Με το όνομά του να έχει περάσει στη γλώσσα μας ως συνώνυμο του μπεκρή, ο σπουδαίος Ορέστης Μακρής δεν περιορίστηκε καλλιτεχνικά στον ρόλο που τον ταύτισε το κοινό, καθώς η πλούσια καριέρα του μέτρησε εξίσου αξιομνημόνευτες ερμηνείες αυστηρού πατέρα και ακόμα αυστηρότερου καθηγητή! Ο Μακρής ήταν μάλιστα τενόρος και δη πολύ καλός πριν ξεκινήσει την περιπέτειά του με την υποκριτική, κι αυτό από σπόντα. Ήταν οι μιμήσεις που έκανε και η κωμική του φλέβα που τον έσπρωξαν κάποια στιγμή στο μεγάλο πανί, έπειτα από συστάσεις των συνεργατών του, καθώς αυτός είχε βάλει σκοπό να υπηρετήσει την οπερέτα με τη γνώριμη αποφασιστικότητά του. Όταν άνοιξε η δισκογραφική Κολούμπια το 1930, ο Ορέστης Μακρής ήταν από τους πρώτους αοιδούς του κλασικού τραγουδιού που έσπευσαν να ηχογραφήσουν, έχοντας στις πλάτες του πενταετή καριέρα στην οπερέτα και αρκετές επιτυχίες στο ενεργητικό του (όπως το ξακουστό άλλοτε «Ταγκό της Λεϊλά»). Όλα αυτά βέβαια έμελλε να γίνουν μια μικρή υποσημείωση στη σπουδαία καριέρα του θεατράνθρωπου και κινηματογραφάνθρωπου Μακρή, ο οποίος πρόλαβε να παίξει σε καμιά σαρανταριά ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά καλύπτοντας τέσσερις σχεδόν δεκαετίες σταδιοδρομίας στον χώρο. Ποιος να τον ξεχάσει στον «Μεθύστακα» (1950), τον «Γρουσούζη» (1952), την «Κάλπικη λίρα» (1955), τη «Θεία από το Σικάγο» (1957), το «Αμαξάκι» (1957), την «Κυρά μας τη μαμή» (1958), το «Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), τη «Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα» (1960) και τόσες ακόμα κλασικές ταινίες του εμπορικού μας σινεμά; Με ρόλους που αποτελούν σήμερα αντικείμενο δραματικής μελέτης, ο σοβαρός, λιγομίλητος και πάντοτε αυστηρός «μεθύστακας» Ορέστης Μακρής δεν έπινε ποτέ αλκοόλ, απορώντας με αυτό το γεμάτο καλοσύνη βλέμμα του για την ταύτισή του με τον ρόλο που τον ανέδειξε. Ταλαντούχος και αγαπητός σε όλους, ο λαϊκός άνθρωπος της διπλανής πόρτας και πρότυπο σωστό θεατρικής μελέτης ήταν πάντα ένα μεγάλο πειραχτήρι της ζωής. Τα αστεία περιστατικά της επαγγελματικής ζωής του πολλά και τρανά, όπως ας πούμε όταν γύριζε το «Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» και η σκανδαλιάρα Αλίκη Βουγιουκλάκη του έκρυβε συνεχώς τα τσιγάρα, αναγκάζοντάς τον να την κατσαδιάζει: «Βρε, δεν πάμε καλά. Σας παρέσυρε το κλίμα της ταινίας μου φαίνεται!»…
Πρώτα χρόνια
Ο Ορέστης Μακρής γεννιέται στις 30 Σεπτεμβρίου 1898 στη Χαλκίδα της Εύβοιας, αν και για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά. Ήταν γιος ενός μηχανικού και ζούσε φτωχικά χρόνια με τα πέντε αδέλφια του στην ελληνική επαρχία, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τα περιπλανώμενα μπουλούκια που κατέφταναν ως τη Χαλκίδα. Καλλίφωνος από μικρός, όταν ολοκλήρωσε τις σχολικές του υποχρεώσεις κατέβηκε στην Αθήνα να σπουδάσει κλασικό τραγούδι στο Ωδείο Αθηνών. Κι έτσι ολοκληρώνοντας τα μαθήματα φωνητικής θα γίνει ένας καταπληκτικός τενόρος! Η καριέρα του ωστόσο δεν θα ξεκινήσει στις αθηναϊκές οπερετικές σκηνές αλλά στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, που θα βρεθεί το 1921 ως άλλος ένας φαντάρος της 11ης Μεραρχίας. Εκεί λοιπόν, στο μέτωπο, θα τραγουδήσει για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό και εκεί θα γευτεί τις πρώτες του επιτυχίες.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Μακρής θα βρει εύκολα τη θέση του στον οπερετικό θίασο της Ροζαλίας Νίκα το 1925, με την οποία θα οργώσει την Ελλάδα. Λίγο μετά θα ενταχθεί στον θίασο του Παπαϊωάννου ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας στα χρυσά της χρόνια. Όσο βέβαια η οπερέτα οδηγούνταν σε παρακμή, ο Μακρής έχει ανοιχτά μάτια και αυτιά ψάχνοντας για νέες ευκαιρίες. Οι οποίες θα έρθουν φυσικά από σπόντα…
Το 1928, όντας σε άλλη μια περιοδεία με τον θίασο του Βεάκη αυτή τη φορά, ο Ορέστης Μακρής θα αποκάλυπτε ένα νέο ταλέντο του, άγνωστο ακόμα και καλά κρυμμένο. Ένα μεσημέρι που έτρωγαν λοιπόν όλοι μαζί, ο συνήθως μετρημένος και ήπιων τόνων ερμηνευτής αποφάσισε να κάνει ορισμένες μιμήσεις για να φέρει το κέφι στο τραπέζι. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας από την καρέκλα του και με φωνή τρεμάμενη τους έκανε τον μεθυσμένο!
Όλοι ξεκαρδίστηκαν και το πράγμα θα τέλειωνε εκεί, αν μεταξύ της ομήγυρης δεν ήταν και ο ίδιος ο Βεάκης, ο οποίος συνειδητοποίησε ότι ο συγκεκριμένος τενόρος μπορούσε να παίξει. «Δεν χρειάζεται καν να το σκεφτείς. Πρέπει να βγεις στην επιθεώρηση και μόνο με αυτό το νούμερο θα χαλάσεις κόσμο», του είπε χαρακτηριστικά και με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση από τον νεαρό τενόρο. Πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα και με την οπερέτα να πνέει πλέον τα λοίσθια, ο Ορέστης Μακρής θα μεταπηδήσει στην επιθεώρηση γεννώντας έναν θρύλο σανιδιού και πανιού…
Θεατρική και κινηματογραφική καριέρα
Ο Μακρής άκουσε τις παραινέσεις του Αιμίλιου Βεάκη και εμφανίστηκε πράγματι το 1932 στο Θέατρο Ρεξ παίζοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος» τον ρόλο του μεθύστακα που τόσο είχε γελάσει εκείνη η παρέα. «Τους μπεκρήδες κι αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε», έλεγε πάνω στη σκηνή παριστάνοντας τον μεθυσμένο. Όσο για το κοινό, έσπευδε στην παράσταση μόνο και μόνο για να απολαύσει τον Μακρή να κάνει τον σουρωμένο. Και τι ειρωνεία, ο Ορέστης που δεν έπινε μήτε γουλιά να έχει μεθύσει με το απλόχερο ταλέντο του όλη την Αθήνα! Όσο για τον ήρωα που υποδυόταν, ήταν πραγματικό πρόσωπο που σύχναζε στα γραφικά ταβερνάκια της Πλάκας και είχε μελετήσει για τα καλά ο Μακρής, κοπιάροντας εκφράσεις και κινήσεις. Λέγεται μάλιστα ότι ο σεναριογράφος της επιθεώρησης Αντώνιος Βώττης έψαχνε εδώ και τρία χρόνια τον κατάλληλο ηθοποιό να ενσαρκώσει τον ρόλο του μεθυσμένου και ποτέ δεν έβρισκε τον ιδανικό, μέχρι να δει τον καλλίφωνο Μακρή. Τραγουδώντας με τη θαυμάσια φωνή του και παίζοντας το νούμερο «Με λεν μπεκρή» στην επιθεώρηση του θιάσου του Σπύρου Πατρίκιου «Ο παπαγάλος», ο Μακρής έγινε εν μία νυκτί πρωταγωνιστής του ελαφρού θεάτρου! Με τον θεατρικό τύπο του μπεκρή που είχε καθιερώσει θα έκανε μάλιστα το πρωταγωνιστικό του ντεμπούτο στο μεγάλο πανί το 1950 (είχε πάρει μέρος μόλις σε μία ταινία το 1931, κι αυτό ήταν όλο μέχρι τότε), στο ανεπανάληπτο φιλμ του Γιώργου Τζαβέλλα «Ο μεθύστακας»! Ο ίδιος ο Φιλοποίμην Φίνος που παρακολουθούσε τα ιστορικά εκείνα γυρίσματα έκρινε ότι ο ηθοποιός δεν διέθετε τα απαραίτητα προσόντα, γυρνώντας στον σκηνοθέτη Τζαβέλλα λέγοντάς του: «Τι παιδεύεσαι; Δεν βλέπεις που είναι κάφρος;»! Ο Μακρής, που άκουσε το πικρόχολο σχόλιο, δεν απάντησε αρχικά, όταν όμως στήθηκε και πάλι μπροστά στην κάμερα και ολοκλήρωσε τον μονόλογό του, αφήνοντας άπαντες με το στόμα ανοιχτό, γύρισε προς τον Φίνο, τον αγριοκοίταξε και του είπε: «Εμένα είπες κάφρο ρε;». Παρά τις περιπέτειες στα γυρίσματα, ο «κάφρος» απογείωσε τη σπουδαία ταινία του ελληνικού κινηματογράφου και την έστειλε στην κορυφή του box office, κόβοντας περισσότερα από 300.000 εισιτήρια. Όσο για τις ουρές στα ταμεία, κράτησαν λίγο λιγότερο από 7 μήνες! Ο Μακρής γίνεται μεμιάς αστέρας και αφήνει κληρονομιά αυτό το «Ορέστης Μακρής» για όποιον τα έχει τσούξει λίγο παραπάνω. Με τον καιρό βέβαια ο Μακρής εξέλιξε τον ρόλο του μεθύστακα, δίνοντάς του ακόμα και κοινωνικές διαστάσεις, καθώς τώρα έπινε για να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της ζωής και τις προσωπικές τραγωδίες. Εκτός βέβαια από μεθύστακας, ο αλησμόνητος Μακρής διέπρεψε στο μεγάλο πανί και σε πολλούς ακόμα ρόλους, από αυστηρός καθηγητής και ευαίσθητος αμαξάς μέχρι και ακόμα αυστηρότερος πατέρας, θείος και σπιτονοικοκύρης. Ακόμα και πριμαντόνα! Μιλάμε φυσικά για την ιστορική παράστασή του το 1959, όταν ήρθαν στην Αθήνα τα περίφημα Μπαλέτα Μπολσόι για παραστάσεις στο Ηρώδειο και ο Μακρής σκέφτηκε να τα σατιρίσει θεατρικά. Ο ηθοποιός έστησε λοιπόν τη δική του επιθεωρησιακή χορογραφία στο «Περοκέ», μετατρέποντας σε μπαλαρίνες μιας σπαρταριστής «Λίμνης των Κύκνων» τους Αυλωνίτη, Σταυρίδη και Παράβα! Για τον ίδιο κράτησε τον ρόλο της πριμαντόνας και χορογράφου «Κουλάνοβα» με το αλλοπρόσαλλο κοστούμι του κύκνου, κάνοντας το αθηναϊκό κοινό να παραληρεί στα γέλια για μια ολόκληρη σεζόν. Ως ένας από τους κορυφαίους μας τυπίστες, ο Μακρής έπλασε πολλούς ακόμα επιθεωρησιακούς τύπους που μετέφερε μετά στο μεγάλο πανί. Όπως ο συντηρητικός, γκρινιάρης και ανάποδος γέροντας που έφτιαξε, ο οποίος παρά τα αγνά του αισθήματα οχυρώνεται πίσω από την παραξενιά για να επιβιώσει. Οι ερμηνείες του σε μια σειρά ταινίες βασίζονται στον συγκεκριμένο θεατρικό χαρακτήρα: «Ο γρουσούζης» (1952), «Η κάλπικη λίρα» (1955), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Το αμαξάκι» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα» (1960) κ.λπ.
Ο Μακρής διέπρεψε στο σκάρωμα λαϊκών τύπων και τη θεατρική τους απόδοση, αφήνοντας παρακαταθήκη πολλούς σταθμούς του νεοελληνικού θεάτρου. Το 1955, για παράδειγμα, όταν ερμήνευε στο σανίδι έναν μισητό ιδιοκτήτη ήταν τέτοια η επιτυχία που γνώρισε που πυροδοτήθηκαν αρκετά ευτράπελα επεισόδια με Αθηναίους στον δρόμο, που τον έβλεπαν και τον μπέρδευαν με τον απαράδεκτο τύπο της σκηνής που είχε ενσαρκώσει. Άλλοτε άστοργος και σκληρός και άλλοτε στοργικός και καλοσυνάτος στις ερμηνείες του, ο Μακρής δημιουργούσε μαεστρικά λαϊκούς χαρακτήρες που μελετώνται σήμερα από φερέλπιδες ηθοποιούς. Όπως είπε ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Μακρής ήταν ο θεμελιωτής του νεορεαλιστικού ύφους στην υποκριτική. Και βέβαια παρά το τσεκουράτο ύφος και το επιβλητικό του παράστημα, ο Μακρής έβγαζε όταν και όποτε ήθελε άφθονο γέλιο, αφού ήταν πλασμένος με τη στόφα του μεγάλου ηθοποιού. Οι 40 περίπου ταινίες που πήρε μέρος αποκαλύπτουν εξάλλου την ανεξάντλητη υποκριτική του γκάμα. Ο Ορέστης Μακρής έκανε ό,τι ήθελε με τη φωνή και το σώμα του αφήνοντας ένα απροσχημάτιστο ερμηνευτικό στιλ που θα έβρισκε φυσικά πολλούς μιμητές. Οι τελευταίες του ταινίες ήταν «Οι καταφρονεμένοι» του 1965 και «Ένα κορίτσι αλλιώτικο από τα άλλα» του 1968, όταν 70άρης πια πήρε την απόφαση να ξεκουραστεί… Μέχρι να γίνει βέβαια αυτό, ο Μακρής θα μετρούσε μια σειρά από περιστατικά που θα έμεναν θρυλικά στο αρχείο των μικρών και παραλειπόμενων του ελληνικού σινεμά. Όπως το περιστατικό με την Υβόν Σανσόν και τον Φίνο που τον είχε κάνει έξαλλο. Κι αυτό γιατί μέχρι το 1957 τα στούντιο της Finos Film στους Αγίους Αναργύρους δεν είχαν τουαλέτες (οι ηθοποιοί πήγαιναν στα χωράφια για την ανάγκη τους), για χάρη όμως της χυμώδους Σανσόν ο Φιλοποίμην έφτιαξε άρον άρον τουαλέτες εκείνη τη χρονιά, επισύροντας τη μήνη του μεγάλου μας ηθοποιού. Ο Μακρής γύριζε τη «Θεία από το Σικάγο» ταυτοχρόνως με το «Μια ζωή την έχουμε» με τους Χορν και Σανσόν και θέλοντας να ξαλαφρώσει μια μέρα πήρε τον δρόμο για τα χορτάρια. Στη διαδρομή όμως τον ενημέρωσαν για την αλλαγή της κατάστασης και εκείνος βγήκε εκτός εαυτού: «Έπρεπε να έρθει αυτή η ακατονόμαστη για να κατουρήσουμε σαν άνθρωποι;»!
Ο Ορέστης Μακρής αγαπούσε όπως είπαμε παθιασμένα τη δουλειά του και έμπαινε πάντα τόσο βαθιά στο πετσί του ρόλου που πολλές φορές ξεχνούσε να βγει. Θρυλικό είναι εδώ το σπαρταριστό επεισόδιο με τον Χορν, που μια σκηνή τούς ήθελε να λογομαχούν έντονα. Παρά το γεγονός ότι το γύρισμα πήγε περίφημα και η σκηνή του καυγά ολοκληρώθηκε ιδανικά, οι δυο ηθοποιοί παρασυρμένοι από τη στιγμή συνέχισαν να βρίζονται με χυδαίο τρόπο για ώρα! Μόλις συνειδητοποίησαν βέβαια ότι είχε τελειώσει το γύρισμα, ξέσπασαν και οι δυο σε γέλια…
Τελευταία χρόνια
Ο Ορέστης Μακρής, όπως ορκίζονταν οι συνάδελφοί του, ήταν πρωτίστως ένας πολύ καλός και μελετηρός επαγγελματίας, αλλά και ένας άνθρωπος σεμνός, μετρημένος και δίκαιος, που δεν άφησε την τεράστια επιτυχία να τον φθείρει. Ντόμπρος με όλους και ολότελα συνεργάσιμος, ήταν συνήθως λιγομίλητος, αφήνοντας λες τη δουλειά του να λέει τα πάντα γι’ αυτόν. Οι συνάδελφοί του τον θυμούνταν να κάθεται ήσυχος ήσυχος στο καμαρίνι του χωρίς να μπερδεύεται ποτέ σε κουτσομπολιά και πηγαδάκια. Στις λιγοστές μάλιστα φορές που τον είδαν να θυμώνει, η αντίδρασή του ήταν να κοιτάει ψηλά τον ουρανό, να κάνει τον σταυρό του και να μονολογεί: «Ευχαριστώ, Θεέ μου, που με έκανες λογικό άνθρωπο». Πάντοτε καλός οικογενειάρχης, περνούσε τις μέρες του με τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά, φροντίζοντας μάλιστα να μη λείπει ποτέ από το οικογενειακό τραπέζι παρά το μονίμως φορτωμένο πρόγραμμά του. Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, έφτιαξε έναν ωραίο κήπο με κερασιές στο σπίτι του στο Χαλάνδρι και περνούσε τώρα τη μέρα περιποιούμενος τα μποστάνια του. Στα τελευταία του όλοι τον ανακαλούσαν ως έναν χαρούμενο, χορτασμένο από την επιτυχία και ευτυχισμένο άνθρωπο που απολάμβανε να περνά τον χρόνο του κοντά στην οικογένειά του.
Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε από τον εγγονό του να τον πάει για μια τελευταία φορά στην παλιά του γειτονιά στη Χαλκίδα και λίγο πριν κλείσει τα μάτια του είπε στην κόρη του: «Τώρα μπορώ να φύγω ευχαριστημένος, νυν απολύεις τον δούλον σου, Κύριε». Ο Ορέστης Μακρής άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Ιανουαρίου 1975 και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο στον οικογενειακό του τάφο. Τιμημένος με το Τάγμα του Φοίνικος, ο μετρημένος αυτός άνθρωπος άφησε σε όλους εμάς τη μεγαλύτερή του κληρονομιά, το σπάνιο ήθος του και την παροιμιώδη επαγγελματική του ευσυνειδησία… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr