Στα κινηματογραφικά πηγαδάκια της χώρας μας διηγούνται ακόμα τα δαιμόνια τεχνάσματα που μεταχειριζόταν ο φοβερός και τρομερός Αλέκος Σακελλάριος για να σπρώξει την καριέρα της δεύτερης συζύγου του, της νέας και ωραίας Νίκης Λινάρδου. Θρυλικοί καυγάδες με τη Βουγιουκλάκη γιατί την έριχναν στα πλάνα, πυροσβεστικές παρεμβολές του Φίνου και νέα χτυπήματα του Σακελλάριου δονούσαν άλλοτε τα πλατό των ταινιών που έπαιρνε μέρος η καλλονή Λινάρδου, πάντα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του άντρα της. Αυτός ήταν που θα έπαιρνε τη χορεύτρια Μπέμπη Κούλα από τις πίστες και θα καθιέρωνε τελικά ως ηθοποιό, παρά το γεγονός ότι η Λινάρδου είχε όλο το πακέτο και θα έκανε κατόπιν όλη τη δουλειά μόνη της. Αφού πέρασε από την κλασική «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955) του Αλέκου Σακελλάριου ως τσιγγάνα, θα γινόταν τελικά αστέρι και αστέρι πρώτου μεγέθους μέσω από τους αλησμόνητους ρόλους στα «Κίτρινα γάντια», «Όταν λείπει η γάτα» (καμαριέρα), «Θα σε κάνω βασίλισσα» (ως συμπρωταγωνίστρια του Θανάση Βέγγου), «Καλώς ήλθε το δολάριο» και «Υπάρχει και φιλότιμο» (ως κακομαθημένη κόρη του βουλευτή Μαυρογιαλούρου)! Χαρακτηριστικότατη μορφή του ελληνικού κινηματογράφου και πάντα υπέροχη, η Νίκη Λινάρδου πέρασε από τις χορευτικές πίστες, το θεατρικό σανίδι, το κινηματογραφικό πλατό και το τηλεοπτικό στούντιο με την ίδια άνεση, αφήνοντας τη γνώριμη σφραγίδα της σε τρεις δεκάδες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά. Όπως το έλεγε εξάλλου και η ίδια, έζησε μια ζωή όπως την ονειρεύτηκε, ίσως και κάτι παραπάνω. Η Λινάρδου πίστευε πως τα όνειρά της είχαν πραγματοποιηθεί, αφού έκανε την καριέρα που ήθελε και έπαιξε πλάι στα ιερά τέρατα της εθνικής μας κινηματογραφίας, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Ορέστης Μακρής, ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Θανάσης Βέγγος κ.λπ. Πολλά κλασικά φιλμ της εποχής που αγαπάμε να βλέπουμε ξανά και ξανά έχουν λίγη από τη λάμψη της…
Πρώτα χρόνια
Η Ανδρονίκη «Μπέμπη» Κούλα γεννιέται τον Ιούνιο του 1939 (άλλες πηγές τη θέλουν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη), αν και για τα παιδικά της χρόνια ή την οικογενειακή της κατάσταση δεν είναι τίποτα γνωστό. Την ξαναβρίσκουμε πιτσιρίκα ακόμα να κάνει καριέρα ως χορεύτρια, είχε ωστόσο το μάτι πάντα στραμμένο στο θέατρο. Κι έτσι όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, την άρπαξε από τα μαλλιά! «Ξεκίνησα ως χορεύτρια, αλλά στην πορεία άρχισε να μου αρέσει το θέατρο. Έτσι απευθύνθηκα στο θίασο της Βίλμας Κύρου, όπου μια από τις ηθοποιούς έτυχε και αρρώστησε εκείνη την περίοδο. Όταν μου τηλεφώνησε η γραμματέας και μου είπε ‘‘το βράδυ έρχεσαι και παίζεις’’, τρελάθηκα. Πήγα και μόλις έκλεισε η αυλαία, λιποθύμησα!». Μέχρι τότε είχε ήδη υιοθετήσει το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μπέμπη Κούλα και την ήξεραν πια ως έναν μουσικο-θεατρικό σίφουνα από τους λίγους!
Ο ερωτοχτυπημένος Σακελλάριος και οι θρυλικοί καυγάδες με την Αλίκη
Το «Μπέμπη Κούλα» θα το εγκαταλείψει οριστικά η Ανδρονίκη το 1962 (μετά την κωμωδία «Όταν λείπει η γάτα»), όταν κάτω από τις συστάσεις του συζύγου της πια Αλέκου Σακελλάριου εμφανίζεται τώρα ως «Νίκη Λινάρδου». Το στήσιμο μιας εντελώς νέας περσόνας ήταν κι αυτό εξάλλου ένας από τους τρόπους με τους οποίους πάλευε να την καθιερώσει ο ογκόλιθος της νεοελληνικής κωμωδίας. Ο Σακελλάριος την είχε γνωρίσει όταν την σκηνοθέτησε στην επιθεώρηση «Όσα παίρνει ο άνεμος» (Θέατρο Περοκέ, 1954) και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Τότε ήταν που θα ξεκινούσε η οδύσσειά του να την επιβάλει ως σταρ του σινεμά, έχοντας απέναντι σύσσωμη την κινηματογραφική κοινότητα! Ο Σακελλάριος της ζήτησε να σταματήσει το μουσικό θέατρο για να επικεντρωθεί στο σινεμά κι εκείνη το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάποιες φορές δούλευε και πίσω από τις κάμερες ή τις κουίντες, τα πολλά-πολλά με το θέατρο μια φορά τέλειωσαν. Η ίδια το είχε μάλιστα παράπονο και εξομολογήθηκε σε πολλές συνεντεύξεις της το απρόοπτο τέλος της θεατρικής της πορείας: «Όταν παντρεύτηκα τον Σακελλάριο και σταμάτησα το θέατρο, του είπε ο Τάκης Χορν: ‘‘Δώσε μου τη γυναίκα σου να παίξω μαζί της’’, κι εκείνος είπε ‘‘όχι’’. Μου έμεινε αυτό, γιατί με τον Τάκη ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι και δεν παίξαμε ποτέ μαζί». Όλα ξεκίνησαν κινηματογραφικά το 1955, όταν η Λινάρδου ερμηνεύει τη φλογερή σγουρομάλλα τσιγγάνα που αλλάζει φουστάνι με την Καρέζη στη «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», αλλάζοντας λες ζωή και η ίδια. Η παρθενική αυτή κινηματογραφική συνεργασία με τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Σακελλάριο θα καταλήξει σε έρωτα, γάμο αργότερα και πολύκροτο διαζύγιο ακόμα πιο μετά. Στα λίγο περισσότερα από δέκα χρόνια που θα περάσει στο πλευρό του κινηματογραφάνθρωπου θα προλάβει να παίξει σε περισσότερες από 25 ταινίες, σε κάποιες μάλιστα είναι και πρωταγωνίστρια, όπως ακριβώς το ήθελε ο σύζυγός της! Αφού περάσει από την «Κυρά μας τη μαμή» (1958), το «Μια ζωή την έχουμε» (1958) και τον «Ηλία του 16ου» (1959), μεταξύ άλλων, έρχεται η ταινία που θα την καθιερώσει ως αντίπαλο δέος της Βουγιουκλάκη. Το «Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» είχε πράγματι πολύ ξύλο εκτός οθόνης, καθώς εκεί ο σκηνοθέτης Σακελλάριος τα έδωσε κυριολεκτικά όλα για χάρη της!
Ο σκηνοθέτης ευνοούσε σε όλα τα πλάνα τη συμμαθήτρια της Αλίκης, η οποία βλέποντας το υλικό έγινε έξω φρενών που ο φακός εστίαζε συνεχώς στη σχετικά άγνωστη Λινάρδου! Χρειάστηκε η παρέμβαση του Φίνου για να σβήσει η φωτιά και να καταλαγιάσουν οι ομηρικοί καυγάδες, όταν ο Σακελλάριος αναγκάστηκε να γυρίσει εκ νέου τις επίμαχες σκηνές και να ξαναμοντάρει την ταινία! Παρά ταύτα, η «σωσίας» της Αλίκης είχε μόλις γεννηθεί, καθώς εκεί βάσισε ο Σακελλάριος την κινηματογραφική της περσόνα: ίδιο μαλλί, ίδιο χρώμα, ίδιο νάζι και ίδιο σκέρτσο. Και η καλλονή Λινάρδου αναλαμβάνει πια μεγαλύτερους ρόλους δίπλα στα ιερά τέρατα του ελληνικού σινεμά.
Τη θυμόμαστε ως νεαρή σύζυγο του κυρίου Μπεϊζάνη (Θανάσης Βέγγος) στην κωμωδία «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964), αλλά και ως επιπόλαιη κόρη Αλίκη του ανεκδιήγητου Μαυρογιαλούρου (Λάμπρου Κωνσταντάρα) στην αξέχαστη πολιτική σάτιρα «Υπάρχει και Φιλότιμο» (1965).
Άλλοι χαρακτηριστικοί ρόλοι, γειτόνισσα της Μάρως Κοντού και πέτρα του σκανδάλου στα «Κίτρινα Γάντια» (1960), γραμματέας σε αρωματοποιία στο «Τεμπελόσκυλο» (1963), πρωτότοκη κόρη του Ορέστη Μακρή στον «Αριστείδη και τα κορίτσια του» (1964), άτακτη αδελφή του Γιάννη Γκιωνάκη στην «Αδελφή μου θέλει ξύλο» (1966) και τόσοι ακόμα.
Πραγματικά προσωπικό τύπο θα αποκτήσει με τα φιλμ «Θα σε κάνω βασίλισσα» και «Καλώς ήλθε το δολάριο», όπου και θα γίνει τελικά κοκκινομάλλα για να απαλλαγεί από τη στερεοτυπική της εικόνα. Μια δεύτερη καριέρα αρχίζει για τη Λινάρδου, που πατά πια στα δικά της πόδια και καταφέρνει να την αγαπήσει εκ νέου το ελληνικό κοινό.
Παράλληλα εμφανίζεται και πάλι στο θέατρο, δίπλα συνήθως σε μεγάλους πρωταγωνιστές της εποχής, καθώς πια έχουν τραβήξει δρόμους χωριστούς με τον Σακελλάριο. Τελευταίες της δουλειές, εκεί στον απόηχο του διαζυγίου της με τον μεγάλο θεατράνθρωπο, ήταν το σακελάρειο «Καλώς ήρθε το δολάριο» (1967) και το ριμέικ της «Δεσποινίς ετών 39» του Λογοθετίδη που τώρα πρωταγωνιστούσε ο Κωνσταντάρας και είχε τίτλο «Ο ρωμιός έχει φιλότιμο» (1968). Η τελευταία προσπάθεια του Σακελλάριου να την επιβάλλει στα κινηματογραφικά πράγματα ήταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο «Καλώς ήρθε το δολάριο», το οποίο έμελλε ωστόσο να είναι παταγώδης εμπορική αποτυχία. Με τον δεύτερο σύζυγό της, τον τηλεοπτικό παραγωγό και τηλεσκηνοθέτη Θάνο Χρυσοβέργη, αναλαμβάνουν πια από κοινού την παραγωγή εκπομπών, που στρέφονται συχνά γύρω από τη νεοελληνική επιθεώρηση. Η Λινάρδου κρατά τώρα την παραγωγή σε πλήθος τηλεοπτικών προγραμμάτων, από μουσικές εκπομπές και ντοκιμαντέρ μέχρι και παιδικά προγράμματα, και η νέα αυτή προσπάθεια θα απλωθεί στα επόμενα οχτώ χρόνια (μέχρι το 1996), λίγο μετά το διαζύγιο από τον δεύτερο σύζυγό της (1993). Στη δεκαετία του ’70 υπέγραψε ως παραγωγός τις μουσικοχορευτικές εκπομπές «Τραγουδώντας, γελώντας, χορεύοντας» και «Απ’ τον παππού στον εγγονό», το 1989 το τηλεπαιχνίδι «Τόμπολα γνώσεων» και μεταξύ 1990-1992 την εβδομαδιαία εκπομπή «Η επιθεώρηση του χθες και του σήμερα» (ΕΤ2). Το 1999 έκανε την παιδική τηλεοπτική σειρά «Ο Επ και η παρέα του» (ΕΤ1). Πολλές από τις εκπομπές στην κρατική τηλεόραση τις υπέγραφε ως Νίκη Σακελλάριου.
Τελευταία χρόνια
Η Νίκη Λινάρδου είχε αποσυρθεί από τα καλλιτεχνικά πράγματα τα τελευταία χρόνια της ζωής της, ζώντας μια ήρεμη ζωή πλάι στο σκυλάκι της, τον Ορφέα. Τα τελευταία αυτά χρόνια προετοίμαζε την αυτοβιογραφία της. Όπως έλεγε συχνά, έζησε μια ζωή γλυκιά, όμορφη και γεμάτη αγάπη. Ο έρωτας δεν είχε θέση στη ζωή της, όπως έσπευδε να σημειώνει στα στερνά της, ζώντας με την αξιοπρέπεια που προσιδιάζει στους πραγματικά μεγάλους. Η αγαπημένη ηθοποιός άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», έπειτα από ολιγοήμερη μάχη με την επάρατο, στις 25 Σεπτεμβρίου 2012. Πολλοί έσπευσαν για το ύστατο χαίρε στην πολυαγαπημένη Αννούλα των «Κίτρινων γαντιών»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr