«Όπου και να πάω σαν την Κομοτηνή δεν έχει». Τα λόγια αυτά ανήκουν στην ελληνίδα καθηγήτρια, Ταμάρα Τσιτλακίδου. Με καταγωγή από τη Βέροια, πάντα προτιμούσε τα σχολεία με πολυπολιτισμικό προσανατολισμό. Δίδαξε στο διαπολιτισμικό σχολείο στις Σάπες Ροδόπης και στη συνέχεια στο μειονοτικό σχολείο της Κομοτηνής. Πλέον ζει στο Στρασβούργο. Προσωρινά όπως όλα δείχνουν, καθότι έλαβε την απόσπασή της στη Γαλλία από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας, τον Οκτώβριο του 2015 και προτίθεται να επιστρέψει στην Ελλάδα σύντομα. Αποστολή στο Στρασβούργο: Γιώργος Λαμπίρης
Υπάλληλος του ελληνικού κράτους
Η ίδια ξεκίνησε να διδάσκει στη Λυών και από φέτος βρίσκεται στο Στρασβούργο. Διάλεξε να φύγει από την Ελλάδα προς αναζήτηση νέων εμπειριών, παρότι διορισμένη στο ελληνικό Δημόσιο τα τελευταία 13 χρόνια. Κατέθεσε τα χαρτιά της στο υπουργείο και έλαβε την απόσπασή της με το προβλεπόμενο επιμίσθιο για τα επόμενα 3 χρόνια. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια Ελληνική Φιλολογία. Ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Στρασβούργο όταν ήταν φοιτήτρια, για να κάνει Erasmus. Θυμόταν με ιδιαίτερη νοσταλγία την πόλη των φοιτητικών της χρόνων και ίσως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που την οδήγησαν και πάλι εκεί.
Η απόσπαση και το επιμίσθιο
«Δεν συμβαίνει συχνά να λαμβάνουν αποσπάσεις στη Γαλλία καθηγητές από την Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος προτιμά συνήθως όσους δεν ζητούν επιμίσθιο. Γι’ αυτό το πιθανότερο είναι να συναντήσετε δασκάλους, οι οποίοι ζουν μόνιμα εδώ. Για παράδειγμα πέρυσι ήμουν η μόνη η οποία λάμβανε επιμίσθιο στη Γαλλία. Φέτος ήρθε μία ακόμη συνάδελφος». Στο Στρασβούργο, όπως λέει, δεν υπάρχουν σχολεία αμιγώς ελληνικά σε αντίθεση με τις Βρυξέλλες και το Παρίσι, τη Γερμανία ή την Αγγλία, καθότι η πόλη διαθέτει μόνο τάξεις ελληνικής γλώσσας. «Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε ένα σχολείο που παρέχει απολυτήριο. Οι μαθητές -ελληνικής καταγωγής- έρχονται και παρακολουθούν τη διδασκαλία κατά τις ώρες που δεν βρίσκονται στο γαλλικό σχολείο, απογεύματα ή Σαββατοκύριακα. Τα μαθήματα που διδάσκονται είναι νεοελληνική γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία, μουσική ή χορός. Πρόκειται για ύλη την οποία δεν έχουν δυνατότητα να διδαχθούν στο γαλλικό σχολείο», εξηγεί η κυρία Τσιτλακίδου. «Σε ό,τι αφορά στη φοίτηση στην τάξη ελληνικής γλώσσας, δεν είναι υποχρεωτική. Γι’ αυτό και είναι αρκετά δύσκολο να μπορέσουμε να καταρτίσουμε πρόγραμμα διδασκαλίας», συμπληρώνει η ελληνίδα καθηγήτρια.
«Δεν φορολογούμαι και δεν έχω ασφάλιση στη Γαλλία, αλλά στην Ελλάδα»
Σε ό,τι αφορά το καθεστώς παρουσίας της στη Γαλλία, δεν ανήκει φορολογικά εκεί. «Επομένως δεν έχω μισθό στη Γαλλία και φυσικά δεν έχω ασφάλιση. Βρίσκομαι εδώ υπό… απροσδιόριστο καθεστώς», συμπληρώνει. «Το γεγονός αυτό με δυσκολεύει ιδιαίτερα όταν θέλω να νοικιάσω σπίτι σε γαλλικό έδαφος. Πρόσφατα χρειάστηκε να μεταφράσω ορισμένα χαρτιά για να δουν οι Γάλλοι ότι όντως λαμβάνω μηνιαίο μισθό και δεν είμαι άνεργη, ενώ συν τοις άλλοις όταν ακούν ότι προέρχομαι από την Ελλάδα, δεν εμπιστεύονται τη χώρα μου. Θεωρούν πολύ πιθανό ότι μπορεί να μείνω από στιγμή σε στιγμή απλήρωτη και να χάσουν το ενοίκιο μέσα από τα χέρια τους».
Ο Γολγοθάς της ενοικίασης σπιτιού
Αναφερόμενη στις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν προσπάθησε να νοικιάσει σπίτι στη Γαλλία, όντας Ελληνίδα, κάνει λόγο για «πονεμένη ιστορία». «Οι Γάλλοι προσπαθούν να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο ότι δεν θα μείνουν απλήρωτοι. Επομένως είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάποιος ότι θα έρθει να μείνει εδώ, τουλάχιστον 5 μήνες πριν. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο με δεδομένη τη λειτουργία του ελληνικού Δημοσίου. Έτσι, χρειάστηκε να κλείσω σπίτι που θα ήταν διαθέσιμο ενάμισι μήνα αργότερα. Σε αυτό το διάστημα πλήρωνα από την τσέπη μου ξενοδοχεία για να μπορώ να μένω κάπου». Αρχικά προτίμησε να μην απευθυνθεί για την ενοικίαση του σπιτιού της σε μεσιτικό γραφείο, αλλά στον ιδιοκτήτη αυτοπροσώπως. «Τις περισσότερες φορές ζητούν εγγυητή για την ενοικίαση του σπιτιού. Ωστόσο απορώ εάν κάποιος εγγυητής θα πλήρωνε το ενοίκιο για χάρη μου σε περίπτωση που εγώ εμφανιζόμουν ασυνεπής. Η γαλλική νομοθεσία ορίζει ότι εάν ο ενοικιαστής έχει μισθό, ο οποίος ξεπερνά κατά 3 φορές το ενοίκιο, ο εγγυητής δεν είναι απαραίτητος. Σε κάθε περίπτωση όμως εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του ιδιοκτήτη, εάν θέλει ή όχι τη διαμεσολάβηση εγγυητή. Ο εγγυητής πρέπει να είναι απαραίτητα γάλλος υπήκοος, ώστε να είναι διακριτά τα χρήματα που λαμβάνει ως μισθό κάθε μήνα. Όταν μίλησα με τον ιδιοκτήτη, του ζήτησα να μην απαιτήσει εγγυητή, θεωρώντας το γεγονός υποτημιτικό από τη στιγμή που του είχα προσκομίσει σχετική βεβαίωση με τα χρήματα που λάμβανα ανά μήνα. Κι εκείνος το δέχτηκε. Ήμουν πρόθυμη να πληρώσω περισσότερα από ένα ενοίκιο που απαιτούνται ως εγγύηση, παρά να χρειαστεί να αναζητήσω εγγυητή».
Το μάθημα
Η ίδια έχει στο τμήμα της περίπου 40 παιδιά. Οι 20 ώρες εργασίας της ανά εβδομάδα, μοιράζονται τόσο στο Στρασβούργο, όσο και στο χωριό Μπίσβιλλερ, καθώς και σε άλλα μέρη της Γαλλίας κοντά στο Στρασβούργο. Οι διδακτικές ώρες μοιράζονται ανά τμήμα ανάλογα με την ηλικία και το επίπεδο των μαθητών. «Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι φέτος διδάσκω σχεδόν αποκλειστικά σε ελληνόφωνα παιδιά σε αντίθεση με την περσινή χρονιά, οπότε δίδασκα κυρίως σε γαλλόφωνους μαθητές, προερχόμενους από δίγλωσση οικογένεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι γαλλόφωνοι διδάσκονται χωριστά από τους ελληνόφωνους μαθητές. Σε ό,τι αφορά στα βιβλία ύλης, γίνεται επιλογή από αυτά του ελληνικού υπουργείου Παιδείας, ενώ κάποιοι μαθητές αγοράζουν και ορισμένα βιβλία του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας». «Έχω ένα τμήμα με νήπια», λέει περιγράφοντας τη διάρθρωση των τάξεων. «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να διαθέτουμε τμήμα νηπίων, ωστόσο επειδή ορισμένες μητέρες αγχώνονται ότι κατά την επιστροφή τους στην Ελλάδα τα παιδιά τους δεν θα γνωρίζουν καλά τη γλώσσα γι’ αυτό και διδάσκω και σε νήπια». Στη συνέχεια τα τμήματα διαρθρώνονται ως εξής, όπως εξηγεί. «Ξεκινούν από την πρώτη έως και την τετάρτη δημοτικού, κάθε τάξη ξεχωριστά, ενώ στη συνέχεια υπάρχουν μεικτά τμήματα πέμπτης, έκτης αλλά και πρώτης γυμνασίου, καθότι οι μαθητές γνωρίζουν καλύτερα την ελληνική γλώσσα σε σχέση με τους μικρότερους». Για τους μη ελληνόφωνους τα ελληνικά διδάσκονται ως ξένη γλώσσα. Και όπως λέει για εκείνη τα Ελληνικά ως ξένη γλώσσα είναι κάτι ιδιαίτερα ελκυστικό. «Είναι μαγεία όταν μαθαίνουν τα μικρά παιδιά να διαβάζουν. Η αίσθηση αυτή δεν εξαγοράζεται με τίποτα». Με δεδομένο ότι υπάρχει μόνιμη αντιπροσωπεία της Ελλάδας και της Κύπρου στο Στρασβούργο οι περισσότεροι μαθητές της είναι κυρίως παιδιά διπλωματών. Αλλά και παιδιά αποσπασμένων στρατιωτικών. «Πρόκειται για γονείς που διαμένουν προσωρινά στο Στρασβούργο και ανά πάσα στιγμή θα επιστρέψουν στην Ελλάδα. Οι γονείς έχουν διαρκώς το άγχος να γνωρίζουν καλά τα παιδιά τους την ελληνική γλώσσα. Μοιάζει ορισμένες φορές σαν να παθαίνουν κρίση ταυτότητας κατά τη φυγή τους από την Ελλάδα», προσθέτει η κυρία Τσιτλακίδου. Μετά τη λήξη των 3 ετών της απόσπασης της στη Γαλλία, μπορεί αν θέλει να παραμείνει εκεί, χωρίς όμως να λαμβάνει επιμίσθιο. Ωστόσο η ίδια δεν σκέφτεται να το κάνει. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα, στην Κομοτηνή.
Συγκρίνοντας την Ελλάδα με το Στρασβούργο
Στο ερώτημα ποιες διαφορές μπορεί να έχει η απασχόληση ενός δημοσίου υπαλλήλου στην Ελλάδα και στη Γαλλία απαντάει ότι στο Στρασβούργο περνάνε όλα από το χέρι της εν αντιθέσει με την Ελλάδα όπου κινείται σε ένα χώρο ήδη οργανωμένο. «Εδώ πρέπει να παλέψω ακόμα και για το πρόγραμμα του σχολείου. Οι περισσότεροι γονείς επιθυμούν τις ώρες που τους βολεύουν καλύτερα και κανένας δεν συμφωνεί με κανέναν. Επίσης, η μεγάλη διαφορά του ελληνικού σχολείου στη Γαλλία με αυτό στην Ελλάδα, είναι το γεγονός ότι η ελληνική κοινότητα προσπαθεί να το καταστήσει ευχάριστο. Η ύπαρξη του σχολείου βασίζεται στις δημόσιες σχέσεις. Ενώ στην Ελλάδα δεν ψάχνουμε πελάτες, όπως και να είναι το σχολείο εκεί. Στο Στρασβούργο έχουμε το άγχος να έχουμε κόσμο για να κρατηθεί το σχολείο και να διδάσκονται τα Ελληνικά». Όπως ομολογεί αμέσως μετά, κατά την παραμονή της στο Στρασβούργο, κερδίζει δύο πράγματα: την εμπειρία να ζει σε μια χώρα του εξωτερικού και τη δυνατότητα να ταξιδεύει σε μέρη που διαφορετικά δεν θα είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί. Η Γερμανία, η Ελβετία, το Παρίσι βρίσκονται σε απόσταση μόλις μίας, το πολύ δύο ωρών από το Στρασβούργο.
Τα θετικά…
Στη συνέχεια συγκρίνει την Ελλάδα με τη γαλλική πόλη. Βρίσκει 7 καλά στο Στρασβούργο. Μόνο 7, όπως τονίζει χαρακτηριστικά. «Σε όλα τα υπόλοιπα η Ελλάδα υπερέχει. «Πρώτ’ απ’ όλα δεν υπάρχουν αδέσποτα σκυλιά και γάτες. Επίσης, οι θαμώνες δεν καπνίζουν μέσα στους χώρους εστίασης. Συν τοις άλλοις οι Γάλλοι κάνουν πολλές διακοπές. Στο σύνολο, κάνω ένα μήνα περισσότερες διακοπές σε σχέση με την Ελλάδα. Να προσθέσω επιπλέον ότι το κόστος των εισιτηρίων από το Στρασβούργο στην Ελλάδα είναι πολύ μικρότερο, σε σχέση με μία πτήση από την Αθήνα προς κάποιο ελληνικό νησί. Τι άλλο; Ότι οι Γάλλοι ταξιδεύουν πάρα πολύ. Ξοδεύουν όλα τους τα χρήματα σε ταξίδια. Το έκτο πλεονέκτημα είναι ότι δεν αλλάζουν τρόπο ζωής ακόμα και όταν γίνονται γονείς. Δεν έχουν άγχος να κυνηγάνε το παιδί όταν κάνει ποδήλατο στους δρόμους της πόλης ή περπατάει μερικά μέτρα μπροστά τους. Τέλος φροντίζουν να μη χάνουν ποτέ λεφτά. Κοιτάζουν να εξασφαλίζουν τις εγγυήσεις που χρειάζονται για να μη χάνουν τα χρήματα του ενοικίου ή οποιαδήποτε άλλης υποχρέωσης απέναντί τους. Είναι δύσκολο να αφήσεις φέσι στη Γαλλία».
Και τα αρνητικά…
Σε όλα τα υπόλοιπα εμφανίζουν μόνο αρνητικά στοιχεία. «Η γραφειοκρατία στη Γαλλία είναι παρανοϊκή. Επίσης οι ντόπιοι δεν ξέρουν να δουλεύουν και δεν διαθέτουν πρακτικό πνεύμα. Ακόμα και αν κάποιος πάει στο εστιατόριο εκείνοι είναι αδιάφοροι σαν να λένε στον πελάτη: “Και να φύγεις καλύτερα θα είναι! Θα δουλέψω λιγότερο”. Παρά το γεγονός ότι είναι ευγενείς στις εκφράσεις τους, στην πραγματικότητα είναι τρομερά αγενείς. Όταν μάλιστα δεν χρησιμοποιήσει κάποιος τις ευγενείς αυτές εκφράσεις παρεξηγούνται. Και δεν έχουν ανθρωπιά, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα».
Δύο ιστορίες που την κάνουν να θέλει να επιστρέψει
Λίγο πριν το τέλος της συνέντευξης μοιράζεται μαζί μου δυο ιστορίες που την κάνουν να θέλει να γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα. Και οι δύο από τις Σάπες, στο διαπολιτισμικό σχολείο της περιοχής. «Τα παιδιά εκεί ανήκουν σε οικογένειες που δεν είναι στραμμένες προς την Τουρκία», εξηγεί. «Ένας από τους μαθητές μου, ο Μουσταφά ήθελε να μπει στις αστυνομικές σχολές, χωρίς να δηλώσει ειδική κατηγορία Μουσουμάνος, αλλά τρίτεκνος για να τα καταφέρει ευκολότερα. Δεν πέρασε με την πρώτη, ούτε με τη δεύτερη. Την τρίτη χρονιά πήγε στην Ολλανδία, και συμπλήρωσα εγώ το μηχανογραφικό του. Τα κατάφερε. Ήταν μοναδικό το συναίσθημα για εμένα όταν μπήκε σε μία σχολή στον Πειραιά». «Ένας άλλος μαθητής μου ήταν Ρομά. Στην Γ’ Λυκείου ήταν ήδη παντρεμένος. Μπήκε σε μια σχολή στην Καλαμάτα. Ξεκίνησε να σπουδάζει, σήμερα βρίσκεται πολύ κοντά στο πτυχίο του», λέει η καθηγήτρια. «Στις Σάπες είναι σαν να αισθάνομαι ότι κάποια πράγματα δεν θα γίνονταν από μόνα του;. Νοιώθω όμως προορισμένη να τα βοηθήσω να γίνουν…». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend