«-Ποιος το έγραψε; -Ο Σακελλάριος. -Εντάξει, πάμε», άκουγες από τα στόματα του ελληνικού κοινού στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, καθώς το όνομά του και μόνο στους συντελεστές της ταινίας ή της παράστασης εγγυούνταν την επιτυχία. Πουθενά αλλού δεν ήταν ίσως πιο ακριβές αυτό από τα έργα του Αλέκου Σακελλάριου, τον οποίο καθιέρωσε εξάλλου πολύ γρήγορα το πλατύ κοινό με το συνήθως αλάθητο ένστικτό του. Κι αυτό γιατί ο πρωτομάστορας της ελληνικής κωμωδίας έβγαζε γέλιο και μάλιστα πολύ, αν και πίσω από τον ευθύβολο τρόπο που επικοινωνούσε με τον κόσμο κρύβονταν συνήθως πολλά περισσότερα, πράγματα που η φαρμακερή του πένα κατάφερνε να περνά χαλαρά και αβίαστα. Ο Σακελλάριος καμουφλάριζε μέσα στο γέλιο και την ελαφράδα των έργων του αιχμηρά κοινωνικά και πολιτικά σχόλια, όντας μέγας ανατόμος της ελληνικής κοινωνίας. Πίσω από το χιούμορ που ενυπάρχει στους «Γερμανούς ξανάρχονται» (1952), τον «Ήρωα με τις παντούφλες» (1958), το «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), την «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια» (1966), τον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο» (1954), τον «Πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη» (1963), τη «Θεία από το Σικάγο» (1957), το «Καλώς ήρθε το δολλάριο» (1967) και τους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» (1960), για να αναφέρουμε μερικά μόνο κοινωνικά και ηθογραφικά φιλμ του, καραδοκεί το οξύ σχόλιό του για την εκρηκτική κατάσταση στα ελληνικά πράγματα. Ακόμα και στο κλασικό και αθώο «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», όπου η άτακτη μαθήτρια Γιαδικιάρογλου τιμωρείται από τους καθηγητές της τρώγοντας το ένα χαστούκι πίσω από το άλλο, αυτόν που τιμωρεί στην πραγματικότητα ο Σακελλάριος ήταν ο γνωστός μαυραγορίτης και συνεργάτης των Ναζί, Αλέξης Γιαδικιάρογλου. Έτσι αριστουργηματικά και υποδόρια καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της εποχής, κάνοντάς σε να σκας στα γέλια. Όπως είχε πει εξάλλου ο Φρέντι Γερμανός για τις σπαρταριστές κωμωδίες του, «δεν ήταν απλώς μερικές απ’ τις ευφυέστερες κωμωδίες που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Ήταν, πίσω απ’ την ανάλαφρη σαντιγί που σκέπαζε την εύγευστη τούρτα, βαθιές τομές στην ελληνική πραγματικότητα. Απλώς ο Σακελλάριος δεν διαφήμιζε το νυστέρι του. Σε εγχείριζε, χωρίς να το καταλάβεις». Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά από έναν άνθρωπο που είχε τόσα πολλά ταλέντα; Έγραφε επιθεωρήσεις και θεατρικά κείμενα (200 έργα), σκηνοθετούσε ταινίες του Φίνου (60 φιλμ) και, την ίδια ώρα, σκάρωνε μερικά από τα πιο ρομαντικά τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου, κάπου 2.000 κομμάτια! Δεν ήταν και πολλά αυτά που δεν ήταν ο ασίγαστος και πολυπράγμων Σακελλάριος στη ζωή του: θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Η λαμπρή του καριέρα απλώθηκε πάνω σε πολλούς τομείς, από δημοσιογράφος, εκδότης και στιχουργός μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος της θεατρικής και κινηματογραφικής κωμωδίας, όταν δεν έπαιζε φυσικά φυσαρμόνικα (με τη μύτη!) και δεν τσαλαβουτούσε στην υποκριτική ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Η πένα του Σακελλάριου έγραφε τα πάντα και διαρκώς για περισσότερα από 60 χρόνια, στέφοντάς τον απόλυτο άρχοντα της νεοελληνικής επιθεώρησης. Όταν μάλιστα δεν λειτουργούσε ως χρονογράφος, ευθυμογράφος, εκδότης, δραματουργός, σεναριογράφος και στιχουργός, ήταν ένας ανεπανάληπτος κυνηγός ταλέντων. Δεκάδες ηθοποιοί του οφείλουν κυριολεκτικά την καριέρα τους, όπως η Γεωργία Βασιλειάδου, στην οποία χάρισε μια δεύτερη και σαφώς σπουδαιότερη καλλιτεχνική σταδιοδρομία. Μέσα από τις στήλες του σε εφημερίδες και περιοδικά, πάνω στο θεατρικό σανίδι και πίσω από τις ασπρόμαυρες μπομπίνες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, ο Σακελλάριος ποιούσε ήθος με όχημα το χιούμορ, την ευθυμογραφία και την αμεσότητα του ύφους του.
Πρώτα χρόνια
Ο Αλέκος Σακελλάριος γεννιέται στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αθήνα μέσα σε οικογένεια ηπειρώτικης καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν από τα Γιάννενα και η μητέρα του απόγονος του εθνικού ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα. Ο μικρός δείχνει από πολύ νωρίς την κλίση του στις τέχνες και τα γράμματα, αν και όρεξη για σχολείο δεν έχει. Την ώρα που περνά λοιπόν τις τάξεις «σπρώχνοντας», οργανώνει και παρουσιάζει τις δικές του θεατρικές παραστάσεις ήδη από το Δημοτικό! Στο Γυμνάσιο, συνεχίζοντας να περνά τις τάξεις με το ζόρι, εκδίδει με έναν συμμαθητή του τη σχολική εφημερίδα «Ο μαθητής», τη δημοφιλέστερη μαθητική φυλλάδα της εποχής! Παρά τις μέτριες σχολικές επιδόσεις του όμως στο ιστορικό 8ο Γυμνάσιο Αθηνών (όπου ήταν συμμαθητής του Κωνσταντίνου Καραμανλή), ο Αλέκος καταφέρνει να γίνει δεκτός στη Νομική Σχολή. Ο Σακελλάριος πήρε το χαρτί του δικηγόρου, αν και προφανώς δεν είχε ποτέ σκοπό να ασχοληθεί με τη δικηγορία. Εραστής ισόβιος της δημοσιογραφίας, στέλνει ως φοιτητής ένα ποίημα στον εκδότη της «Καθημερινής» Γιώργο Βλάχο, ο οποίος του προσφέρει αμέσως θέση στη φιλολογική στήλη της εφημερίδας! Η πλούσια δημοσιογραφική καριέρα του Σακελλάριου θα απλωθεί στο σύνολο της ζωής του, καθώς δεν σταμάτησε ποτέ να αρθρογραφεί και να εκδίδει περιοδικά, παρά τις πολυσχιδείς δραστηριότητες και τη μόνιμη έλλειψη χρόνου. Ο Αλέκος πέρασε ως μαχητικός ρεπόρτερ, χρονογράφος, ακόμα και ευθυμογράφος, από πλήθος ελληνικών εφημερίδων («Ελεύθερη Ελλάδα», «Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Ελεύθερος Κόσμος», «Εθνικός Κήρυξ», «Ελεύθερος Τύπος» κ.ά.), ενώ άλλοτε λειτουργούσε ως εκδότης των δικών του περιοδικών. Με τον μόνιμο συνεργάτη του που άλλαξαν λίγο-πολύ την πορεία της νεοελληνικής κωμωδίας, Χρήστο Γιαννακόπουλο, ο Σακελλάριος κυκλοφόρησε από την εφημερίδα «Το Εικοσιτετράωρο» μέχρι και τα περιοδικά «Πρωτεύουσα» και «Σαββατοκύριακο». Ασταμάτητος κυριολεκτικά, ανέλαβε κάποια στιγμή τη διεύθυνση του περιοδικού ποικίλης ύλης «Εβδομάς». Όπως είπαμε, η εμπλοκή του με τον δημοσιογραφικό λόγο δεν σταμάτησε ποτέ: ο Σακελλάριος αρθρογραφούσε και κρατούσε μόνιμες στήλες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες για περισσότερα από 60 χρόνια!
Ο Φίνος και το πέρασμα στη showbiz
Η σπουδαία πορεία του Αλέκου Σακελλάριου στον καλλιτεχνικό χώρο ξεκινά επισήμως το 1935, όταν γράφει ως 22χρονος νεαρός την οπερέτα «Ο βασιλιάς του χαλβά» κατά παραγγελία του Πέτρου Κυριακού, μεγάλου ονόματος του μουσικού θεάτρου της εποχής. Η μουσική ηθογραφία του Σακελλάριου γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και τον καθιερώνει στο καλλιτεχνικό στερέωμα ήδη από την παρθενική εμφάνισή του! Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον παντοτινό του συνεργάτη Χρήστο Γιαννακόπουλο και από κοινού θα βάλουν να αλλάξουν τη μοίρα του σανιδιού και του πανιού ως «Διόσκουροι του ελληνικού θεάτρου»! Το πολυγραφότατο και εξαιρετικά πετυχημένο δίδυμο μέτρησε σερί καλλιτεχνικών και εμπορικών θριάμβων, εμπνέοντας την ίδια ώρα πάμπολλους επίδοξους συγγραφείς και χρονογράφους της γενιάς τους να καταπιαστούν με την κωμωδία. Τα 200 περίπου θεατρικά έργα που έγραψε μόνος ή μέσω της καρπερής συνεργασίας του με τον Γιαννακόπουλο έγιναν εμπορικές επιτυχίες, σημείωσαν ρεκόρ εισιτηρίων και μνημονεύονται ακόμα και σήμερα, όταν δεν παίζονται και ξαναπαίζονται φυσικά από σύγχρονους θιάσους. Ως ο σημαντικότερος ίσως θεατρικός συγγραφέας της γενιάς του και σίγουρα ο πιο καθοριστικός, ο Σακελλάριος έγραψε σπινθηροβόλες κωμωδίες και επιθεωρήσεις που χαρακτηρίζονταν από κέφι, ευφυΐα και εφευρετικότητα, αλλά και ταυτοχρόνως βιτριολική αίσθηση του χιούμορ και σατιρική διάθεση. Τα έργα του αντανακλούσαν τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, πάντα με ανάλαφρο αλλά και σκωπτικό τρόπο. Πολλές πτυχές της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας τέθηκαν στο ηθογραφικό, κοινωνικό και πολιτικό στόχαστρο του δημιουργικού αυτού ανθρώπου, αφήνοντας παρακαταθήκη μια ολόκληρη δραματουργική παράδοση που θα έβρισκε σύντομα πάμπολλους μιμητές αλλά και άξιους συνεχιστές. Έτσι πέρασε στην κινηματογραφία, εξίσου ανάλαφρα, ο Αλέκος, ως αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής που δεν ήξερε καν τα μεγέθη των πλάνων! Όλα ξεκίνησαν σαν αστείο το 1946, όταν ο Φιλοποίμην Φίνος του ζήτησε να του γράψει ένα κινηματογραφικό σενάριο. Ο Σακελλάριος κλείνεται στο εργαστήρι του με τον Γιαννακόπουλο και παραδίδουν στο γραφείο του παραγωγού τη διασκευασμένη θεατρική επιτυχία τους «Παπούτσι από τον τόπο σου», η οποία παιζόταν στα θέατρα για έναν ολόκληρο χρόνο! Χωρίς να ξέρει από σεναριακές απαιτήσεις και κινηματογραφικά τερτίπια, ο Σακελλάριος ανοίχτηκε αγέρωχα στην περιπέτεια του σινεμά και σύντομα θα γινόταν ένας από τους εμπορικότερους και παραγωγικότερους σκηνοθέτες της εποχής. Ο ίδιος είχε περιγράψει ως εξής την αρχή της συνεργασία του με τον Φίνο: «Και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Φίνος. Νέος, γιος φαρμακοποιού, αλλά με μεγάλη κλίση και ταλέντο σε όλα τα μηχανικά πράγματα. Γύριζε συνέχεια με κατσαβίδια στις τσέπες και έλυνε και έδενε μηχανές, αυτό ήταν το ψώνιο του … Εγώ εκείνη την περίοδο έγραφα κωμωδίες για το θέατρο. Ο Φίνος που το ήξερε ήρθε και μου είπε: ‘‘-Γιατί δεν γράφεις και μια κωμωδία για τον κινηματογράφο;’’. Εγώ απάντησα ότι θα έγραφα κωμωδία, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα τη γύριζε είτε ο Τζαβέλας είτε ο Ιωαννόπουλος, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που έκαναν εκείνη την εποχή ορθογραφημένο κινηματογράφο». «Συμφωνήσαμε τελικά να τη γυρίσει ο Τζαβέλας. Έτσι έγραψα το ‘‘Παπούτσι από τον τόπο σου’’. Ο Φίνος το διάβασε, ενθουσιάστηκε και είπε: ‘‘-Εντάξει, αύριο αρχίζεις το γύρισμα’’. Απόρησα εγώ: ‘‘-Ποιος εγώ; Ο Τζαβέλας δε θα γυρίσει την ταινία;’’. ‘‘-Όχι τελικά δεν θα έρθει. Θα τη γυρίσεις μόνος σου’’. ‘‘-Μα εγώ δεν έχω ιδέα’’, αποκρίθηκα. ‘‘Δεν ξέρω καν τι είναι μια κινηματογραφική μηχανή’’. ‘‘-Δεν έχει σημασία, θα σου δείξω εγώ’’, επέμεινε ο Φίνος. Έτσι άρχισε να μου μιλάει για τα πλάνα και τους όρους. Εγώ άρχισα να μπερδεύομαι με τους όρους: ‘‘-Θα γυρίσω την ταινία, αλλά με μια συμφωνία, αντί για τους όρους θα χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να δείχνω στον οπερατέρ μέχρι πού θέλω να είναι το πλάνο’’». Έτσι γυρίστηκε πράγματι η πρώτη ταινία με την υπογραφή του Αλέκου Σακελλάριου στη σκηνοθεσία, όπου εμφανίστηκε μάλιστα για πρώτη φορά η Γεωργία Βασιλειάδου! Το θρυλικό ένστικτο του Φίνου δεν λάθεψε, καθώς ο Σακελλάριος έγραψε και σκηνοθέτησε περισσότερες από 60 κλασικές ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά. Οι τίτλοι είναι εδώ πέρα για πέρα δηλωτικοί: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948), «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Δεσποινίς ετών 39» (1952), «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» (1955), «Δελησταύρου και υιός» (1957), «Τα κίτρινα γάντια» (1960), «Η νύφη το έσκασε» (1962), «Το δόλωμα» (1964), «Η Αλίκη στο ναυτικό» (1961), «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Αλλοίμονο στους νέους» (1961), «Καλώς ήλθε το δολάριο» (1967), «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» (1968), «Ο καπετάν-φάντης μπαστούνης» (1968), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1963), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Όταν λείπει η γάτα» (1962), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960)…
Κι αν αυτά τα φιλμ δεν είναι αρκετά, που δεν είναι δηλαδή για τον μεγάλο Σακελλάριο, αρκεί να προσθέσουμε και αυτά: «Η καφετζού» (1956), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα» (1959), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955), «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Η κόμισσα της Κέρκυρας» (1972), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Η σωφερίνα» (1964), «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964), «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» (1971), «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο» (1968) κ.λπ.
Ο Σακελλάριος έγραψε και γύρισε αισθηματικές κωμωδίες, κοινωνικές σάτιρες, κωμωδίες χαρακτήρων, κωμωδίες παρεξηγήσεων (φάρσες) και κωμωδίες καταστάσεων, πλάθοντας ζωντανούς τύπους της τρέχουσας καθημερινότητας, αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες δηλαδή του μέσου Νεοέλληνα. Ως μετρ της θεατρικής κωμωδίας, ο πολυγραφότατος δραματουργός μετέφερε στον κινηματογράφο όλη του τη γνώση από το θεατρικό κείμενο, με τα σενάριά του να διακρίνονται για τη στιβαρή δομή, το μπρίο, τον ρυθμό και τη ζωηρότητα. Διασκευές συνήθως ανεπανάληπτων θεατρικών επιτυχιών (αλλά και καμιά δεκαπενταριά πρωτότυπα σενάρια), τα φιλμ του Σακελλάριου έκαναν μεγάλα αστέρια τα ιερά τέρατα του ελληνικού σινεμά, καθώς πολλοί του χρωστούσαν πολλά. Ως σκηνοθέτης ήταν βέβαια μετρημένος και σχετικά στατικός, καθώς όπως παραδεχόταν δεν είχε ιδέα από κινηματογραφική σκηνοθεσία και πλανάρισμα. Ήταν όμως τόσο γνήσιο και τεράστιο ταλέντο που μπορούσε αυθόρμητα να στήνει ζωντανές, πιπεράτες και κεφάτες σκηνές, μιας και κανείς δεν ήξερε καλύτερα τι είναι αυτό που λέμε χιούμορ. Η κοινωνική τοιχογραφία του κινηματογράφου του μεταφέρθηκε και στην πλούσια στιχουργική του δράση, αφού τα 2.000 κομμάτια του δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για τη διαχρονική τους απήχηση και την καλλιτεχνική τους ποιότητα: «Άστα τα μαλλάκια σου», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Το τραμ το τελευταίο», «Μάρω, Μάρω, μια φορά είν’ τα νιάτα», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» , «Το μονοπάτι», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Ένα βράδυ που ‘βρεχε», «Άρχισαν τα όργανα», «Έχω ένα μυστικό», «Υπομονή», «Σήκω χόρεψε συρτάκι» κ.λπ. Ο Σακελλάριος συνεργάστηκε με πάμπολλους συνθέτες και άφησε άλλο ένα χρυσό κεφάλαιο στο ελληνικό πεντάγραμμο. Οι συνεργασίες του με τον Σουγιούλ και τον Μάνο Χατζιδάκι έγραψαν τις δικές τους μεγάλες στιγμές στο τραγούδι. Άλλοτε ως κομμάτια των θεατρικών και των ταινιών του και άλλοτε ως αυθύπαρκτα στιχάκια, τα τραγούδια του Σακελλάριου έμελλε να είναι κι αυτά διαχρονικά, ως ένας ατέλειωτος κατάλογος κλασικών επιτυχιών. Τόσο οι ταινίες και τα θεατρικά του όσο και τα τραγούδια του αποτέλεσαν ορόσημα εμπορικότητας, καθώς τα ρεκόρ εισπράξεων του Σακελλάριου ήταν άλλοτε θρυλικά στην ελληνική showbiz. Ταυτοχρόνως, ο ίδιος ανέδειξε ως κυνηγός ταλέντων τη νέα γενιά του ελληνικού θεάματος, συστήνοντας και καθιερώνοντας, για παράδειγμα, τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη. Αλλά και για την παλιά φουρνιά έκανε πολλά, γνωρίζοντας ουσιαστικά στο κοινό τον Γιάννη Γκιωνάκη («Κίτρινα Γάντια»), κάνοντας σταρ τη Βασιλειάδου (βγάζοντάς τη από την αποστρατεία) και απογειώνοντας τον Κώστα Χατζηχρήστο (στον «Ηλία του 16ου»). Σε μια σχετικά άγνωστη πλευρά της δράσης του, ο Σακελλάριος προσέγγισε τον νεοσύστατο χώρο της ελληνικής τηλεόρασης ήδη από το εμβρυακό της στάδιο, γράφοντας και σκηνοθετώντας περισσότερες από 40 κωμικές σειρές («Δόκτωρ Τικ», «Μία Αθηναία στην Αθήνα» κ.λπ.), όταν δεν παρουσίαζε φυσικά τις δικές του ψυχαγωγικές εκπομπές, όπως οι «Εγώ κι εγώ», «60 λεπτά χωρίς λεπτά», «Μόνο για σας», «Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα», «Η παλιά επιθεώρηση» κ.ά.
Τελευταία χρόνια
Ο Σακελλάριος τιμήθηκε επανειλημμένα με το σπουδαίο θεατρικό «Έπαθλο Ξενόπουλου», την ίδια ώρα που «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ταινία της πενταετίας 1955-1960 (από τις εργασίες της Α’ Εβδομάδας του Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη). Το μεγαλύτερο βραβείο τού το έδωσε φυσικά το ελληνικό κοινό, που δεν σταμάτησε ποτέ να βλέπει τις ταινίες και να ακούει τα τραγούδια του. Ο μεγάλος δραματουργός έγραψε κάποια στιγμή την αυτοβιογραφία του («Λες κι ήταν χθες»), όπου λειτουργεί ως ανθολόγιο σπάνιων και ανέκδοτων στιγμών της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Στην προσωπική του ζωή, που την κράτησε πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Αλέκος Σακελλάριος έκανε τρεις γάμους και απέκτησε δύο κόρες. Ο πρώτος του γάμος, που κράτησε τριάντα χρόνια, του χάρισε τα δυο του παιδιά, από τα οποία απέκτησε αργότερα και τρία εγγόνια. Ο δεύτερος γάμος του ήταν με την ηθοποιό Νίκη Λινάρδου, που τόσο προσπάθησε να καθιερώσει στο ελληνικό σινεμά, αφήνοντας πληθώρα σπαρταριστών επεισοδίων αλλά και θρυλικούς καυγάδες με τη Βουγιουκλάκη! Η Λινάρδου έκανε το ντεμπούτο της στην «Καφετζού» του Σακελλάριου και έπαιξε μετά στη «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Ο σκηνοθέτης την ώθησε να γίνει ξανθιά και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την κάνει σταρ, προκαλώντας αναρίθμητα και μυθικά πια θερμά επεισόδια με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Φίνο! Για τρίτη φορά παντρεύτηκε με την ηθοποιό Τίνα Βρεττού- Σακελλάριου, τον «καλό του άγγελο», όπως έλεγε χαρακτηριστικά, στο πλευρό της οποίας πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Ο μεγάλος Αλέκος Σακελλάριος έφυγε από τη ζωή στις 28 Αυγούστου 1991, παραμένοντας ως τα στερνά του δημιουργικός και δραστήριος… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr