«Τα διαπραχθέντα εγκλήματα κατατάσσονται μεταξύ των πλέον απεχθών που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα και περιλαμβάνουν γενοκτονία και εξόντωση ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», κατέληξε ο πρόεδρος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου κατά την ανάγνωση της ετυμηγορίας για τον σφαγέα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ο Μλάντιτς δεν θα μπορούσε να αποφύγει τα ισόβια δεσμά και αυτά ακριβώς πήρε για τα μαζικά εγκλήματά του στον Πόλεμο της Βοσνίας, όταν μετατράπηκε σε άγγελο του κακού προβαίνοντας σε εθνοκαθάρσεις και μαζικές σφαγές. Η Σφαγή της Σρεμπρένιτσα ήταν εξάλλου το χειρότερο επεισόδιο μαζικής δολοφονίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάνοντας αυτό το «χασάπης των Βαλκανίων» να φαντάζει λίγο για τον αιμοσταγή φονιά των αλλοεθνών. Οι μεγαλύτερες θηριωδίες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Βοσνίας έφεραν άλλωστε τη ζοφερή υπογραφή του στρατηγού των Σερβοβόσνιων. Και μιλάμε για έναν τριετή πόλεμο (1992-1995) που άφησε πίσω του περισσότερους από 100.000 νεκρούς, αλλά και 2,2 εκατομμύρια πρόσφυγες. Δεν ήταν μόνο η Σρεμπρένιτσα, αλλά και η πολιορκία του Σαράγιεβο, οι «αδέσποτοι» βομβαρδισμοί, οι εθνοκαθάρσεις Κροατών σε πόλεις και χωριά, η εξολόθρευση του μουσουλμανικού στοιχείου, ακόμα και η αιχμαλωσία των κυανόκρανων του ΟΗΕ. Ό,τι έκανε ο μοχθηρός στρατηγός των Σέρβων της Βοσνίας στα τρία αυτά χρόνια ήταν τέτοια που τον έκαναν να το βάλει στα πόδια μετά το τέλος του πολέμου. Παρά το γεγονός ότι ήταν ήρωας, ακραιφνής πατριώτης αλλά και υπερασπιστής του λαού του για μια καλή μερίδα των υποστηρικτών του, ο Μλάντιτς πέρασε τα υπόλοιπα 16 χρόνια κρυμμένος. Μετά την απαγγελία του κατηγορητηρίου του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία το 1995 δηλαδή. Οι τίτλοι τέλους θα έπεφταν στην πρόσφατη δίκη του, όταν η ετυμηγορία θα έκανε λόγο για «κοινή εγκληματική επιχείρηση» που είχε στόχο τη δίωξη των μη Σέρβων της Βοσνίας. Ο 74χρονος φυγάς Μλάντιτς σηκώθηκε και ούρλιαζε «ψέματα, ψέματα, όλα είναι ψέματα», μόνο που τώρα η Ιστορία τον είχε επιτέλους κρίνει…
Πρώτα χρόνια
Ο Ράτκο Μλάντιτς γεννιέται στις 12 Μαρτίου 1943 στο Καλίνοβικ της σημερινής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ως ένα από τρία παιδιά ενός γιουγκοσλάβου παρτιζάνου και της συζύγου του. Ο πατέρας πάλευε για την ανατροπή της ναζιστικής κυβέρνησης και σκοτώθηκε στα τρίτα γενέθλια του μικρού Ράτκο, σε άλλη μια επίθεση των παρτιζάνων κατά του σκιώδους κράτους που εγκαθίδρυσε το Γ’ Ράιχ. Τελειώνοντας το Δημοτικό, ο Μλάντιτς εγκαταλείπει το σχολείο και πιάνει δουλειά σε κονσερβοποιία του Σαράγιεβο. Όταν έκλεισε τα 18 του χρόνια, μπήκε στη Στρατιωτική Βιομηχανική Σχολή και πέρασε μετά από Στρατιωτική Ακαδημία. Όταν αποφοίτησε τον Σεπτέμβριο του 1965, εντάχθηκε ως νεαρός αξιωματικός στον γιουγκοσλαβικό στρατό. Στην πρώτη του μάλιστα αποστολή στα Σκόπια τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, ήταν ο νεότερος στρατιωτικός στην ομάδα του. Αποδείχτηκε ικανότατος στα καθήκοντά του και οι προαγωγές έπεφταν βροχή. Από νεαρός ανθυπολοχαγός τον Απρίλιο του 1968, έφτασε να διοικεί έναν λόχο το 1970, ένα τάγμα το 1974 και μετά ολόκληρη ταξιαρχία. Αφού περάσει από μερικά ακόμα σχολεία πολέμου, τα οποία τελειώνει μάλιστα με άριστα, θα φτάσει τον Αύγουστο του 1986 στον βαθμό του στρατηγού. Τον Ιανουάριο του 1989 τοποθετείται διοικητής στρατιάς στα Σκόπια και στις 14 Ιανουαρίου 1991 θα προαχθεί και πάλι, ως υπαρχηγός στρατιάς στην Πρίστινα του Κοσόβου αυτή τη φορά. Πάνω στην ώρα δηλαδή για τις πρώτες εχθροπραξίες μεταξύ Σέρβων και Αλβανών στην περιοχή…
Ο Πόλεμος της Βοσνίας
Ο Μλάντιτς είχε ήδη πολεμήσει ως συνταγματάρχης του γιουγκοσλαβικού στρατού κατά των αποσχιστικών κροατικών δυνάμεων και είχε τη φήμη του παράτολμου στρατιωτικού να τον ακολουθεί. Οι άντρες του τον έβλεπαν πάντα στην πρώτη γραμμή να ηγείται προσωπικά των αποστολών και τον σέβονταν απεριόριστα. Τοποθετείται λοιπόν επικεφαλής της νευραλγικής 9ης Στρατιάς και στέλνεται κατά των κροατικών δυνάμεων στο Κνιν. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς προάγεται ξανά και ρίχνεται με τα μούτρα στις μάχες με τους κροάτες αυτονομιστές, προσπαθώντας να αποκόψει τη Δαλματία από την υπόλοιπη Κροατία. Στις 2 Μαΐου 1992, έναν μήνα μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας που υπέγραψε η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, ο Μλάντιτς και οι στρατηγοί του πολιορκούν το Σαράγιεβο, αποκόβοντάς το από τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμα και το νερό και το ηλεκτρικό έκοψαν. Αυτή θα ήταν η πρώτη πράξη της τετράχρονης σχεδόν Πολιορκίας του Σαράγιεβο (5 Απριλίου 1992 έως 29 Φεβρουαρίου 1996), οι 1.425 μέρες της οποίας τη μετατρέπουν στη μεγαλύτερη χρονικά πολιορκία της σύγχρονης πολεμικής ιστορίας. Έναν χρόνο περισσότερο ακόμα και από την Πολιορκία του Λένινγκραντ! Η πόλη βομβαρδιζόταν συνεχώς και οι ελεύθεροι σκοπευτές έκαναν τα υπόλοιπα, σκοτώνοντας, τραυματίζοντας και τρομοκρατώντας χιλιάδες κατοίκους. Στους 10.000 υπολογίστηκαν οι νεκροί της Πολιορκίας του Σαράγιεβου. Όταν στις 12 Μαΐου 1992, μετά την αποχώρηση της Βοσνίας από τη Γιουγκοσλαβία, ιδρύεται ο στρατός της Βοσνίας, ο Μλάντιτς αναλαμβάνει επικεφαλής του, μια θέση που κράτησε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1996. Πλέον είχε 80.000 στρατιώτες στον τομέα ευθύνης του, μια δύναμη που θα του επέτρεπε να παραβιάσει τις «περιοχές ασφαλείας» του ΟΗΕ, ψάχνοντας καταφύγιο από τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ. Στον δρόμο του βρέθηκε τότε η Σρεμπρένιτσα…
Η χειρότερη σφαγή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Κάπου 7.000-8.000 βόσνιοι μουσουλμάνοι, άντρες και αγόρια, σφαγιάστηκαν από τους Σερβοβόσνιους του Μλάντιτς στη μαρτυρική Σρεμπρένιτσα εκείνο τον Ιούλιο του 1995. Άλλοι 20.000 πολίτες εκδιώχθηκαν στο πλαίσιο της εθνοτικής καθαρότητας που ζητούσε ο Μλάντιτς και η πολιτική ηγεσία για την επόμενη μέρα της Βοσνίας. Αυτή η σφαγή, το χειρότερο μαζικό έγκλημα που έβλεπε η Ευρώπη μετά τη ναζιστική λαίλαπα, ήταν που ακούστηκε στα πέρατα του δυτικού κόσμου, ο οποίος καλούσε επιτακτικά πια σε τέλος των τριετών εχθροπραξιών στη Βοσνία. Θα άφηνε βέβαια βαθιά σημάδια στις εθνοτικές ομάδες της Βοσνίας και θα υπονόμευε οποιαδήποτε απόπειρα συμφιλίωσής τους. Το Διεθνές Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία έδωσε στις χιλιάδες δολοφονίες αλλά και στις εκτοπίσεις καθεστώς γενοκτονίας. Ο Μλάντιτς και η παρέα του οραματίζονταν μια φυλετικά και εθνοτικά ομοιογενή Βοσνία και ήταν έτοιμοι να βγάλουν από τη μέση όποιον χαλούσε το όνειρο. Την ώρα που οι Σερβοβόσνιοι είχαν αποκλείσει τη Σρεμπρένιτσα από τον Μάρτιο του 1995, σε στενή συνεργασία με τον Ράντοβαν Κάρατζιτς, και από τον Μάιο της είχαν επιβάλει καθολικό εμπάργκο, η τελική διαταγή δόθηκε στα τέλη Ιουνίου. Από τις 6 Ιουλίου, οι δυνάμεις του Μλάντιτς άρχισαν να καίνε τα σπίτια στα γύρω χωριά, αναγκάζοντας τους Βόσνιους να εγκαταλείπουν άρον άρον τις εστίες τους και τους 200 ολλανδούς κυανόκρανους του ΟΗΕ να παραδοθούν. Στις 11 Ιουλίου, ο Ράτκο περιδιαβαίνει τους δρόμους της Σρεμπρένιτσα και λέει σε ηχογραφημένο μήνυμα σε σέρβο δημοσιογράφο: «Δίνουμε αυτή την πόλη στο σερβικό έθνος … Η ώρα έχει φτάσει να πάρουμε εκδίκηση από τους μουσουλμάνους». Εκείνη τη νύχτα 10.000 περίπου Βόσνιοι στάλθηκαν στα δάση γύρω από την πόλη με ψεύτικες υποσχέσεις για την ασφάλειά τους. Η σφαγή ήταν εκτεταμένη. Όσοι δεν εκτελέστηκαν, φορτώθηκαν σε λεωφορεία (κάποια είχαν έρθει από τη Σερβία) και στάλθηκαν σε περιοχές που κρατούσαν ακόμα οι Βόσνιοι. Κάποιοι εκτελέστηκαν και τις επόμενες ημέρες, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα βόρεια της Σρεμπρένιτσα, στα σύνορα με τη Σερβία. Οι σφαγές συνεχίστηκαν τουλάχιστον μέχρι τις 16 Ιουλίου και έλαβαν χώρα σε χωράφια, γήπεδα ποδοσφαίρου, ακόμα και σχολεία και πολιτιστικά κέντρα. Τα πτώματα ήταν συνήθως δεμένα χειροπόδαρα και κάποια έφεραν σημάδια ακρωτηριασμών και βασανιστηρίων. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη εξέδωσε το 2004 μια επίσημη απολογία για τα «τρομακτικά εγκλήματα» της Σρεμπρένιτσα, κάνοντας λόγο για 7.800 δολοφονημένους και άλλους 40.000 εκτοπισμένους…
Μεταπολεμικά
Στις 4 Αυγούστου 1995, φοβούμενος τα αντίποινα των κροατικών δυνάμεων που κοντοζύγωναν τον σερβικό τομέα στα κεντρικά της χώρας, ο Ράντοβαν Κάρατζιτς ανακοίνωνε την απομάκρυνση του πρωτοπαλίκαρού του Μλάντιτς από τη θέση του. Ο Κάρατζιτς τον κατηγόρησε για την απώλεια δύο στρατηγικών σερβικών θέσεων στη δυτική Βοσνία, ένα άλλοθι για να αναλάβει ο ίδιος τη διοίκηση των στρατευμάτων. Ο Μλάντιτς ήταν πια «στρατηγικός σύμβουλός» του, μόνο που αρνήθηκε να φύγει ήσυχα. Τώρα έλεγε πως είχε την υποστήριξη τόσο του σερβοβοσνιακού στρατού όσο και του λαού, επισύροντας τη μήνη του πρώην συνεργάτη του, ο οποίος τον αποκαλούσε τώρα «τρελό». Δεν μπόρεσε όμως να τον καθαιρέσει, γιατί απολάμβανε όντως του σεβασμού των στρατιωτών του. Μόνο στις 8 Νοεμβρίου 1996 θα του στερούσαν κάθε αξίωμά του, με τη βούληση του προέδρου της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας. Συνέχισε πάντως να παίρνει κανονικά τη σύνταξή του μέχρι και τον Νοέμβριο του 2005. Κάποιοι πίστεψαν πως ο κόσμος θα ξεχνούσε τον άνθρωπο που ηγήθηκε της λυσσαλέας εκστρατείας για τον διαμελισμό της Βοσνίας και την εδραίωση της εθνοτικά καθαρής Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας, μόνο που δεν ήταν έτσι. Όταν συνελήφθη ο πρώην πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, το 2001, τα ίχνη του Μλάντιτς χάθηκαν μυστηριωδώς. Παρεμπιπτόντως, ένα οικογενειακό δράμα εκτυλίχθηκε το 1994 στο σπίτι του, εν μέσω του Πολέμου της Βοσνίας, όταν η κόρη του Άννα ερωτεύτηκε έναν ακτιβιστή γιατρό που θεωρούσε τον μέλλοντα πεθερό του εγκληματία πολέμου. Γάμος δεν θα συνέβαινε ποτέ αν η κόρη δεν αποκήρυσσε τον πατέρα. Κι έτσι τον Φεβρουάριο του 1994, ακροβατώντας μεταξύ του διλήμματος, η Άννα αυτοκτόνησε έπειτα από μια οικογενειακή βραδιά. Πήρε το περίστροφο του πατέρα της και αυτοπυροβολήθηκε. Τον Ιούλιο του 1995, το Διεθνές Δικαστήριο της Πρώην Γιουγκοσλαβίας του απένειμε κατηγορίες για γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αλλά και για τις εθνοκαθάρσεις των βόσνιων μουσουλμάνων και των Κροατών της Βοσνίας. Ο Μλάντιτς κατέφυγε στο Βελιγράδι για να γλιτώσει τις διώξεις και δεν κρυβόταν μάλιστα καθόλου. Είχε την προστασία του Μιλόσεβιτς και εμφανιζόταν ανενόχλητος δημοσίως, αν και θα την έχανε τελικά το 2001, όταν ο Μιλόσεβιτς εκδόθηκε στη Χάγη για να δικαστεί. Τότε ήταν που τα ίχνη του στρατηγού εξαφανίστηκαν, ήταν όμως κοινό μυστικό πως ζούσε κοντά στο Σαράγιεβο ως ο Νο 1 καταζητούμενος της Ευρώπης. Τον Μάιο του 2010 μάλιστα ο γιος του προσπάθησε να τον αναγορεύσει επισήμως νεκρό. Έναν χρόνο αργότερα όμως, στις 26 Μαΐου 2011, ο πρόεδρος της Σερβίας, Μπόρις Τάντιτς, ανακοίνωσε πως η σερβική μυστική αστυνομία τον είχε συλλάβει σε ένα χωριουδάκι (Λαζάρεβο) καμιά 80αριά χιλιόμετρα βόρεια του Βελιγραδίου. Οι μυστικοί αστυνομικοί του Υπουργείου Εσωτερικών που τον βρήκαν σε ένα αγροτόσπιτο δεν τον αναγνώρισαν, αν και εκείνος τους υποδέχτηκε ιπποτικά: «Βρήκατε αυτόν που αναζητάτε», τους είπε με σχετική περιφρόνηση. Η σύλληψή του προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από χιλιάδες Σέρβους, οι οποίοι συνεχίζουν να τον θεωρούν ήρωα και πατριώτη. Γι’ αυτό ίσως δεν τον πρόδωσε κανείς, παρά τα 5 εκατ. δολάρια με τα οποία είχε επικηρυχθεί. Και είναι πια γνωστό ότι περιόδευε ανενόχλητος από το ένα στρατιωτικό παραθεριστικό κατάλυμα στο άλλο, συνοδευόμενος πάντα από μια κουστωδία υπηρετικού προσωπικού και ανδρών ασφαλείας, ενώ ήταν ο Νο 1 καταζητούμενος της Γηραιάς Ηπείρου. Λίγες μέρες αργότερα εκδόθηκε στη Χάγη, όπου ξεκίνησε τον Μάιο του 2012 η δίκη για τα εγκλήματά του. Πολύ πρόσφατα κηρύχθηκε ένοχος για τις 10 από τις 11 κατηγορίες του και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ήδη από το 2002 είχε αποταχθεί επισήμως από τον στρατό, αν και απολάμβανε μεγάλου σεβασμού σε μερίδα του κόσμου, που τον έκρυβε προφανώς τόσα χρόνια από τις Αρχές. Όπως είπε το Διεθνές Δικαστήριο, ο Μλάντιτς ήταν ο ενορχηστρωτής των χειρότερων κτηνωδιών που διαπράχθηκαν στην Ευρώπη από την εποχή των Ναζί. Ο επονομαζόμενος «χασάπης των Βαλκανίων», ο πρώην διοικητής των σερβικών δυνάμεων της Βοσνίας, καταδικάστηκε από τη διεθνή δικαιοσύνη σε ισόβια κάθειρξη για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου. «Επιτομή του κακού» τον χαρακτήρισε και ο Ύπατος Αρμοστής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, την ίδια ώρα που με τον Μλάντιτς εκτός κάδρου, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ κάνουν πια εκκλήσεις για συμφιλίωση στην πολύπαθη πρώην Γιουγκοσλαβία… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr