Ένα εκρηκτικό μείγμα μεταναστευτικών ροών, ανατιμήσεων στην αγορά, ενεργειακής κρίσης και δημοσιονομικής ύφεσης αναζωπυρώνει τους μύχιους φόβους της Ευρώπης για μια νέα επέλαση των ακροδεξιών κομμάτων. Τα όσα συμβαίνουν στη Σουηδία μετά τις εκλογές της περασμένης εβδομάδας και τα όσα επίκεινται στην Ιταλία, βάσει των δημοσκοπήσεων, την επόμενη Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια εφησυχασμού.
Μπροστά στη σωρεία προβλημάτων που καλείται να επιλύσει η γηραιά ήπειρος εντάσσεται πλέον και η επαναφορά ακραίων φωνών που βρίσκουν ευήκοα ώτα σε διόλου ευκαταφρόνητα τμήματα του πληθυσμού που μαστίζονται από την πολλαπλή όξυνση των οικονομικών προβλημάτων.
Πολιτικός σεισμός στη Σουηδία με την εκθρόνιση του κεντροαριστερού συνασπισμού
Μόλις την προηγούμενη Τετάρτη στη Σουηδία η συντηρητική συμμαχία ακροδεξιάς και δεξιάς υπό τον Ουλφ Κρίστερσον πανηγύρισε την κατάκτηση της εξουσίας μετά την πρώτη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τις βουλευτικές εκλογές της 11ης Σεπτεμβρίου.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατάφερε να εκθρονίσει τον κεντροαριστερό συνασπισμό της απερχόμενης πρωθυπουργού Μαγκταλένα Άντεσρον μετά από 8 χρόνια διακυβέρνησης. Μάλιστα ο 43χρονος Γίμι Όκεσον (ή Τζίμι Άκεσον) ηγέτης των ακροδεξιών «Σουηδών (κατ’ όνομα) Δημοκρατών», του κόμματος που φέρει νεοναζιστικές ρίζες, κατέστη ρυθμιστικός παράγοντας των εξελίξεων. Η εκλογική αναμέτρηση ήταν εξαρχής φορτισμένη πολιτικά εξαιτίας της ιστορικής μεταστροφής της σκανδιναβικής χώρας από την ουδετερότητα, στην ένταξη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) μεσούντος του πολέμου στην Ουκρανία και της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης.
Ενστερνίστηκαν το σύνθημα της Ακροδεξιάς
Περίπου το μισό εκλογικό σώμα ενστερνίστηκε το σύνθημα της ακροδεξιάς «Κάντε τη Σουηδία ξανά μεγάλη» και την επιχειρηματολογία κατά της μετανάστευσης την οποία συσχετίζει με την αύξηση της εγκληματικότητας. Μάλιστα η μισαλλόδοξη ρητορική συμπαρέσυρε και τα υπόλοιπα κόμματα σε σκλήρυνση της στάσης τους όσον αφορά τα ζητήματα αυστηρής τήρησης του νόμου και της τάξης, ακόμη και αυτών που διαπνέονται από την κεντροαριστερή ιδεολογία.
Ο πρώτος ταμίας ήταν ναζιστής βετεράνος των Waffen-SS
Το κόμμα των «Σουηδών Δημοκρατών», που από μόνο του έλαβε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 20,6% ξεπερνώντας τους Μετριοπαθείς που συγκέντρωσαν το 19,1%, ιδρύθηκε το 1988 με πρώτο ταμία του φορέα έναν ναζιστή βετεράνο των Waffen-SS.
Μέλη του, είχαν δεσμούς είτε με νεοναζιστικά κόμματα είτε με υπερεθνικιστικά και η ιδεολογία ήταν παρόμοια με αυτή του γαλλικού Εθνικιστικού Μετώπου του 94χρονου σήμερα Ζαν-Μαρί Λεπέν, ήτοι απαγόρευση της έλευσης μεταναστών, επιστροφή όλων των προσφύγων στις πατρίδες τους, απαγόρευση της υιοθεσίας παιδιών που είχαν γεννηθεί σε άλλες χώρες και επαναφορά της θανατικής ποινής για μία σειρά από αδικήματα.
Η λείανση των ακραίων θέσεων
Για περίπου μια δεκαετία το κόμμα κινούνταν σταθερά λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 1% στις εκλογικές αναμετρήσεις. Η αναμόρφωσή του θα ξεκινήσει το 1995 όταν την προεδρία αναλαμβάνει ο Μίκαελ Γιάνσον, πρώην μέλος του ενός μικρού κεντροδεξιού κόμματος.
Οι θέσεις λειάνθηκαν (όπως π.χ. στη μη επαναφορά της θανατικής ποινής) ενώ διαγράφηκαν από το μητρώο των μελών του κόμματος άτομα που διαπνέονταν από αμιγώς νεοναζιστικές ιδέες. Μάλιστα το 2003 εντάχθηκε στο καταστατικό ως θεμελιώδη αρχή της πολιτικής, η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Από το 1% στο 5,7% και ακολούθως στο 12,9%
Η στροφή αυτή άρχισε να αποδίδει καρπούς και να ανεβαίνει εκλογικά. Όταν δε το 2005 έγινε πρόεδρος των «Σουηδών Δημοκρατών» ο Γίμι Όκεσον (μέχρι τότε ήταν επικεφαλής της νεολαίας του κόμματος) και συμπεριέλαβε στο καταστατικό εδάφιο κατά του ρατσισμού και του εξτρεμισμού, έφθασε το 5,7% μπαίνοντας για πρώτη φορά στη Βουλή το 2010 με 20 βουλευτές.
Τα υπόλοιπα κόμματα ξεκαθάρισαν εξαρχής ότι δεν συνεργάζονται μαζί τους για το σχηματισμό κυβέρνησης. Στις εκλογές του 2014 όμως που οι «Σουηδοί Δημοκράτες» αναδείχθηκαν τρίτο κόμμα με 12,9% και 49 βουλευτές, υπήρξαν δεύτερες σκέψεις από τις υπόλοιπες παρατάξεις.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις εθνικές εκλογές του 2018 το κόμμα θα αποσπάσει το 17,5% των ψήφων αναγκάζοντας τα υπόλοιπα δεξιά και κέντρο ακόμα τα να προσαρμόσουν την πολιτική τους όσον αφορά την μετανάστευση, προσεγγίζοντας τις θέσεις των «Δημοκρατών» οι οποίοι συνέχισαν να διαγράφουν μέλη που εμπλέκονταν σε ρατσιστικά επεισόδια και φαινόμενα βίας κατά μεταναστών. Μπορεί να ενστερνίζεται μια σειρά από ακροδεξιές απόψεις αλλά έχει αποτινάξει την «ρετσινιά» του ναζιστικού κόμματος και αυτός είναι ένας από τους λόγους που έγινε αποδεκτό στη συγκρότηση συνασπισμού ώστε να μετέχει στην νεοπαγή συγκυβέρνηση.
Η Ιταλία είχε… ανοίξει τον δρόμο από το 1994
Το δρόμο της συνεργασίας σε κυβερνητικό επίπεδο με ακραία κόμματα άλλωστε, τον είχε ανοίξει πολλά χρόνια νωρίτερα μια χώρα του ευρωπαϊκού νότου που έχει στους συνασπισμούς πολιτικών δυνάμεων, η Ιταλία.
Τον Μάρτιο του 1994 ο κεντροδεξιός συνασπισμός του μεγαλοεπιχειρηματία Σίλβιο Μπερλουσκόνι που απέσπασε τη μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων με 42,8% εκπόρθησε πολιτικά τη Χριστιανική Δημοκρατία (πρώην Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα) που κυριαρχούσε για σχεδόν μισό αιώνα και υπέστη μια από τις χειρότερες ήττες κυβερνητικού κόμματος στη δυτική Ευρώπη.
Προκειμένου να αναδειχθεί πρωθυπουργός ο επικεφαλής του κόμματος «Φόρτσα Ιτάλια» είχε μεριμνήσει να ανακηρύξει ως εταίρους τον Ουμπέρτο Μπόσι της εθνικιστικής «Λέγκας του Βορρά για την Ανεξαρτησία της Παδανίας» (γνωστή απλώς ως «Λέγκα του Βορρά») και το νεοφασιστικό κόμμα της «Εθνικής Συμμαχίας» του Τζιανφράνκο Φίνι που όταν έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης φρόντισε να αποποιηθεί μέρος των ακραίων θέσεών του. Ο ίδιος πάντως αυτοπροσδιοριζόταν ως… μεταφασίστας.
Σημαντικό προβάδισμα των συντηρητικών με τον Μπερλουσκόνι παρόντα στα 86 του
Σήμερα, ελάχιστες ημέρες πριν τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου στη γειτονική χώρα, όλες οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν το μεγάλο προβάδισμα της συντηρητικής παράταξης που αποτελείται από την λαϊκιστικό κόμμα «Φόρτσα Ιτάλια» του 86χρονου Σίλβιο Μπερκουσκόνι, την εθνικιστική – συντηρητική «Λέγκα του Βορρά» υπό τον Ματέο Σαλβίνι και το νεοφασιστικών τάσεων κόμμα «Αδέλφια της Ιταλίας» της Τζόρτζιας Μελόνι.
Ο μέσος όρος των σφυγμομετρήσεων, δείχνει ότι η συντηρητική παράταξη συγκεντρώνει το 46,5% της πρόθεσης ψήφου, η κεντροαριστερή το 28,8%, το «Κίνημα Πέντε Αστέρων» το 12,4%, και η κεντρώα συμμαχία «Ιτάλια Βίβα» των Κάρλο Καλέντα και Ματέο Ρέντσι, το 6,4%.
Οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις στη γειτονική χώρα ενόψει εκλογών
Εάν επιβεβαιωθούν τα γκάλοπ από την λαϊκή βούληση, η συντηρητική παράταξη υπολογίζεται ότι στην θα εξασφαλίσει 242 έδρες στη Βουλή, επί συνόλου 400, η κεντροαριστερή συμμαχία 97, το Κίνημα Πέντε Αστέρια 34 και ο κεντρώος πόλος των Ρέντσι και Καλέντα, 17 (θυμίζουμε ότι βάσει του ιταλικού νόμου, τις τελευταίες δυο εβδομάδες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, απαγορεύεται η δημοσίευση σφυγμομετρήσεων που αφορούν την πρόθεση ψήφου των πολιτών).
Με την ιταλική οικονομία να βρίσκεται για μια ακόμη φορά στα πρόθυρα της κατάρρευσης λόγω του υπέρογκου χρέους και τους πολίτες της να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης λόγω βέβαια και της ενεργειακής κρίσης, αρκετοί ενστερνίζονται τις ακροδεξιές απόψεις που υπόσχονται ένα καλύτερο μέλλον.
Μελόνι: «Αν εκλεγώ, το… πάρτι με την Ευρώπη τελείωσε»
Η αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» Τζόρτζια Μελόνι ξεκαθαρίζει: «Αν εκλεγώ πρωθυπουργός, το… πάρτι με την Ευρώπη τελείωσε».
Σε πολιτική συγκέντρωση που διεξήχθη προ ημερών στο Μιλάνο, αναφέρθηκε στο πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις της χώρας της με την Ευρώπη στην περίπτωση που η ίδια αναλάβει την πρωθυπουργία. Όπως είπε, «την Ευρώπη ανησυχούν όλοι για το ενδεχόμενο να σχηματισθεί μια κυβέρνηση με την Μελόνι πρωθυπουργό. Τι θα συμβεί; Θα τελειώσει το πάρτι και η Ιταλία θα αρχίσει να υπερασπίζεται τα εθνικά της συμφέροντα, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι, για να βρεθούν κοινά αποδεκτές λύσεις. Η μόνη χώρα που δεν το έκανε μέχρι τώρα είναι η Ιταλία, με ευθύνη του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο αρκείτο στα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη από μέρους των Γερμανών και των Γάλλων. Όλοι υπερασπίζονται τα εθνικά τους συμφέροντα και δεν τους κατακρίνω, διότι είναι απόλυτα φυσικό».