Τι σήμαινε ο Καποδίστριας για την επαναστατημένη Ελλάδα και τι τραγωδία υπήρξε η δολοφονία του για τον νεοσύστατο τόπο, αυτό είναι κάτι που το ξέρουμε όλοι καλά.

Μια από τις διαπρεπέστερες πολιτικές και διπλωματικές μορφές της Ευρώπης του καιρού του και πνεύμα φωτισμένο, ο Καποδίστριας ενσάρκωσε με τις κυβερνητικές του αρετές σύσσωμη την αναγεννητική προσπάθεια εθνικής χειραφέτησης της πατρίδας μας.

Μεγάλη προσωπικότητα στην ευρωπαϊκή διπλωματική σκακιέρα της εποχής, ο διαμεσολαβητής εκπρόσωπος του τσάρου πριν έρθει στην Ελλάδα άφησε το χνάρι του βαθιά και σε άλλη μια χώρα: την Ελβετία. Ο κύριος εμπνευστής της ελβετικής ουδετερότητας ήταν ταυτοχρόνως και ο άνθρωπος που κατάφερε να προσαρτήσει στην ελβετική συμπολιτεία τα καντόνια της Γενεύης και της Λωζάννης, νικώντας κατά κράτος τον τρομερό άρχοντα της ευρωπαϊκής διπλωματίας στη μεταναπολεόντεια εποχή, τον Μέτερνιχ.

Στα δικά μας όμως, είναι γνωστό ότι η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους αρχίζει επίσημα όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάζεται στο Ναύπλιο και αποδέχεται την πρόταση να αναλάβει το τιμόνι της χώρας. Κι έτσι από τα μεγαλοπρεπή σαλόνια των ευρωπαϊκών αυλών βρίσκεται ως διά μαγείας σε μια χώρα που παράδερνε σε χαοτική κατάσταση, έπειτα από την εξαντλητική επανάσταση: «Ως ψάρι εις το δίχτυ σπαράζει εις πολλούς κινδύνους ακόμη η ελληνική ελευθερία. Μου εδώσατε τους χαλινούς του κράτους. Τίνος κράτους; Μετρούμε εις τα δάκτυλα την επικράτειάν μας», διαμαρτύρεται στον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη αμέσως μετά τον ερχομό του.

Το νεοελληνικό κράτος δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί από την Υψηλή Πύλη και οι μεγάλες δυνάμεις δεν επιθυμούν την πλήρη ανεξαρτησία του. Ο νέος κυβερνήτης έχει πολυμέτωπο αγώνα να δώσει τόσο στον διπλωματικό όσο και τον στρατιωτικό στίβο, ώστε να δικαιώσει τις θυσίες και το αίμα των Ελλήνων.

Στην προσπάθειά του να συγκροτήσει ένα κράτος από το μηδέν, δημιουργεί ένα συγκεντρωτικό και προσωποπαγές ουσιαστικά σύστημα διακυβέρνησης, αναστέλλοντας το Σύνταγμα, καταργώντας την ελευθεροτυπία και διορίζοντας σε υψηλές θέσεις ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του (τα δύο αδέρφια του στην ουσία). Κανείς δεν τον κατηγορεί βέβαια για απολυταρχική διακυβέρνηση, καθώς μόνο έτσι δεν είναι τα πράγματα: ο Καποδίστριας θαυμάζεται όσο ελάχιστοι από τον λαό για τον πατριωτισμό και το μεταρρυθμιστικό του έργο.

Εχθρούς είχε φυσικά και μάλιστα θανάσιμους, καθώς πολλών τα συμφέροντα απειλήθηκαν από τη πεφωτισμένη διοίκηση του κυβερνήτη: οι φιλελεύθεροι και οι τοπικοί άρχοντες (οι διαβόητοι προεστοί και κοτζαμπάσηδες) που διεκδικούσαν προνόμια και μερίδιο στην εξουσία δεν είδαν τον νεωτεριστή Καποδίστρια με καλό μάτι. «Απέκαμα!», λέει αυτός από την πολεμική που δέχεται, «αλλ’ όμως θα παραμείνω στη χαλάστρα μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μου και ας κινδυνεύσω να χαθώ»…

Κι έτσι οι Κουντουριώτες στην Ύδρα και οι Μαυρομιχαλαίοι στη Μάνη πρωτοστατούν στην αντίδραση εναντίον του, με τα ζοφερά γεγονότα να καταλήγουν στην ακραία πράξη της δολοφονίας του (27 Σεπτεμβρίου 1831 με το παλαιό ημερολόγιο), όταν ο Καποδίστριας πέφτει νεκρός από σφαίρα στο Ναύπλιο.

Το τραγικό τέλος του Καποδίστρια βύθισε εκ νέου τη χώρα μας στο χάος και λίγα χρόνια αργότερα οδήγησε στην έλευση του Όθωνα και της «ελέω Θεού» βασιλείας. Και βέβαια δεν είναι λίγοι αυτοί που βλέπουν στη δολοφονία του μια κακοδαιμονία οι επιπτώσεις της οποίας φτάνουν μέχρι και τις μέρες μας.

Και κάτι ακόμα, εξίσου σημαντικό: Ο φάκελος της δολοφονίας του Καποδίστρια στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει ανοίξει ποτέ. Ακόμα και σήμερα παραμένει διαβαθμισμένος ως απόρρητος, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο καθώς η πλειονότητα των απόρρητων αρχείων ανοίγουν έπειτα από 30 και πλέον χρόνια. Όχι όμως αυτός, κάνοντας ιστορικούς και αναλυτές να εικάζουν ότι οι πληροφορίες που περιέχονται εκεί για τη δολοφονία του είναι το λιγότερο συγκλονιστικές…

Πρώτα χρόνια

Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννιέται στις 10 Φεβρουαρίου 1776 στην Κέρκυρα ως το έκτο παιδί μιας οικογένειας αριστοκρατικής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και πολιτικός και η μητέρα του καταγόταν από ευγενείς (ήταν εγγεγραμμένοι στο περίφημο Libro d’Oro).

Ο μικρός Ιωάννης ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα, μαθαίνοντας λατινικά, ιταλικά και γαλλικά, και μεταβαίνει στη Βενετία, πριν μετακομίσει στην Πάντοβα για να σπουδάσει ιατρική στο περιώνυμο τότε πανεπιστήμιό της. Πέρα από την ιατρική, παρακολουθεί μαθήματα νομικών και φιλοσοφίας, ερχόμενος σε επαφή με τις επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης που δονούσαν και την Ιταλία.

Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα το 1797, σε ηλικία 21 ετών, αφήνει να φανεί το αλτρουιστικό του χαρακτήρα του ασκώντας το ιατρικό λειτούργημα αφιλοκερδώς. Ταυτοχρόνως, αποφασίζει να θέσει εαυτόν στην υπηρεσία του λαού και δεν αργεί να διακριθεί στην τοπική κοινωνία, ιδρύοντας την «Εταιρία των Φίλων», έναν φιλολογικό σύλλογο με έντονη πνευματική και πολιτιστική δράση, αλλά και τον «Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο», τον πρώτο ποτέ επιστημονικό φορέα στα ελληνικά χρονικά. Το 1799, μετά τη ρωσοτουρκική παρέμβαση στα Επτάνησα, διορίστηκε διευθυντής στο οθωμανικό στρατιωτικό νοσοκομείο της Κέρκυρας…

Η εμπλοκή του στην Ιόνιο Πολιτεία

Το 1801 ξεκινά και επισήμως η ενεργή ανάμειξή του στα πολιτικά τεκταινόμενα των Ιονίων Νήσων. Διατελεί γραμματέας της Ιονίου Πολιτείας και αυτοκρατορικός επίτροπος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (που είχε πια τον έλεγχο των νησιών) και στέλνεται στην Κεφαλονιά για να εδραιώσει την τάξη στη μάχη των τοπικών κοτζαμπάσηδων για εξουσία. Τα καταφέρνει και με το παραπάνω.

Ταυτοχρόνως, ως έφορος εκπαίδευσης της Ιονίου Πολιτείας ιδρύει 40 σχολεία και καταφέρνει να καθιερώσει την ελληνική ως επίσημη γλώσσα στα νησιά του Ιονίου. Επόμενος σταθμός το 1807, όταν η Ρωσία του αναθέτει την οχύρωση και άμυνα της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας), την οποία απειλούσε ο Αλή Πασάς. Ο Καποδίστριας αποδεικνύει ότι πέρα από έξοχος διπλωμάτης και πολιτικός, διαθέτει και σπάνια οργανωτικά και στρατιωτικά χαρίσματα.

Τώρα όμως είναι καιρός για ακόμα μεγαλύτερα πράγματα…

Διπλωματική καριέρα

Ήταν τον Ιανουάριο του 1909 όταν ο Καποδίστριας, έχοντας ήδη τιμηθεί με τον ρωσικό τίτλο του Ιππότη Β’ Τάξεως του Τάγματος της Αγίας Άννας, αποβιβάζεται στην Αγία Πετρούπολη έπειτα από πρόσκληση του επικεφαλής του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας για να αναλάβει διπλωματική θέση εκ μέρους του τσάρου.

Εκεί είναι που θα γνωρίσει τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας Ελισάβετ (συζύγου του τσάρου Αλεξάνδρου Α’), τη «μόνη γυναίκα που αγάπησα», όπως έλεγε ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Ο τσάρος του ανέθεσε διάφορες εμπιστευτικές αποστολές σε Βιέννη και Βουκουρέστι και όσο ο Καποδίστριας προωθούσε και με το παραπάνω τα ρωσικά συμφέροντα η επιρροή του στη ρωσική αυλή γιγαντωνόταν. Κορυφαία στιγμή της εποχής ήταν η εμπλοκή του στο ζήτημα της Ελβετίας, τόσο στη στρατιωτική επίλυση του ακανθώδους θέματος όσο και στη δημιουργία νέου Συντάγματος (το οποίο υπέγραψε προσωπικά).

Αποτέλεσμα όλων αυτών, καθώς ο ρόλος του στην πολιτική της Ρωσίας επηρέασε τα σημαντικότερα γεγονότα της ευρωπαϊκής ηπείρου καθορίζοντας τις τύχες πολλών λαών, ήταν να διοριστεί το 1815 γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών (καθώς ο τσάρος κράτησε προσωπικά τον ρόλο του υπουργού). Η αναγνώριση της ουδετερότητας της Ελβετίας από τις μεγάλες δυνάμεις και το προωθημένο δημοκρατικά Σύνταγμα της χώρας ήταν προσωπική του επιτυχία…

Το ελληνικό ζήτημα

Η σύγκρουση του Καποδίστρια με τον καγκελάριο της Αυστρίας Μέτερνιχ, «ψυχή» της Ιερής Συμμαχίας, δεν θα αργούσε να φανεί (συνέδρια στο Τροπάου και Λάιμπαχ). Η πάλη των δύο αντρών σε διπλωματικό επίπεδο ήταν σφοδρή: ο Καποδίστριας εξωθούσε τον τσάρο σε πόλεμο εναντίον της Τουρκίας και στην επίλυση του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος με τα όπλα. Έτσι, πίστευε, θα απελευθερωνόταν και η Ελλάδα.

Ο Μέτερνιχ, από την άλλη, τον ανάγκαζε να παραμείνει πιστός στις αποφάσεις της Βιέννης (1815) και στις αρχές της «Ιερής Συμμαχίας» για τη διατήρηση της νομιμότητας στην Ευρώπη, διώκοντας τις φιλελεύθερες ιδέες και καταπνίγοντας στο αίμα κάθε απελευθερωτικό κίνημα που θα ξεσπούσε.

Ο Καποδίστριας εκτιμώντας ότι το πολιτικό κλίμα της Ευρώπης ήταν αρνητικό για την ελληνική υπόθεση, αρνήθηκε να δεχτεί την πρόταση των Φιλικών να ηγηθεί της επανάστασης. Από τα τέλη του 1821 είχε χάσει εξάλλου την αυτοκρατορική εύνοια και στις αρχές του 1822 ο τσάρος αφαίρεσε τη διαχείριση του Ανατολικού Ζητήματος από τα χέρια του Καποδίστρια.

Μέγας τακτικιστής και μετρ της διπλωματίας, με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης εκφράζει τη διαφωνία του στον τσάρο για τη στροφή της ρωσικής πολιτικής και αποσύρεται από τη δημόσια ζωή της αυτοκρατορίας, πάντα με εύσχημο τρόπο: παίρνει άδεια επ’ αόριστον τον Αύγουστο του 1822 και εγκαθίσταται στη Γενεύη, ώστε να έχει έτσι τη δυνατότητα να εργαστεί απερίσπαστος για την ελληνική υπόθεση, ενεργοποιώντας το πλήθος των υψηλόβαθμων γνωριμιών του αλλά και το απαράμιλλο κύρος που διέθετε στις ευρωπαϊκές αυλές. Ο ευρωπαϊκός φιλελληνισμός που ξέσπασε ήταν σαφώς και δικό του έργο…

Κυβερνήτης της Ελλάδας

Τα χρόνια πέρασαν και οι πολεμικοί αγώνες των Ελλήνων απέδωσαν καρπούς. Κι έτσι κατά την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827, ο Καποδίστριας εκλέγεται να κυβερνήσει τη μικρή τότε ελεύθερη Ελλάδα με θητεία 7 ετών. Ο ίδιος επισκέπτεται την Πετρούπολη και αποδεσμεύεται επισήμως από τα τσαρικά καθήκοντα.

Ο νέος κυβερνήτης κατέφτασε στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου 1828 και πρώτη του δουλειά ήταν η μετάβαση στην Αίγινα, την προσωρινή πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Εκεί ανέλαβε το πρωτοφανές έργο να στήσει ένα κράτος κυριολεκτικά από το μηδέν!

Τα σύνορα δεν είχαν καθοριστεί, ο πόλεμος μαινόταν και η χώρα ήταν ήδη καταχρεωμένη στους Άγγλους από τα πολεμικά δάνεια, τα οποία είχαν εν τω μεταξύ δαπανηθεί στις ανάγκες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αλλά και στον εμφύλιο που ξέσπασε φυσικά. Η εικόνα που αντίκρισε ο κυβερνήτης ήταν το λιγότερο φρικτή: δεν υπήρχαν δικαστήρια και δικαστές, δεν υπήρχε τακτικός στρατός, δεν υπήρχαν πολεμοφόδια.

Ο Καποδίστριας αποδέχθηκε το τιτάνιο έργο που τον περίμενε και πρώτος του στόχος ήταν η αναδιοργάνωση στρατού και στόλου, κάτι που επέτρεψε τη συνέχιση των ελληνικών επιχειρήσεων στη δυτική και ανατολική Στερεά Ελλάδα και οδήγησε στην ανακατάληψη εδαφών. Ταυτοχρόνως, σε διπλωματικό επίπεδο πείθει τους Γάλλους να στείλουν στρατεύματα για την απομάκρυνση των δυνάμεων του Ιμπραήμ από τον Μοριά.

Σε διπλωματικό επίπεδο, έδωσε σκληρές μάχες για να κερδίσει ό,τι καλύτερο μπορούσε για την πατρίδα του. Αναδιοργάνωσε πλήρως την επαρχιακή διοίκηση και έθεσε τις βάσεις της οικονομίας. Έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα για τη γεωργία, εμπλουτίζοντάς τη με νέες καλλιέργειες (ο ίδιος είναι που έφερε την πατάτα στην Ελλάδα), ιδρύοντας την πρώτη Γεωργική Σχολή και στηρίζοντας δραστικά την παραγωγή μεταξιού, κάνοντας αντίστοιχα έργα-τομείς και για την κτηνοτροφία, το εμπόριο και τη ναυτιλία.

Στο εσωτερικό, έκοψε το πρώτο νόμισμα, τον περίφημο ασημένιο φοίνικα (τα πρώτα χάλκινα νομίσματα φτιάχτηκαν από το λιώσιμο των παλιών κανονιών), για να αντικατασταθεί το τουρκικό γρόσι, και εκπόνησε το πρώτο ποτέ δασμολογικό και φορολογικό σύστημα, ιδρύοντας ταυτόχρονα και την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα. Παράλληλα έθεσε τις βάσεις της εκπαίδευσης δημιουργώντας αλληλοδιδακτικά σχολεία, στα οποία οι πιο προχωρημένοι μαθητές δίδασκαν τους υπόλοιπους υπό την εποπτεία του δασκάλου, άλλα και σχολές χειροτεχνίας, εκπαίδευση πρακτικής δηλαδή κατεύθυνσης.

Φρόντισε να ιδρύσει στην Αίγινα ορφανοτροφείο (με διευθύντρια τη Μαντώ Μαυρογένους), όπου βρήκαν περίθαλψη 600 ορφανά, καθώς επίσης και το Κεντρικό Σχολείο, οι απόφοιτοι του οποίου προορίζονταν για ανώτερες σπουδές. Δημιούργησε επιπλέον το Πρότυπο Αγροκήπιο και τη Γεωργική Σχολή Τίρυνθας. Ο κυβερνήτης έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην παιδεία και τη θεωρούσε πρωταρχικό του στόχο για την ανασυγκρότηση του έθνους.

Στον τομέα της δικαιοσύνης έθεσε τις βάσεις απονομής Δικαίου με τη δημοσίευση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και πολλών ακόμα νόμων, με την ίδρυση πρωτοδικείων στις έδρες των νομών, ειρηνοδικείων στις κωμοπόλεις, καθώς και εφετείων. Το έργο που επιτελέστηκε στα 3,5 χρόνια της διακυβέρνησής του (μέχρι τη δολοφονία του δηλαδή) ήταν τεράστιο σε όγκο και πρωτοφανές σε αξία…

Δολοφονία

Η αντίδραση στις μεταρρυθμίσεις του συγκεντρωτικού κυβερνήτη (συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του και ανέβαλε για δύο χρόνια τη σύγκληση της Δ’ Εθνοσυνέλευσης) ήταν από την αρχή σχεδόν έντονη και συνεχώς αυξανόμενη. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει κεντρική εξουσία και να θέσει τις βάσεις για την οικονομία, βρήκε αντιμέτωπους τους παραδοσιακούς άρχοντες, οι οποίοι αντιπροσώπευαν την παλιά αριστοκρατία. Οι πρόκριτοι φοβούνταν ότι θα έχαναν τα παλιά τους προνόμια και την εξουσία και γι’ αυτό δεν νοούσαν να υπακούσουν στα κελεύσματα του νεοσύστατου κράτους.

Όχι μόνο αρνιόνταν να πληρώσουν φόρους αλλά ζητούσαν υπέρογκα ποσά ως πολεμική αποζημίωση για όσα είχαν χαλάσει κατά τη διάρκεια του αγώνα! Και αυτό σε έναν κυβερνήτη που δεν έπαιρνε μία για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στο έθνος: «Εφ’ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν», έλεγε ο μεγάλος πατριώτης).

Οι Κουντουριώτηδες από την Ύδρα αλλά και κοτζαμπάσηδες από τις Σπέτσες και τα Ψαρά ζητούσαν επιτακτικά αποζημιώσεις για τα έξοδα που είχαν κάνει για λογαριασμό της επανάστασης, αν και εκείνος που υποδαύλιζε ακούραστα το αντικαποδιστριακό μένος δεν ήταν άλλος από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η Ύδρα μετατράπηκε έτσι στον μεγαλύτερο αντικαποδιστριακό θύλακα, εκεί όπου προσέφευγαν πια οι δυσαρεστημένοι από τη διακυβέρνησή του αλλά και πλήθος συνωμοτών. Η δεύτερη τέτοια «σφηκοφωλιά» ήταν η Μάνη των Μαυρομιχαλαίων.

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 από τον Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, αδερφό και γιο αντίστοιχα του Πετρόμπεη, δεν πρέπει ωστόσο να ερμηνευτεί αποκλειστικά με βάση τα προσωπικά πάθη των δραστών. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και το πλήθος των ανθρώπων που επιθυμούσαν φανερά τον θάνατο του κυβερνήτη μεγάλο. Μέχρι και εράνους έκαναν για τον σκοτεινό αυτό σκοπό!

Παρά το βαθύ πένθος στο οποίο βυθίστηκε η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού, υπήρχε μερίδα κόσμου που υποδέχτηκε χαρμόσυνα τον χαμό του πεφωτισμένου ηγέτη, όπως έκανε εξάλλου και η υδραϊκή εφημερίδα «Απόλλων», η οποία έφτασε να πανηγυρίζει για τον θάνατο του κυβερνήτη (έπειτα έπαψε να εκδίδεται καθώς είχε εκπληρώσει τον ζοφερό σκοπό της!).

Εμπλοκή φέρεται να είχε και η βρετανική διπλωματία, καθώς για τους Άγγλους ο Καποδίστριας δεν ήταν απλώς ένας έλληνας κυβερνήτης, ήταν κυρίως ήταν δάκτυλος των Ρώσων. Το τεράστιο λάθος το κατάλαβαν όλοι στο τέλος, αν και πλέον ήταν αργά.

Όσο για τον ίδιο τον Καποδίστρια, αρνήθηκε ακόμα και σύνταξη από τη Ρωσική Αυτοκρατορία για να μη θεωρηθεί μισθοδοτούμενος από τους ξένους! Αλλά και την ελληνική αποζημίωση για τη θέση του ως αρχηγού κράτους αρνιόταν σθεναρά (τόσο από το «Πανελλήνιο», την κυβέρνηση δηλαδή, όσο και από την Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους το 1829), φτάνοντας να ξοδέψει όλη την προσωπική του περιουσία για το καλό της πατρίδας (πούλησε μέχρι και τις πολύτιμες πέτρες από τα παράσημά του!).

Αυτός ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, ο ανιδιοτελής άνθρωπος που παρέλαβε χάος και έκανε τα πάντα για να φτιάξει κράτος. Κι αυτό το «τα πάντα» ποτέ δεν ήταν πιο κυριολεκτικό: ο Καποδίστριας ήταν ιδιαίτερα λιτοδίαιτος όταν ανέλαβε κυβερνητικά καθήκοντα καθώς πως ήταν λέει δυνατόν να τρώει καλά όταν ο εξαθλιωμένος λαός γύρω του πεινούσε και ζούσε σε χαλάσματα;

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr