Τον έχουν αποκαλέσει «Καραγκιόζη του ελληνικού σινεμά» και πιθανότατα έχουν δίκιο, καθώς ο εθνικός μας κωμικός ήταν η απόλυτη ενσάρκωση του λαϊκού κινηματογραφικού ήρωα, κουβαλώντας στις ερμηνείες του όλα όσα απαρτίζουν τη σύγχρονη νεοελληνική ψυχή. Ο αυθεντικότερος εγχώριος κινηματογραφικός ήρωας έβαλε σκοπό της ζωής του να προσφέρει τη χαρά, αν και στην πορεία μίλησε τελικά για όλα, κουβαλώντας πάντα τη σεμνότητα και τη μελαγχολία του ευαίσθητου κλόουν. Ο Βέγγος διέσχισε τη νεοελληνική πραγματικότητα με τη χαρακτηριστική του σφραγίδα, φιλοτεχνώντας μια μοναδική σχέση οικειότητας ανάμεσα στον ίδιο και τον θεατή: ήταν ο δικός μας άνθρωπος, το σπαρταριστό alter ego μας, που μέσα από το πηγαίο του ταλέντο δημιούργησε ένα συνονθύλευμα ανεπανάληπτων στιγμών και αξέχαστων αναμνήσεων, εκφράζοντας συλλογικούς πόνους, φόβους αλλά και καταστάσεις εξόχως ελληνικές. Ο Βέγγος δεν ήταν όμως άλλος ένας κωμικός που εξαντλήθηκε στη φάρσα και το εύκολο γέλιο (αν και όταν το έκανε, το έκανε υπέροχα!), ήταν ένας καλλιτέχνης με ευαισθησίες που έστελνε μέσα από τα έργα του πολλαπλά μηνύματα σε πολλούς παραλήπτες: σατίρισε τα νεοελληνικά ελαττώματα, γέμισε τις ταινίες του με πολιτικά υπονοούμενα (ακόμα και σε εποχές δύσκολες), γέλασε με την ψυχή του για τη σοβαροφάνεια που επικρατούσε και αστειευόταν πάντα σοβαρά. Διαχρονικός και αυθεντικός σαν το παλιό καλό ελληνικό σινεμά, ο Βέγγος ήταν ο ίδιος ο ελληνικός κινηματογράφος αυτοπροσώπως! Σεμνότατος και πάντα αποτραβηγμένος από τα φώτα της φτιαχτής δημοσιότητας, ο Βέγγος πορεύτηκε μια ζωή δύσκολη και κακοτράχαλη, δουλεύοντας σκληρά για να επιβιώσει, περνώντας από εξορίες και βιώνοντας απώλειες. Γι’ αυτό και γνώριζε τόσο καλά τους ήρωες που υποδυόταν, που δεν ήταν άλλοι από τους τύπους του λαϊκού Νεοέλληνα που τόσο αγάπησε και σατίρισε ταυτοχρόνως. «Μακελεμένος λειτουργούσα. Βολεμένος ποτέ», έχει πει στο παρελθόν ο μεγάλος μας κωμικός, ο οποίος μπόλιασε το μελόδραμα με τη φαρσοκωμωδία σε ένα ιδανικό και τελείως προσωπικό μείγμα που θα τον έστελνε στις καρδιές όλων μας. Κι αν δεν ήταν περιχαρακωμένος στην ελληνική γλώσσα, σήμερα θα περιλαμβανόταν αναμφισβήτητα στο πάνθεο των κορυφαίων κωμικών του πλανήτη. Ο καλός μας άνθρωπος που έκλεισε στον ντελιριακό του λόγο και την παροιμιώδη υπερκινητικότητά του την αλήθεια μιας ολόκληρης εποχής παραμένει ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα που απολαμβάνει κοινής αποδοχής, αναγνώρισης, εκτίμησης και λατρείας, ένας καθημερινός ήρωας που δεν έφυγε και δεν θα φύγει ποτέ από κοντά μας, καθώς ανήκει ήδη στη σύγχρονη νεοελληνική μυθολογία. Ο Βέγγος ταυτίστηκε με την εικόνα του αεικίνητου ανθρώπου («τρέχω σαν Βέγγος» συνηθίζουμε να λέμε), ενώ η τρανή ατάκα του «καλέ μου άνθρωπε!» τον χαρακτήριζε προσωπικά, καθώς ξεχώριζε για το ήθος και τη σεμνότητά του. Για περισσότερο από πενήντα χρόνια, ο κορυφαίος κωμικός διέτρεξε -κυριολεκτικά!- το σώμα του ελληνικού κινηματογράφου με τον ενθουσιώδη παροξυσμό του, τα σουρεαλιστικά γκαγκ, τις σπαρταριστές ατάκες αλλά και το κορμί του που ήταν σε διαρκή κίνηση και καταιγιστική δράση. Πολύ μεγαλύτερος από έναν ακόμη εμπορικό κωμικό της δεκαετίας του ’60, ο Βέγγος έφερε μέσα του τα αυθεντικά ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία που έλκουν την καταγωγή τους από πολύ παλιά. Γι’ αυτό και ήταν ο δικός μας άνθρωπος, γιατί πλάι σε αυτά διατήρησε ακέραια την ανθρωπιά του και τους ηθικούς κώδικες, παραδίδοντας με τη ζωή και τη δημιουργία του ένα οικουμενικό μάθημα ψυχής… Πρώτα χρόνια Ο Θανάσης Βέγγος γεννιέται στις 29 Μαΐου 1927 στο Νέο Φάληρο του Πειραιά ως το μοναχοπαίδι μιας οικογένειας αριστερών φρονημάτων: ο πατέρας του ήταν αντιστασιακός αγωνιστής και εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, αν και μετά τον πόλεμο είδε την πόρτα της εξόδου λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Μεγαλώνοντας στα συντρίμμια που άφησε η Κατοχή, ο μικρός Θανάσης αναγκάζεται να βγει στη βιοπάλη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του για να συμβάλει στο πενιχρό πια οικογενειακό εισόδημα. Ήταν το παιδί για τα θελήματα της γειτονιάς και έκανε πολλές δουλειές του ποδαριού, ενώ βρέθηκε να απασχολείται για αρκετά χρόνια σε τοπικό βυρσοδεψείο. Ύστερα ήρθε ο Εμφύλιος και στάλθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του ως ανεπιθύμητος, λόγω των «κόκκινων» οικογενειακών φρονημάτων, στη Μακρόνησο (1948-1950). Εκεί ήταν που θα γνωρίσει τον άνθρωπο που θα άλλαζε τελικά τη μοίρα του και ήταν η καλή του η καρδιά που τους έφερε κοντά. Ας ακούσουμε πώς θυμόταν ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος την πρώτη τους συνάντηση: «Το Βέγγο τον γνώρισα στο Μακρονήσι. Ήμουνα σ’ ένα βουνό επάνω και προσπαθούσα να στήσω ένα αντίσκηνο να κοιμηθώ, ανάμεσα στη μάζα του λόχου, στα τέσσερις χιλιάδες αντίσκηνα παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ανάμεσα σε τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους, τρομαγμένους και κουρασμένους. Πήγα στην κορυφή του βουνού, με την ευλογία της διοίκησης, να στήσω τη σκηνή μου και τη ζωή μου. Κι εκεί που καθόμουνα και χάζευα και κοίταζα πως ν’ αρχίσω, μόνος τελείως, μ’ ένα αντίσκηνο πεταμένο χάμου, μ’ ένα σκεπάρνι και με πασσάλους, βλέπω μια σιλουέτα περίεργη, μέσα σ’ αυτές τις φοβερές χλαίνες που μας δίνανε, τις βρώμικες, ξεσκισμένες. Καταφθάνει κουβαλώντας σανίδια από κιβώτια κι ένα σφυρί. Έφτιαξε κάτι, μια κατασκευή, ένα επίπεδο με τις σανίδες, και μου λέει ξαφνικά: ‘‘Συναγωνιστή -ευλογημένη λέξη, που τελικά έχει γίνει ρετσινιά-, συναγωνιστή, θα πεθάνεις’’, λέει. ‘‘Το βράδυ κάνει κρύο. Βάλε την κουβέρτα σου πάνω στα σανίδια’’. Λέω: ‘‘Εσένα τι σε νοιάζει αν πεθάνω εγώ; Κι εσύ θα πεθάνεις’’. Ούτε γέλασε ούτε και δε γέλασε. Πήρε τη διαλυμένη σκηνή κι άρχισε να τη στήνει μέσα στους πασσάλους της. Τον χάζευα, σκεφτόμουνα πως αυτός ή τρελός είναι ή άγιος. Τέλος πάντων, το ίδιο κάνει. Έκανα διάφορες σκέψεις, αφηρημένος και κουρασμένος, αλλά έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με το Βέγγο». Ο Κούνδουρος αναγνωρίζοντας το κωμικό του ταλέντο τον πήρε βοηθό στις θεατρικές παραστάσεις που έστηνε στη Μακρόνησο και του υποσχέθηκε ότι όταν θα τελείωναν όλα αυτά, θα τον καλούσε να παίξει στις ταινίες του: «Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: ‘‘Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε’’. Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωσή μας και το χαμόγελό μας»! Τα σκετσάκια που ανέβαζαν λοιπόν για τις γιορτές έκαναν τον Βέγγο φίρμα στη Μακρόνησο και ο Κούνδουρος δεν ξέχασε την υπόσχεσή του. Ο γιος του μεγάλου μας κωμικού, Βασίλης Βέγγος, θυμόταν: «Ο πατέρας, βέβαια, όταν απολύθηκε επέστρεψε στην κανονική του δουλειά, κάπου στο Μοναστηράκι, αν θυμάμαι καλά, και ξέχασε τελείως την ιστορία του Κούνδουρου, ώσπου κάποια στιγμή, όταν ο Νίκος ετοιμαζόταν να γυρίσει την πρώτη του ταινία το 1953, τη ‘‘Μαγική Πόλη’’, τον φώναξε». Ήταν η στιγμή που θα τα άλλαζε όλα: ο εκφραστικός ηθοποιός με τη φαλάκρα, το συμπαθητικό πρόσωπο και την αβέβαιη έκφραση μπήκε δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου χωρίς καμία μάλιστα προϋπηρεσία… Να πώς θυμόταν ο Θανάσης Βέγγος τα δύσκολα χρόνια της εξορίας: «Εμένα δε μου έκαναν τίποτα εκεί στη Μακρόνησο, μπροστά σε αυτά που έκαναν στους άλλους. Δεν μιλάω για τις απειλές, για το ξύλο, για την πείνα, για την ταπείνωση, για τα μαρτύρια, για τους βασανισμούς. Μιλάω για την ντροπή. Για κείνους που δεν άντεξαν. Και τους ανάγκασαν ύστερα να στραφούν εναντίον των συντρόφων τους. Αυτό δεν το σηκώνει κανένας. Είναι η χρεοκοπία του ανθρώπου. Κι αυτουνού που το συλλαμβάνει στο αρρωστημένο μυαλό του, και του αλλουνού που αναγκάζεται να το δεχθεί. Ο Μεσαίωνας δεν το τόλμησε. Και το τόλμησαν αυτοί. Και είχαν το θράσος, και μάλιστα ένας πνευματικός άνθρωπος σαν τον Παναγιώτη τον Κανελλόπουλο, να πει πως η Μακρόνησος ήταν ο καινούργιος Παρθενώνας της Ελλάδας. Φτου!»… Πρώτες εμφανίσεις στο σινεμά Ήταν το 1954 όταν ο Βέγγος έκανε την παρθενική του εμφάνιση στον ελληνικό κινηματογράφο στην ταινία «Μαγική Πόλη». Ο Κούνδουρος τον επέλεξε και στην επόμενη ταινία του, τον «Δράκο» (1956), με τα μικρορολάκια του Βέγγου να απλώνονται σιγά-σιγά πάνω σε κλασικές πια ταινίες του ελληνικού σινεμά σε διάστημα πέντε ετών: «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή» κ.λπ.
Για να επιβιώσει, είναι σωστό κινηματογραφικό συνεργείο και κρατά συνήθως μπόλικους ρόλους στην παραγωγή. Η πραγματική ευκαιρία στο σινεμά ήρθε όμως το 1960, όταν πλαισιώνει τον Νίκο Σταυρίδη στους «Δοσατζήδες» και γράφει πρώιμη κινηματογραφική ιστορία…
Για να παίξει βέβαια κανονικό ρόλο όφειλε να βγάλει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, μόνο που δεν είχε περάσει ποτέ από υποκριτική σχολή. Κανένα πρόβλημα φυσικά αν είσαι ο Βέγγος, ο οποίος πήρε το 1959 το πολυπόθητο χαρτί βασιζόμενος στο εξαιρετικό του ταλέντο, που έκανε την ειδική επιτροπή να του χορηγήσει την άδεια χωρίς δεύτερη κουβέντα! Την ίδια ακριβώς χρονιά ανεβαίνει και στο θεατρικό σανίδι, πλάι στους Γκιωνάκη και Ρίζο στην επιθεώρηση «Ομόνοια Πλατς-Πλουτς»… Αν και ο αεικίνητος Βέγγος με τη σουρεαλιστική ντελιριακή περσόνα έπρεπε να περιμένει σκηνοθέτες όπως ο Πάνος Γλυκοφρύδης για να γεννηθεί, κάτι που θα γινόταν όμως ευθύς αμέσως! Σύντομα θα ήταν ένας από τους μεγάλους αγαπημένους του ελληνικού κοινού, καθώς οι ταινίες της πρώιμης αυτής εποχής του, όπως «Ψηλά τα Χέρια, Χίτλερ, «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η Τρέλα» και το αριστουργηματικό «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης», τον καθιέρωσαν στα πέρατα της ελλαδικής επικράτειας! Και τότε ήρθε η δική του εμπλοκή με την παραγωγή και η χρεοκοπία! ΘΒ-Ταινίες Γέλιου και πτώχευση Ήταν το 1964 όταν ο Βέγγος αποφάσισε να φτιάξει τη δική του εταιρεία παραγωγής για να μπορεί να σκαρώνει τις ταινίες του με την καλλιτεχνική ελευθερία που τόσο αποζητούσε. Η ΘΒ-Ταινίες Γέλιου πήγαινε μάλιστα πολύ καλά, ο ηθοποιός είχε τον απόλυτο λόγο και οι εμπορικές επιτυχίες προσυπέγραφαν τη μακροημέρευσή της. Αν και θα έμπαινε τελικά εμπόδιο η παροιμιώδης τελειομανία του Βέγγου αλλά και η κακή οικονομική διαχείριση, οι οποίες θα αφήσουν σύντομα τον ηθοποιό βουτηγμένο στα χρέη. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το γεγονός ότι όταν γύριζε τη σειρά των αθάνατων κωμικών κομψοτεχνημάτων του, τους διαβόητους «Θου Βου» («Ο Φανερός Πράκτωρ 000» του 1967 και ο «Φαλακρός Πράκτωρ: Επιχείρησις Γης Μαδιάμ» του 1969), τον κυνηγούσαν θεοί και δαίμονες. Ο γιος του θυμάται επ’ αυτού: «Για μας, τα παιδιά του, όλη αυτή η ιστορία της οικονομικής καταστροφής πέρασε απαλά. Η μητέρα μας ήταν η πραγματική ηρωίδα (…) Απορώ στ’ αλήθεια πώς γυρίστηκε ο ‘‘Φαλακρός Πράκτωρ’’: με τον μπαμπά να χρωστά τόσα εκατομμύρια, να τον κυνηγούν από πίσω οι δικαστικοί κλητήρες, να του σφραγίζουν τα studio, τα εργαστήρια»…
Η φήμη του για την κακοδιαχείριση των οικονομικών γρήγορα εξαπλώθηκε και όσοι ήθελαν να βγάλουν λεφτά αγόραζαν πια μετοχές από τον Βέγγο, αφού πολλοί ήταν αυτοί που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την επιχειρηματική αδυναμία του. Από την άλλη, ο Βέγγος ως παραγωγός δεν λογάριαζε τα χρήματα, επαναλαμβάνοντας κάθε σκηνή αμέτρητες φορές μέχρι να πάρει το αποτέλεσμα που επιδίωκε, ασχέτως κόστους. Οι καλλιτεχνικές ιδιοτροπίες του συγκέντρωσαν σύντομα μεγάλα χρέη που ο παραγωγός Βέγγος δεν μπορούσε πλέον να καλύψει, αν και αυτός δεν πολυσκοτιζόταν με αυτά, καθώς όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στο να κάνει ακόμα καλύτερες ταινίες: «Θα ξέρεις βέβαια», είπε παλιότερα σε συνέντευξή του, «ότι κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο και ξεσκόνισε τις Θερμοπύλες! Ναι, μα τον Θεό! Καθαρίσαμε τις Θερμοπύλες για ένα γύρισμα. Αυτή η τελειότητα μόνο στο δικό μου κεφάλι υπάρχει. Αυτή η τελειότητα με έχει οδηγήσει δύο φορές στην καταστροφή». Παρά την πρωτόγνωρη εισπρακτικά επιτυχία των ταινιών του, ο Βέγγος απέτυχε επιχειρηματικά και τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να ανακόψει την πορεία προς την ολοκληρωτική καταστροφή. Η εφορία ήταν πια στο κατόπι του και ο ηθοποιός έχασε ακόμα και το σπίτι του στην Κυψέλη από τα χρέη, το μόνο μάλιστα περιουσιακό στοιχείο που είχε αποκτήσει από την πετυχημένη καριέρα του. Πλέον η χρεοκοπία ήταν μονόδρομος: «Η στιγμή που ξεβίδωσα την πινακίδα με το όνομα της εταιρείας από τον τοίχο δεν περιγράφεται. Ένιωθα σαν να ξηλώνω τα όνειρα μου. Όλα». Η οικονομική ανάκαμψη για τον Βέγγο δεν θα ερχόταν παρά πολλά χρόνια αργότερα, όταν την οικονομική διαχείριση ανέλαβε ο παλιός φίλος και παντοτινός συνεργάτης του Ντίνος Κατσουρίδης, ο οποίος τον ενέπνευσε και καλλιτεχνικά, με αποτέλεσμα να φτιαχτεί μια νέα σειρά επιτυχιών. Πάντως η χρυσή κινηματογραφική εποχή του Βέγγου σημειώθηκε αυτή ακριβώς την περίοδο (1965-1969), όταν ήταν παραγωγός των ταινιών του και συνήθιζε να κρατά ακόμα και τον ρόλο του σκηνοθέτη στις ντελιριακές του δημιουργίες, όπως οι «Τρελός, Παλαβός και Βέγγος» και «Ποιος Θανάσης»! Λαοφιλής κωμικός Παρά τον οικονομικό όλεθρο, η καριέρα του Βέγγου εκτοξεύεται και πάλι όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Κατσουρίδη και πλέον πέρα από εμπορική επιτυχία, δρέπει και καλλιτεχνικούς καρπούς. Χαρακτηριστική είναι εδώ η αποθέωσή του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1971, καταμεσής της Χούντας δηλαδή, όταν το σατιρικό αριστούργημα «Τι Έκανες στον Πόλεμο, Θανάση» βραβεύεται από κριτικούς και κοινό (Ά Ανδρικός Ρόλος), με τις τιμές να λειτουργούν ταυτοχρόνως και συμβολικά ως κατακραυγή κατά της δικτατορίας. Την επόμενη χρονιά (1972) επιστρέφει στην καλλιτεχνική επιτυχία και βραβεύεται και πάλι για το «Θανάση, Πάρε τ’ Όπλο Σου»…
Πλέον οι ταινίες του είναι πιο ανήσυχες κοινωνικά και πολιτικά, καθώς τον απασχολούσε πάντα η καθημερινότητα του κόσμου. Από τις δουλειές της περιόδου, ξεχωρίζει «Ο Θανάσης στη Χώρα της Σφαλιάρας» (1976), εκεί δηλαδή που η μετατόπιση του ενδιαφέροντός του στην κοινωνική κριτική είναι πρόδηλη…
Με 120 ταινίες στο ενεργητικό του (στις 50 και ως σκηνοθέτης), ο Βέγγος έκοψε κινηματογραφικούς ρυθμούς από το 1983, όταν μπλέχτηκε κι αυτός στις περιπέτειες της βιντεοκασέτας (γύρισε 6 βιντεοταινίες), αλλά και της τηλεόρασης (έπαιξε στα «Βεγγαλικά» του 1988 και στον «Αστυνόμο Θανάση Παπαθανάση»).
Την επιστροφή του στον κινηματογράφο τη σηματοδότησε η συνεργασία του με τον Παντελή Βούλγαρη στις «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου», αν και ο Βέγγος ήταν πια τελείως διαφορετικός υποκριτικά, κάτι που προσυπέγραψε ο ρόλος του στο σπονδυλωτό «Όλα Είναι Δρόμος» του Βούλγαρη το 1998.
Την ίδια εποχή, ο Βέγγος μετέφερε την απαράμιλλη εκφραστικότητά του στην Επίδαυρο, ερμηνεύοντας πλήθος αριστοφανικών κωμωδιών, και συνέχισε τις επιλεγμένες εμφανίσεις του στο μεγάλο πανί, όπως η αξιομνημόνευτη εμφάνισή του στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου…
Τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση ήταν στη σειρά «Περί Ανέμων και Υδάτων» (2002), ενώ στο σινεμά πρόλαβε να παίξει στην «Ψυχή Βαθιά» του Βούλγαρη το 2009. Ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του, η απονομή του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το 2008. Την εποχή που γυριζόταν «Ο Δράκος», ο Βέγγος παντρεύτηκε την Ασημίνα, στο πλευρό της οποίας πέρασε όλη του τη ζωή και απέκτησε δύο γιους. Ο ανεπανάληπτος κωμικός μας έφυγε από τον κόσμο στις 3 Μαΐου 2011, λίγες μέρες προτού συμπληρώσει τα 84 χρόνια ζωής.
Ενδεικτικός της σεμνότητάς του ήταν ο σύντομος χαιρετισμός που απηύθυνε το 2002 στην τιμητική εκδήλωση του Δήμου Κορυδαλλού: «Καλοί μου άνθρωποι», χαιρέτισε ο Βέγγος, «πρέπει να κουραστήκατε απ’ αυτήν την ακατάσχετη βεγγολογία – εγώ πάντως κουράστηκα. Το χάρηκα, αλλά κουράστηκα. Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί», είπε και ξέσπασε σε κλάματα… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr