από τις μεγάλες συνεργασίες σας ήταν αυτή με την Walt Disney, η οποία σας ανέθεσε την κατασκευή και διανομή γραβατών με το σήμα της σε Ελλάδα και Κύπρο. Μία ακόμα η συνεργασία σας ήταν με την Ολυμπιακή ή με το μουσείο του Λούβρου. Μιλήστε μας γι’ αυτές. Έχουμε κάνει άπειρα πράγματα με πολλές και σημαντικές εταιρείες. Και αυτή ήταν και η μόνιμη κόντρα με τον πατέρα μου. Εκείνος ήθελε να παρουσιάζουμε μοναδικά προϊόντα και όχι προϊόντα μαζικής παραγωγής απευθυνόμενοι σε μεγάλες εταιρείας. Σκεφτόμενη, πάντως τις πιο ξεχωριστές στιγμές ήταν όταν συνεργάστηκα για τη δημιουργία γραβάτας για λογαριασμό της Coca Cola 3E. Αυτή ήταν η πρώτη μου μεγάλη δουλειά. Αμέσως άρχισαν να καταφθάνουν σωρηδόν οι παραγγελίες και από άλλες μεγάλες επιχειρήσεις. Έφτιαξα γραβάτες για την πρώτη Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έντυσα το προσωπικό στο μουσείο του Λούβρου, δημιούργησα σχέδια για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή όταν είχε έρθει ο Τεντ Κένεντι στην Ελλάδα. Βούτηξε μία γραβάτα των Παραολυμπιακών -αυτή τη ροζ συγκεκριμένα- και τη φόρεσε στην τελετή έναρξης. Συνεργαστήκαμε με τράπεζες, μεγάλες ναυτιλιακές, την Ολυμπιακή Επιτροπή, ενώ είχαμε φτιάξει κάποια μαντήλια για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έτσι, όταν κατέκτησε το χρυσό ο Πύρρος Δήμας, αντί για τη σημαία τύλιξε το μαντήλι με τα ελληνικά χρώματα στο λαιμό του. – Μπαίνοντας στο μαγαζί μου είπατε ότι δουλεύατε έως αργά το βράδυ. Υπάρχουν φορές που κοιμάστε ακόμα και μέσα στο μαγαζί παρά το γεγονός ότι το σπίτι σας βρίσκεται πολύ κοντά; Η αλήθεια είναι ότι έχω και κρεβάτι μέσα στο μαγαζί. Κάποιες φορές έχει τύχει να μείνω εδώ επί μία εβδομάδα συνεχόμενα. Άλλωστε εδώ είναι το σπίτι μου. Για ‘μένα η δουλειά είναι η συνάντηση και συνύπαρξη με τον άνδρα μου, ο οποίος με την υψηλή μόρφωση και τις αξίες του, ήταν εκείνος οποίος με βοήθησε να ανοίξω τα φτερά μου. Να ξεπεράσω τις αναστολές που μπορεί να είχα κληρονομήσει από το σπίτι μου και να προχωρήσω. – Κάποια στιγμή βρεθήκατε στην Αμερική για να παντρευτείτε, αλλά ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Έτσι, είχατε την τύχη να συναντήσετε λίγες ημέρες μετά τον σύντροφο της ζωής σας, Μάρκο Σαμούχο… Τότε είχα σχέση με ένα εξαιρετικό παιδί, με το οποίο μεγαλώσαμε μαζί και ήταν ο παιδικός μου έρωτας. Κάποια στιγμή αποφασίζουμε να παντρευτούμε και φεύγω για την Αμερική όπου θα γινόταν ο γάμος. Τα πράγματα όμως δεν προχώρησαν. Κάπου επηρεάστηκε ο Γιώργος αρνητικά και ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Εγώ γύρισα πίσω σαν την παλαβή. Χωρίς να ξέρω πώς θα το έλεγα στους γονείς μου. Εκείνοι είχαν ετοιμάσει δεξίωση για να αναγγείλουν το γάμο όταν θα επέστρεφα από την Αμερική, καθότι δεν τα είχαν βρει οι δύο οικογένειες μεταξύ τους, κι έτσι θα παντρευόμασταν οι δυο μας χωρίς συγγενείς. Γύρισα στην Ελλάδα, χωρίς να έχω πει τίποτα στη μαμά και στον μπαμπά. Σκεφτείτε πώς ήταν εκείνα τα χρόνια να χαλάει ένας γάμος. Αναγκάστηκα μάλιστα να μείνω σε ένα φιλικό σπίτι καθώς δεν μπορούσα να τους αντικρίσω. Λίγες ημέρες μετά με καλεί η πρώην γυναίκα του Νίκου Μαστοράκη στο σπίτι της. Ήμουν χάλια ψυχολογικά. Εκείνη είχε ειδοποιήσει και το Μάρκο – το σύζυγό μου – να έρθει στο σπίτι της. Αυτό μάλιστα που του έλεγε αρκετά συχνά είναι ότι «έχω μία κοπέλα, η οποία θα σου ταιριάζει γάντι, αλλά είναι αρραβωνιασμένη» κι εκείνος της απαντούσε: «τι μου το λες τότε ρε Μαργαρίτα;». Αφού τον έπεισε ότι είχα χωρίσει, εκείνος αποφασίζει να έρθει εκείνο το απόγευμα μαζί μας. Μόλις μπαίνει και ακούω τη φωνή του, ένιωσα πολύ οικεία. Άκουσα μία φωνή πολύ γνώριμη. Και σιγά σιγά κατάφερε να με κερδίσει με την άνεση, το επίπεδο και το μοναδικό του χαρακτήρα. – «Παντρέψατε» τον Κώστα Καραμανλή με τη Νατάσα Παζαΐτη, καθώς είχε έρθει να αγοράσει γραβάτα από εσάς πριν το γάμο του. Επίσης προμηθεύατε με γραβάτες τον Ωνάση, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ενώ από το κατάστημά σας έχει περάσει και η Σάρον Στόουν. Ο Ωνάσης ερχόταν στο μαγαζί του πατέρα μου με τον οδηγό του και έδινε τις παραγγελίες του. Ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν περάσει το κατώφλι μας ήταν και η Έθελ Κένεντι, η οποία μερικά χρόνια αργότερα έστειλε και την κόρη της να ψωνίσει από εμάς. Στην αρχή μάλιστα δεν είχα καταλάβει ότι είναι η Κένεντι. Έτυχε όμως να βρίσκομαι στο ταμείο. Εκείνη ιδιαίτερα σεμνή και χαμηλών τόνων, περίμενε να πληρώσει. Όταν μου έδωσε την πιστωτική, η οποία έγραφε το όνομά της, κατάλαβα. Με τη Σάρον Στόουν, τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως απρόσμενα. Είχε έρθει ως καλεσμένη σε κάποια εκδήλωση. Εγώ έλειπα, ενώ τα κορίτσια που δουλεύουν στο μαγαζί με πήραν τηλέφωνο για να μου πουν ότι είχε έρθει. Έφτασε με το τζιπ και τη συνοδεία της, μπήκε στο μαγαζί, κι αφού περιεργάστηκε καλά τα πάντα, έφυγε χωρίς να αγοράσει τίποτα. Το ίδιο βράδυ, μπροστά σε όλον τον κόσμο, στην εκδήλωση στο Ακρωτήρι, γύριζε σε όλο το μαγαζί, σήκωνε τις γραβάτες των καλεσμένων και όταν έβλεπε ότι είναι Pagoni, τις μάζευε για τη συλλογή της. Ένα ακόμα περιστατικό που θυμάμαι ήταν όταν ο Αβέρωφ είχε κλείσει συμφωνία για την προμήθεια των Mirage με τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Τότε είχε βγάλει τη γραβάτα του και την πρόσφερε στο Γάλλο πρόεδρο. Την ίδια μέρα έρχεται στο μαγαζί, περιγράφει στον πατέρα μου τι είχε συμβεί και του ζητάει μία γραβάτα ίδια με εκείνη που μόλις είχε προσφέρει, λέγοντάς του: «Θέλω να μου δώσεις μία όμοια. Εκείνη που είχα μου την… έφαγε ο ντ’ Εστέν». Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πάλι, δεν ήθελε να φαίνεται. Ήταν πολύ προσεκτικός και γι’ αυτό έστελνε τον αδελφό του, τον Αχιλλέα. Μάλιστα, όταν εξελέγη ο Κώστας Καραμανλής πρόεδρος στη Νέα Δημοκρατία, ο Αχιλλέας μου έστειλε ένα σημείωμα, ζητώντας να επιμεληθώ μία συλλογή από γραβάτες και να τη στείλω στο γιο του. – Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι πολιτικοί έχουν περάσει από το μαγαζί σας, αυτός που μέχρι και σήμερα σας «ξεφεύγει» είναι ο Αλέξης Τσίπρας… Ίσως θέλει να παρουσιάσει μία εικόνα πιο ανέμελη και γι’ αυτό διατηρεί τη συγκεκριμένη στάση. Αφήστε που δεν έχει χρόνο να έρθει με όσα πρέπει να αντιμετωπίσει καθημερινά. – Από τους πιο σεμνούς γραβατοφόρους και πελάτες σας είναι ο Προκόπης Παυλόπουλος. Είναι ιδιαίτερα σεμνός τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του. Παρόλ’ αυτά δεν έρχεται πλέον ο ίδιος να αγοράσει τις γραβάτες του όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν. – Πώς σχολιάζετε την εμμονή της κυβέρνησης και των μελών της να μην φορούν γραβάτα; Δεν έχω καταλάβει για ποιο λόγο επιλέγουν να κρατούν αυτή τη στάση. Κάποια στιγμή όμως θα το μάθουμε. Αν πάντως το δούμε από αισθητικής πλευράς, μπορώ να σας πω ότι δεν επιτρέπεται όταν κάποιος φοράει κοστούμι, να μην το συνδυάζει με γραβάτα. Δε θεωρώ σωστή την ενδυματολογική τους προσέγγιση. Κι αυτό γιατί θεωρώ ότι βλάπτει την πορεία των διαπραγματεύσεων. Επηρεάζει αρνητικά τις συνομιλίες που κατά καιρούς έχουν με αρχηγούς κρατών, διεθνείς προσωπικότητες, μέλη του ΔΝΤ ή άλλους φορείς. Κατά την ίδια λογική θα μπορούσαν και οι ξένοι να μην φορούν γραβάτα. Παρόλ’ αυτά επιλέγουν να ντύνονται με συγκεκριμένο τρόπο, αναδεικνύοντας το κύρος και τη σοβαρότητα του έργου που παρουσιάζουν. – Κάποιος βέβαια θα σας πει ότι η ουσία είναι αυτή που μετράει… Δεν αντιλέγω. Κατά τη γνώμη μου όμως η εικόνα ενός ανθρώπου, είναι αντίστοιχη με εκείνη ενός προϊόντος στη βιτρίνα. Εάν προσέξουμε το προϊόν, θα το προσέξει και ο πελάτης. – Δηλαδή εάν φορούσαν γραβάτα τα μέλη της κυβέρνησης και πρόσεχαν περισσότερο την εμφάνισή τους, θα είχαμε και καλύτερα αποτελέσματα στη διαπραγμάτευση; Το πιστεύω. Η αλήθεια είναι ότι ενόχλησαν κάποιους. Κι αυτοί οι κάποιοι έψαχναν πάτημα για να στραφούν εναντίον τους. Έδωσαν το δικαίωμα σε όσους ήθελαν να μας κάνουν κακό, να το πράξουν. – Τι σας δίδαξε η ζωή έως και τώρα; Σεμνότητα; Αυθεντικότητα. Να είμαι ειλικρινής, να είμαι ο εαυτός μου. Και να παραδέχομαι τα λάθη μου. Αυτό με έσωζε πάντα. Η ειλικρίνειά μου. Δεν φοβήθηκα ποτέ να κοιτάξω κάποιον στα μάτια και να του πω την αλήθεια. Κι αυτό είναι πλούτος. Προσφέρει αυτοπεποίθηση. Πώς μπορώ να ηγηθώ στην οικογένεια ή στους υπαλλήλους μου εάν δεν μπορώ να τους κοιτάξω στα μάτια; Ακόμα και στη δουλειά μου όμως, δεν έκανα ποτέ υποχωρήσεις για το χρήμα. Δεν το μέτρησα ποτέ. – Τι είναι κυρίαρχο στη ζωή σας; Η επιτυχία στον άνθρωπο είναι να μπορέσει να δημιουργήσει οικογένεια. Και να συμπεριφέρεται με σεβασμό στον διπλανό του. Αυτή είναι η περιουσία μου. Ας μην σκεφτόμαστε λοιπόν μόνο την πάρτη μας. Είναι σημαντικό να μπορούμε να βρισκόμαστε και στη θέση του απέναντι. Να αλλάζουμε πού και πού καρέκλα για να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με άλλη οπτική. – Σας επηρέασε η κρίση; Όπως επηρέασε όλο τον κόσμο. – Μήπως όμως γεμίσαμε αεριτζήδες, τους οποίους… ξεσκαρτάρει πλέον η κρίση, ενώ οι λίγοι και καλοί ήταν εκείνοι που πλήρωσαν το τίμημα της λαμογιάς τους; Να ξέρεις ότι οι αεριτζήδες και τα λαμόγια μεσουρανούν τώρα. Μέσα στην κρίση. Και είναι οι μόνοι που μεσουρανούν. Όσοι εισέπρατταν χρήματα αδήλωτα και μαύρα και τα έστειλαν στο εξωτερικό. Αυτοί έρχονται τώρα και κάνουν τους μάγκες, ενώ ψωνίζουν στο εξωτερικό για να μην τους ελέγχει κανείς. Δεν έχουν ίχνος ήθους. Κι όταν είσαι αεριτζής και «μαύρος», είσαι «μαύρος» παντού. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend