Ο τρόμος που βίωσαν οι Αφρικανοί όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την αρπακτικότητα του Ευρωπαίου έμελλε να γνωρίσει τον ζοφερό κολοφώνα του στο Βελγικό Κονγκό, το προσωπικό φέουδο του Λεοπόλδου Β’ που τόσο στέναξε κάτω από τον απάνθρωπο ζυγό του. Το μεγαλύτερο σε έκταση και θηριωδία αλλά ταυτοχρόνως και το πιο ξεχασμένο έγκλημα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στη Μαύρη Ήπειρο έλαβε χώρα στα εδάφη της σημερινής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και απλώθηκε σε λίγο περισσότερο από δύο δεκαετίες: μεταξύ 1885-1908, κάπου 8-10 εκατομμύρια Αφρικανοί που ήταν υποχρεωμένοι να συλλέγουν καουτσούκ για λογαριασμό του βέλγου βασιλιά πέθαναν από τις επιδημίες, την πείνα, τις κακουχίες αλλά και την αποικιακή βία σε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που θα έμενε ατιμώρητο. Την εποχή που οι Ευρωπαίοι ήταν λοιπόν απασχολημένοι με τη διαίρεση της αφρικανικής ηπείρου, εκεί στη διαβόητη Διάσκεψη του Βερολίνου (1885), ο Λεοπόλδος φρόντισε να πάρει στην κατοχή του τις περισσότερες αχαρτογράφητες περιοχές του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ), εκμεταλλευόμενος τις έριδες των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της εποχής. Μέσα σε μια μέρα κυριολεκτικά, ο Λεοπόλδος έλαβε ως ιδιωτική περιουσία μια έκταση 76 φορές όσο το Βέλγιο, δημιουργώντας το δικό του αφρικανικό φέουδο που ονόμασε «Ελεύθερο Κράτος του Αφρικανικού Κονγκό». Και σε μια εποχή που το νεοεμφανιζόμενο λάστιχο μετατρεπόταν σε σταθερά της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας, ο Λεοπόλδος χτύπησε πραγματικά φλέβα χρυσού, αφαιμάσσοντας το καουτσούκ του Κονγκό και ξεδοντιάζοντας τους ελέφαντες, σκοτώνοντας στην πορεία όποιον αρνούνταν να πεθάνει από τις εξαντλητικές συνθήκες εργασίας. Μαζικές δολοφονίες και απίστευτης έκτασης ακρωτηριασμοί θα γίνονταν η μαύρη καθημερινότητα στο αφρικανικό κρατίδιο, την ίδια ώρα που ο Λεοπόλδος πλούτιζε όσο λίγοι και άφηνε παρακαταθήκη στη χώρα του μεγάλα δημόσια έργα και λαμπρά οικοδομήματα, καμωμένα με το αίμα του αφρικανού σκλάβου. Όσο για το πρόγραμμα εκμετάλλευσης του Κονγκό και των ανθρώπων του που εφάρμοσε ο βέλγος βασιλιάς, δεν είχε προηγούμενο ούτε επόμενο όσον αφορά στη βαναυσότητα και την κτηνωδία. Όσο προωθούσε τα εργασιακά δικαιώματα στο εσωτερικό της χώρας του, τόσο βάναυσα τα καταπατούσε στους αφρικανούς ιθαγενείς, μαστιγώνοντάς τους για να αποδίδουν καλύτερα και ακρωτηριάζοντάς τους όταν δεν κρίνονταν παραγωγικοί στη δουλική εργασία τους. Τα ακρωτηριασμένα μέλη χρησιμοποιούνταν μάλιστα ως μετρικό σύστημα, τόσο άφθονα που ήταν, την ίδια ώρα που οι σκλάβοι του Λεοπόλδου πέθαιναν μαζικά από την πείνα και τις επιδημίες. Μέσα σε 20 χρόνια, ο βέλγος αποικιοκράτης είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό του Κονγκό και είχε αφαιμάξει στη ληστρική του επιδρομή τον πλούτο της χώρας. Τα εγκλήματα του ιδιωτικού στρατού του βέλγου μονάρχη στην ευρύτερη περιοχή απέκτησαν διαστάσεις ολοκαυτώματος, ενός ολοκαυτώματος που αγνοήθηκε όμως εμφατικά από τον λευκό μελετητή, περιθωριοποιήθηκε στα ιστορικά κιτάπια και λησμονήθηκε τελικά σαν μια αναπάντεχη περίπτωση συλλογικής αμνησίας. Κι όμως, οι τραγικές φωτογραφίες που κατέφταναν μαζικά από τις ζούγκλες του Κονγκό με τα κομμένα χέρια και τους βασανισμούς της μαύρης φυλής δεν άφηναν περιθώριο αμφιβολίας για το τι συνέβαινε…
Πρώτα χρόνια
Ο Λεοπόλδος Λουδοβίκος Φίλιππος Μαρία Βίκτωρ γεννιέται στις 9 Απριλίου 1835 στις Βρυξέλλες ως δεύτερος γιος και διάδοχος του θρόνου του Λεοπόλδου Α’ και της Λουίζας Μαρίας της Ορλεάνης, κόρης του βασιλιά της Γαλλίας. Οι βασιλικοί οίκοι του Βελγίου και της Μεγάλης Βρετανίας συνδέονταν στενά μεταξύ τους, καθώς Λεοπόλδος και βασίλισσα Βικτορία της Αγγλίας ήταν ξαδέλφια. Όλοι εξάλλου ήταν μέλη του αυτοκρατορικού οίκου των Σαξ-Κοβούργων και Γκότα. Όταν έφτασε στα 15 του, ο Λεοπόλδος έχασε τον παππού του και βασιλιά της Γαλλίας και την ίδια ακριβώς χρονιά (1850) θα πεθάνει και η μητέρα του από τον καημό της. Ο νεαρός δούκας της Βραβάντης, Λεοπόλδος, υπηρέτησε στον βελγικό στρατό, κατά το πρωτόκολλο, και όταν έφτασε στην ενηλικίωση το 1853, ήταν ώρα τώρα να παντρευτεί την αρχιδούκισσα της Αυστρίας, Μαρία Ενριέτα, όπως και συνέβη σε μια μεγαλοπρεπή τελετή στις Βρυξέλλες στις 22 Αυγούστου. Το βασιλικό ζεύγος απέκτησε τρεις κόρες και έναν γιο, αν και ο νεότερος Λεοπόλδος πέθανε το 1869 σε ηλικία εννιά ετών αφήνοντας τον πατέρα του χωρίς διάδοχο. Το αποξενωμένο πια ζευγάρι έκανε μια τελευταία απόπειρα να αποκτήσει τον πολυπόθητο πρίγκιπα και όταν ο τοκετός απέδωσε ένα ακόμα κορίτσι, Λεοπόλδος και Μαρία Ενριέτα θα ζούσαν πια χωριστά και απόμακροι. Ο Λεοπόλδος διατηρούσε πλήθος ερωμένων και όσο μεγάλωνε ο ίδιος, τόσο μίκραινε η ηλικία των παράνομων δεσμών του. Το 1899 μάλιστα ο 65χρονος βασιλιάς συνδέθηκε ερωτικά με μια 16χρονη ονομαστή πόρνη της Γαλλίας, με την οποία θα παρέμενε μέχρι τον θάνατό του την επόμενη δεκαετία. Πέντε μέρες μάλιστα πριν από τον θάνατό του την παντρεύτηκε, εκχωρώντας της τίτλο ευγενείας αλλά και ένα καλό μέρος της αμύθητης πια περιουσίας του, καθώς του είχε χαρίσει μέχρι τότε δύο γιους. Οι περιπέτειές της για τα δικαιώματα της βασιλικής περιουσίας θα μετρούσαν τα δικά τους χρονικά…
Εσωτερική πολιτική
Ο Λεοπόλδος στέφθηκε βασιλιάς του νεότευκτου Βελγίου το 1865, αποκαλύπτοντας από την πρώτη στιγμή τις ιμπεριαλιστικές του φιλοδοξίες. Ταυτοχρόνως, αντιμετώπισε προβλήματα από την αρχή της βασιλείας του, τόσο εξαιτίας των βλέψεων του Ναπολέοντα Γ’ επί του Βελγίου όσο και αργότερα, κατά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870, όταν ο κίνδυνος παραβίασης της βελγικής ουδετερότητας τον υποχρέωσε να λάβει δραστικά στρατιωτικά μέτρα, οχυρώνοντας πόλεις και σύνορα. Στο εσωτερικό αντιμετώπισε επίσης τους συνεχείς αγώνες μεταξύ φιλελευθέρων και καθολικών, εναντίον των οποίων πήρε θέση μια τρίτη δύναμη -ιδιαίτερα μετά το 1884-, το Εργατικό Κόμμα, το οποίο πέτυχε αναθεώρηση του Συντάγματος (1893) και καθιέρωσε την καθολική ψηφοφορία. Κάτω από τις φιλελεύθερες επιταγές της εποχής, ο Λεοπόλδος προκρίνει πλήθος εργασιακών δικαιωμάτων, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι, απαγορεύοντας την παιδική εργασία στις φάμπρικες και σε νυχτερινές βάρδιες και παίρνοντας μια σειρά ακόμα από δημοκρατικά μέτρα, όπως την αποζημίωση σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος και τη θέσπιση της κυριακάτικης αργίας. Την ίδια στιγμή, ο «Οικοδόμος Βασιλιάς», όπως έμεινε γνωστός στη χώρα του, χαρίζει στο Βέλγιο έργα υποδομής και μεγαλοπρεπή κτίρια, αλλάζοντας το πρόσωπο των Βρυξελλών και της Αμβέρσας. Αρχοντικά, μεγαλειώδεις βοτανικοί κήποι, μουσεία, αλλά και ένα εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο φτιάχνονται στο Βέλγιο με κονδύλια του ίδιου του βασιλιά, που είχε βέβαια μια καλή πηγή πλουτισμού στο πλευρό του εδώ και κάμποσα χρόνια…
Αποικιοκρατικές βλέψεις και Διάσκεψη του Βερολίνου
Ο Λεοπόλδος Β’ κληρονόμησε το ιμπεριαλιστικό όραμά του από τον πατέρα του, ο οποίος πίστευε ακράδαντα ότι η λύση για τα πιεστικά κοινωνικά προβλήματα του πυκνοκατοικημένου Βελγίου ήταν η μετανάστευση. Ο ζάμπλουτος Λεοπόλδος Α’ προσπάθησε να αγοράσει κατά καιρούς διάφορες γωνιές του πλανήτη, μεταξύ αυτών την Κρήτη, την Κούβα και το Τέξας, κληροδοτώντας στον γιο του την ασίγαστη αυτή αναζήτηση πρόσφορων αποικιών, παρά τη συνεχιζόμενη αδιαφορία των βελγικών κυβερνήσεων. Αφού απέτυχε λοιπόν να αγοράσει τμήματα του Βόρνεο, των Φιλιππίνων και της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας των Μπόερς, ο βέλγος βασιλιάς εντυπωσιάστηκε από τις πρόσφατες ανακαλύψεις των βρετανών εξερευνητών στην Κεντρική Αφρική, εξομολογούμενος το 1877 στο προσωπικό του ημερολόγιο: «Πρέπει οπωσδήποτε να αποκτήσουμε ένα κομμάτι από αυτό το έξοχο αφρικανικό γλύκισμα». Ο βέλγος μονάρχης ίδρυσε έτσι ένα δίκτυο (ψευδο-)φιλανθρωπικών οργανώσεων για τον υποτιθέμενο εκπολιτισμό της περιοχής και τον εκχριστιανισμό των απίστων, όπως τη διαβόητη Διεθνή Ένωση της Αφρικής το 1876, αν και ο στόχος του ήταν η πλήρης υποδούλωση των λαών της Αφρικής. Μέσω ενός τολμηρού αμερικανού εξερευνητή, του περιβόητου Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ, ο Λεοπόλδος δημιουργεί μια σειρά από σταθμούς ανεφοδιασμού στην ως τότε ανεξερεύνητη Κεντρική Αφρική και βάζει για τα καλά πόδι στις αχαρτογράφητες περιοχές του σημερινού Κονγκό. Κι έτσι στη Διάσκεψη του Βερολίνου το 1885 για το μοίρασμα της αφρικανικής αποικιοκρατικής πίτας θα πάρει επιτέλους την πολυπόθητη αποικία του, ως προσωπική μάλιστα κτήση! Με τις εκπληκτικές διπλωματικές ικανότητές του εκμεταλλεύτηκε τις αντιθέσεις των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων και πέτυχε τη διεθνή αναγνώριση του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό ως προσωπικό τσιφλίκι του. Ήταν η μόνη μάλιστα ιδιωτική αποικία του πλανήτη και ο Λεοπόλδος υπέγραφε τώρα ως «ιδιοκτήτης» της. Το αφρικανικό κτήμα του Λεοπόλδου είχε έκταση 2,5 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, διασχιζόταν από 2.700 χιλιόμετρα πλωτών ποταμών και διέθετε εκπληκτικούς φυσικούς πόρους: ελεφαντόδοντο, φοινικέλαιο, ξυλεία και χαλκό. Και πάνω από όλα στο Κονγκό κατοικούσαν 10 εκατ. άνθρωποι που επρόκειτο να κληθούν να συμβάλουν στην «οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη» της περιοχής, μετατρεπόμενοι σε προσωπικοί σκλάβοι του βέλγου βασιλιά δηλαδή…
Ο σφαγέας του Κονγκό
Ο Λεοπόλδος συνειδητοποίησε ότι χτύπησε πραγματική φλέβα χρυσού στο Κονγκό το 1886, όταν ο Αντρέ Μισλέν αναπτύσσει την πρώτη εμπορικά πετυχημένη εκδοχή του ελαστικού με σαμπρέλα και το καουτσούκ αξίζει τώρα χρυσάφι. Και βέβαια η μεγαλύτερη έκταση καουτσουκόδεντρων της οικουμένης βρισκόταν στο Κονγκό, στα εδάφη που είχε στην κατοχή του ο βέλγος μονάρχης! Ο Λεοπόλδος παραχωρεί δικαιώματα εκμετάλλευσης σε βελγικές εταιρείες, οι οποίες προσλαμβάνουν ιδιωτικούς στρατούς για να κάνουν τους «πρωτόγονους» να δουλεύουν περισσότερο. Ο βασιλιάς επιβάλει καταναγκαστική εργασία στο τσιφλίκι του και το σκηνικό της φρίκης έχει για τα καλά στηθεί. Τα κέρδη είναι πραγματικά τεράστια, καθώς το καουτσούκ μετατράπηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο ακριβότερο αγαθό του πλανήτη, και ο Λεοπόλδος τα καρπώνεται φτιάχνοντας στη χώρα του αψίδες (όπως η εντυπωσιακή Αψίδα της Πεντηκονταετίας), μουσεία και παλάτια. Όλα τους χτίστηκαν με το αίμα και τις ζωές των αυτοχθόνων του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό. Καθώς όμως η υπερεκμετάλλευση οδήγησε σε εξάντληση των καουτσουκόδεντρων, οι ένοπλοι βέλγοι επιτηρητές άρχισαν να τρομοκρατούν ολοένα και περισσότερο τους αφρικανούς χωρικούς, οι οποίοι δεν ήταν πια σε θέση να συγκεντρώνουν το ποσό καουτσούκ που τους είχε επιβληθεί. Η πρωτόγνωρη -ακόμα και για τον κόσμο της αποικιοκρατίας- βία και οι συστηματικοί ακρωτηριασμοί θα μετατρέπονταν σύντομα σε μια χωρίς προηγούμενο σφαγή. Εδώ οι αριθμοί της θηριωδίας δεν συμφωνούν, αν και προτού φτάσουν οι Βέλγοι ο πληθυσμός του Κονγκό υπολογιζόταν σε 20 εκατ. κατοίκους. Η επίσημη απογραφή του 1911 στην αποικία του βέλγου μονάρχη έλεγε ότι στη χώρα είχαν απομείνει μόλις 8,5 εκατ. ψυχές. Αν συμπεριλάβουμε και τις εκατοντάδες χιλιάδες των ακρωτηριασμένων, τότε η τραγωδία του Κονγκό δεν έχει όμοιό της στη ζοφερή ιστορία της αποικιοκρατίας, με τους ιστορικούς να κάνουν λόγο για περισσότερους από 10 εκατ. δολοφονημένους Αφρικανούς και 50% μείωση του γενικού πληθυσμού στα μόλις 23 χρόνια της διακυβέρνησης του Λεοπόλδου! Ο βασιλιάς διέταζε προσωπικά τον ακρωτηριασμό χεριών, ποδιών, ακόμα και γεννητικών οργάνων, απολαμβάνοντας από μακριά τους ήχους του μαστιγίου. Οι βέλγοι επιστάτες μαστίγωναν τους αφρικανούς σκλάβους μέχρι λιποθυμίας και συχνότατα μέχρι θανάτου, καίγοντας πτώματα και βιάζοντας τις γυναίκες τους, τις οποίες και κρατούσαν αιχμάλωτες για να αυξάνουν την αποδοτικότητα των δούλων. H βιαιότητα που επέδειξαν οι αξιωματικοί του Λεοπόλδου δεν είχε ταίρι: όποιος εργάτης δεν κατάφερνε να συλλέξει την απαιτούμενη ποσότητα καουτσούκ, έπαιρνε ως ελάχιστη τιμωρία δέκα μαστιγώματα από ειδικά μελετημένο μαστίγιο από αποξηραμένο δέρμα ιπποπόταμου. Όσοι εξακολουθούσαν να μην είναι αποδοτικοί, δέχονταν μέχρι 100 τέτοια χτυπήματα που τους έστελναν στον άλλο κόσμο. Άλλοτε πάλι έχαναν χέρια και πόδια, με τον λευκό δυνάστη να απολαμβάνει τη διαδικασία. Η μαρτυρία εδώ κατώτερου αξιωματικού του μισθοφορικού στρατού του Λεοπόλδου αποκαλύπτει την ωμή πραγματικότητα: «Ο διοικητής μάς διέταξε να κόψουμε και να παλουκώσουμε τα κεφάλια όλων των ανδρών ενός χωριού που αντιστάθηκε στις επιθυμίες του Λεοπόλδου. Κόψαμε επίσης και τα γεννητικά τους όργανα. Τέλος, μας ανάγκασαν να κρεμάσουμε σε σχήμα σταυρού μανάδες με τα παιδιά τους». Εντωμεταξύ, ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β’αναφερόταν πια ως ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της εποχής, με την αμύθητη περιουσία του να ξεπερνά τα 100 εκατ. δολάρια! Όσο για την τραγική ειρωνεία του πράγματος, ο Λεοπόλδος δεν είχε πατήσει ποτέ στο Κονγκό.
Το τέλος
Τα εγκλήματα των απεσταλμένων του Λεοπόλδου έγιναν γνωστά στη Δύση χάρη στη δράση τριών μόλις Ευρωπαίων: του ιρλανδού διπλωμάτη Ρότζερ Κέισμεντ, του πολωνού συγγραφέα Τζόζεφ Κόνραντ και του γάλλου επιθεωρητή φορτίων πλοίων Έντμουντ Μορέλ. Οι τρεις, με τη βοήθεια βρετανών ιεραποστόλων, αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος μιας διεθνούς εκστρατείας εναντίον του Λεοπόλδου, την πρώτη μάλιστα υπόθεση υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ιστορία του 20ού αιώνα. Ιδιαίτερα το κλασικό σήμερα «Η καρδιά του σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ, γραμμένο το 1900, συνέβαλε τα μέγιστα στην αποκάλυψη της βελγικής θηριωδίας και επηρέασε καθοριστικά το διεθνές κίνημα κατακραυγής για τις φρικαλεότητες στο Κονγκό. Η γενοκτονία που προκάλεσε ο Λεοπόλδος και τα 19.000 ένοπλα τσιράκια του καταδικάστηκαν τελικά από τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, αναγκάζοντας τον σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (αλλά και τον Μαρκ Τουέιν) να γράψει το 1909 «Το έγκλημα του Κονγκό», εξιστορώντας κι αυτός τα δεινά των αφρικανικών λαών. Οι φωτογραφίες των ακρωτηριασμένων Αφρικανών έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στην κινητοποίηση της δυτικής κοινής γνώμης, καθώς οι σφαγές απέκτησαν πρόσωπο. Χάρη στις πιέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο βασιλιάς Λεοπόλδος υποχρεώθηκε να παραδώσει το 1908 τον έλεγχο του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό στη βελγική κυβέρνηση, θέλοντας να απαλλαγεί από τη μαύρη φήμη που τον συνόδευε. Αν και η πραγματικότητα ήταν απείρως πιο φρικιαστική: ο τρόμος στο Κονγκό έπαψε μόνο όταν ο πληθυσμός του μειώθηκε τόσο δραματικά που η καταναγκαστική εργασία δεν επαρκούσε πλέον για να συντηρήσει επικερδείς δραστηριότητες. Η φρίκη που χαρακτήρισε το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό έπαιξε αναμφισβήτητα σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα αρνητική πορεία της χώρας, η οποία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960. Παρά τη δημόσια κατακραυγή βέβαια, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Άγγλοι και Ολλανδοί υιοθέτησαν το σύστημα καταναγκαστικής εργασίας του Λεοπόλδου στις δικές τους αποικίες, καταλήγοντας σε εξίσου φριχτά αποτελέσματα. Το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό πέρασε στα χέρια του βελγικού Δημοσίου το 1908 ως Βελγικό Κονγκό πια, με τον Λεοπόλδο να λειτουργεί ως αποδιοπομπαίος τράγος. Ο βασιλιάς ήταν τώρα μισητός από τον λαό του, αν και οι λόγοι για τη λαϊκή μήνη δεν ήταν τα εγκλήματα στο Κονγκό, αλλά η προσωπική ζωή του Λεοπόλδου! Ο οποίος μιλούσε πάντα περιφρονητικά για το μικρό μέγεθος του βασιλείου του, δεν είχε φροντίσει να μάθει ποτέ ολλανδικά, τη μητρική γλώσσα δηλαδή περισσότερων από τους μισούς υπηκόους του, και ζούσε με μια προκλητική πολυτέλεια στη Γαλλική Ριβιέρα που δεν του συγχωρούσαν οι πολίτες του. Ιδιαίτερα η ακόρεστη δίψα του για ανήλικα κορίτσια εκεί στα τελευταία του κηλίδωσε τη δημόσια εικόνα του περισσότερο και απ’ όλα τα εγκλήματα που διέπραξε στο Κονγκό. Ο μισητός βασιλιάς γλίτωσε τη ζωή του τον Νοέμβριο του 1902, όταν ο ιταλός αναρχικός Τζενάρο Ρουμπίνο προσπάθησε να τον δολοφονήσει μέσα στην άμαξά του, και άφησε τελικά την τελευταία του πνοή έναν χρόνο αφότου παρέδωσε την προσωπική του κτήση σε όλους τους Βέλγους, στις 17 Δεκεμβρίου 1909. Παρά τα 44 χρόνια που βασίλεψε στη χώρα και τα τεράστια έργα πνοής του που άλλαξαν το πρόσωπο του Βελγίου η κηδεία του μετατράπηκε σε λαϊκό δικαστήριο και ο κόσμος τον γιούχαρε με την καρδιά του. Αν και αμέσως θα ξεκινούσε μια προσπάθεια λήθης των βέλγικων εγκλημάτων στην Αφρική, αφήνοντας στο περιθώριο της Ιστορίας τις αποικιοκρατικές θηριωδίες του Βελγίου… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr