«-Ποιος το έγραψε; -Ο Σακελλάριος. -Εντάξει, πάμε», άκουγες από τα στόματα του ελληνικού κοινού στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, καθώς το όνομά του και μόνο στους συντελεστές της ταινίας ή της παράστασης εγγυούνταν την επιτυχία. Πουθενά αλλού δεν ήταν ίσως πιο ακριβές αυτό από τα έργα του Αλέκου Σακελλάριου, τον οποίο καθιέρωσε εξάλλου πολύ γρήγορα το πλατύ κοινό με το συνήθως αλάθητο ένστικτό του. Κι αυτό γιατί ο πρωτομάστορας της ελληνικής κωμωδίας έβγαζε γέλιο και μάλιστα πολύ, αν και πίσω από τον ευθύβολο τρόπο που επικοινωνούσε με τον κόσμο κρύβονταν συνήθως πολλά περισσότερα, πράγματα που η φαρμακερή του πένα κατάφερνε να περνά χαλαρά και αβίαστα. Ο Σακελλάριος καμουφλάριζε μέσα στο γέλιο και την ελαφράδα των έργων του αιχμηρά κοινωνικά και πολιτικά σχόλια, όντας μέγας ανατόμος της ελληνικής κοινωνίας. Πίσω από το χιούμορ που ενυπάρχει στους «Γερμανούς ξανάρχονται» (1952), τον «Ήρωα με τις παντούφλες» (1958), το «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), την «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια» (1966), τον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο» (1954), τον «Πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη» (1963), τη «Θεία από το Σικάγο» (1957), το «Καλώς ήρθε το δολλάριο» (1967) και τους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» (1960), για να αναφέρουμε μερικά μόνο κοινωνικά και ηθογραφικά φιλμ του, καραδοκεί το οξύ σχόλιό του για την εκρηκτική κατάσταση στα ελληνικά πράγματα. Ακόμα και στο κλασικό και αθώο «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», όπου η άτακτη μαθήτρια Γιαδικιάρογλου τιμωρείται από τους καθηγητές της τρώγοντας το ένα χαστούκι πίσω από το άλλο, αυτόν που τιμωρεί στην πραγματικότητα ο Σακελλάριος ήταν ο γνωστός μαυραγορίτης και συνεργάτης των Ναζί, Αλέξης Γιαδικιάρογλου. Έτσι αριστουργηματικά και υποδόρια καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της εποχής, κάνοντάς σε να σκας στα γέλια. Όπως είχε πει εξάλλου ο Φρέντι Γερμανός για τις σπαρταριστές κωμωδίες του, «δεν ήταν απλώς μερικές απ’ τις ευφυέστερες κωμωδίες που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Ήταν, πίσω απ’ την ανάλαφρη σαντιγί που σκέπαζε την εύγευστη τούρτα, βαθιές τομές στην ελληνική πραγματικότητα. Απλώς ο Σακελλάριος δεν διαφήμιζε το νυστέρι του. Σε εγχείριζε, χωρίς να το καταλάβεις». Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά από έναν άνθρωπο που είχε τόσα πολλά ταλέντα; Έγραφε επιθεωρήσεις και θεατρικά κείμενα (200 έργα), σκηνοθετούσε ταινίες του Φίνου (60 φιλμ) και, την ίδια ώρα, σκάρωνε μερικά από τα πιο ρομαντικά τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου, κάπου 2.000 κομμάτια! Δεν ήταν και πολλά αυτά που δεν ήταν ο ασίγαστος και πολυπράγμων Σακελλάριος στη ζωή του: θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Η λαμπρή του καριέρα απλώθηκε πάνω σε πολλούς τομείς, από δημοσιογράφος, εκδότης και στιχουργός μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος της θεατρικής και κινηματογραφικής κωμωδίας, όταν δεν έπαιζε φυσικά φυσαρμόνικα (με τη μύτη!) και δεν τσαλαβουτούσε στην υποκριτική ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Η πένα του Σακελλάριου έγραφε τα πάντα και διαρκώς για περισσότερα από 60 χρόνια, στέφοντάς τον απόλυτο άρχοντα της νεοελληνικής επιθεώρησης. Όταν μάλιστα δεν λειτουργούσε ως χρονογράφος, ευθυμογράφος, εκδότης, δραματουργός, σεναριογράφος και στιχουργός, ήταν ένας ανεπανάληπτος κυνηγός ταλέντων. Δεκάδες ηθοποιοί του οφείλουν κυριολεκτικά την καριέρα τους, όπως η Γεωργία Βασιλειάδου, στην οποία χάρισε μια δεύτερη και σαφώς σπουδαιότερη καλλιτεχνική σταδιοδρομία. Μέσα από τις στήλες του σε εφημερίδες και περιοδικά, πάνω στο θεατρικό σανίδι και πίσω από τις ασπρόμαυρες μπομπίνες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, ο Σακελλάριος ποιούσε ήθος με όχημα το χιούμορ, την ευθυμογραφία και την αμεσότητα του ύφους του.
Πρώτα χρόνια
Ο Φίνος και το πέρασμα στη showbiz
Κι αν αυτά τα φιλμ δεν είναι αρκετά, που δεν είναι δηλαδή για τον μεγάλο Σακελλάριο, αρκεί να προσθέσουμε και αυτά: «Η καφετζού» (1956), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα» (1959), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955), «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Η κόμισσα της Κέρκυρας» (1972), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Η σωφερίνα» (1964), «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964), «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» (1971), «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο» (1968) κ.λπ.
Ο Σακελλάριος έγραψε και γύρισε αισθηματικές κωμωδίες, κοινωνικές σάτιρες, κωμωδίες χαρακτήρων, κωμωδίες παρεξηγήσεων (φάρσες) και κωμωδίες καταστάσεων, πλάθοντας ζωντανούς τύπους της τρέχουσας καθημερινότητας, αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες δηλαδή του μέσου Νεοέλληνα. Ως μετρ της θεατρικής κωμωδίας, ο πολυγραφότατος δραματουργός μετέφερε στον κινηματογράφο όλη του τη γνώση από το θεατρικό κείμενο, με τα σενάριά του να διακρίνονται για τη στιβαρή δομή, το μπρίο, τον ρυθμό και τη ζωηρότητα.
Τελευταία χρόνια