Ήταν 28 Μαρτίου του 1942 όταν η γερμανική πόλη Λούμπεκ σχεδόν ισοπεδώθηκε από τους εναέριους βομβαρδισμούς των συμμαχικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πάνω από 400 βόμβες που έπεσαν στην πόλη προξένησαν φοβερές καταστροφές. Μεταξύ των σπιτιών και των μνημείων που διαλύθηκαν ολοσχερώς ήταν και ο τεράστιος γοτθικός καθεδρικός «Ναός της Μαρίας» ή όπως είναι γνωστός σε ντόπιους και επισκέπτες, «Μάρινκιρχε».
Από τη ζωή στα παγκάκια και το βάψιμο σπιτιών στην αποκατάσταση του καθεδρικού
Αντέγραψε το μέχρι να το πετύχεις
Σκόνη στον αέρα
Η επιθετική πολιτική ανοικοδόμησης της Γερμανίας μετά το τέλος του Πολέμου ήταν εξόχως επιτυχημένη καθώς η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας σταθεροποιήθηκε περί το 1948, κατακρημνίζοντας τη μαύρη αγορά αντιγραφών έργων τέχνης. Ως εκ τούτου οι Φέι και Μάλσκατ θα έμεναν χωρίς αντικείμενο εργασίας. Άρα και χωρίς εισοδήματα. Οι αρχές της πόλης του Λούμπεκ είχαν μαζέψει από δωρεές το ποσό των 150.000 μάρκων και αμέσως επικοινώνησαν με τον Ντίτριχ Φέι ώστε να αναλάβει την αποκατάσταση του Μάρινκιρχε. Το δίδυμο αμέσως έπιασε δουλειά, αλλά η εικόνα του καθεδρικού ήταν τόσο αποκαρδιωτική που όταν ο Μάλσκατ φύσηξε πάνω σε έναν τοίχο οι ζωγραφιές έφευγαν στον άνεμο σαν σκόνη. Η πρόκληση ήταν μεγάλη και η τεχνική δοκιμασμένη και επιτυχημένη.
Μα δεν μπορεί να συλληφθεί κανείς σε αυτή την πόλη;
Ο Ντίτριχ Φέι ήταν το δημόσιο πρόσωπο της αποκατάστασης και φυσικά πήρε όλα τα εύσημα. Αλλά και τα χρήματα. Ο Μάλσκατ πληρωνόταν σαν ένας απλός εργάτης ενώ στην ουσία ήταν αυτός που για 3 χρόνια αδιάληπτα βρισκόταν πάνω στις σκαλωσιές δημιουργώντας εκ του μηδενός τις τοιχογραφίες. Η αμοιβή του; 110 μάρκα την εβδομάδα. Η αμοιβή του Μάλσκατ; 150.000 γερμανικά μάρκα. Περισσότερο όμως από τα χρήματα ο Μάλσκατ ήθελε να του αποδοθούν τα εύσημα για την δουλειά του. Και άρχισε να αφήνει στοιχεία στις τοιχογραφίες, όπως τα αρχικά του «ΛΜ». Ο Φέι που επέβλεπε την πρόοδο των εργασιών έβαφε από πάνω τα στοιχεία. Έναν χρόνο άντεξε ο Ρώσος ζωγράφος να μένει στην αφάνεια και στη σκιά του Φέι. Ήταν 9 Μαΐου του 1952 όταν πέρασε το κατώφλι του αστυνομικού τμήματος του Λούμπεκ καταγγέλλοντας πως οι τοιχογραφίες του Μάρινκιρχε είναι αντιγραφή των πραγματικών έργων και πως εκείνος είχε προβεί σε αυτή την παράνομη πράξη. Μέσω της «παράδοσής» του στις αρχές ήθελε να δημιουργηθεί ένα γεγονός το οποίο εν τέλει θα τον αποκάλυπτε ως τον πραγματικό δημιουργό των τοιχογραφιών. Δεν τα κατάφερε. Η αστυνομία τον έδιωξε κλωτσιδών από το τμήμα.
«Θα με δω στα δικαστήρια»
Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος όταν οι αστυνομικές αρχές δεν συνεργάζονται μαζί του; Παίρνει το νόμο στα χέρια του. Έτσι στις 7 Οκτωβρίου του 1952 ο δικηγόρος του Μάλσκατ μπήκε στο αστυνομικό τμήμα του Λούμπεκ κρατώντας φωτογραφίες με τα έργα καταθέτοντας μήνυση κατά του… πελάτη του και του Φέι. Οι απρόθυμοι αστυνομικοί μετά από την μήνυση δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά από το να ερευνήσουν τις καταγγελίες. Και τα λεγόμενα και οι κατηγορίες του Μάλσκατ κατά του… εαυτού του αποδείχθηκαν αλήθεια. Ο Μάλσκατ πέτυχε αυτό που επιθυμούσε διακαώς. Συνελήφθη για πλαστογραφία, όπως και ο Φέι. Η πολύκροτη δίκη ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1954. Και ήταν μία πραγματική παρωδία καθώς ο Μάλσκατ και ο συνήγορός του δεν υπερασπίζονταν την θέση τους καθώς και οι δύο ήθελαν τον Ρώσο πίσω από τα κάγκελα και εν τέλει δικαιωμένο για τα έργα του.