Η Μαίρη Αρώνη θεωρείται από τις πλέον εκλεκτές και δημοφιλείς ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, η οποία έγραψε τη δική της πολύτιμη ιστορία και στον κινηματογράφο, παρά τις ελάχιστες εμφανίσεις της σε ταινίες (μόλις πέντε).
Η θρυλική «Πάστα Φλώρα», η οποία γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1916, ήταν μια αυθεντική θεατρίνα ξεχωριστής στόφας, σπάνιου καλλιτεχνικού ήθους και απαράμιλλης αρχοντικής παρουσίας. Υπήρξε καλλιτέχνις με αστείρευτο ταμπεραμέντο, άψογη τεχνική στο σανίδι, υπόδειγμα κομψότητας και βαθιά καλλιέργεια και παιδεία.
Ταγμένη πάντα στο θεατρικό σανίδι, ο κινηματογράφος ποτέ δεν ήταν στις προτεραιότητές της. «Ο μεγάλος μου έρωτας είναι το θέατρο. Πιστεύω ότι όλα εδώ αρχίζουν και όλα εδώ τελειώνουν. Φοβάμαι τον χρόνο – σε εμάς τους ηθοποιούς από ένα σημείο και μετά γίνεται εφιάλτης, γιατί δεν ξέρω τι υπάρχει μετά τον θάνατο. Αλλά, αν υπάρχει μια άλλη ζωή πέρα από εδώ, εγώ πιστεύω ότι το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ», είχε πει κάποτε η Μαίρη Αρώνη, η οποία έφτασε μέχρι και στο σημείο να κάνει απεργία πείνας για να γίνει ηθοποιός.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Η Μαίρη Αρώνη, το πραγματικό επίθετο της οποίας ήταν Αρβανιτάκη, γεννήθηκε το 1916 στην Αθήνα. Ο πατέρας της, Λέανδρος, ήταν καθηγητής της μεγάλης του Γένους Σχολής και χρηματιστής. H Μαίρη Αρώνη έδειξε από πολύ μικρή το υποκριτικό της ταλέντο. Με έφεση στο θέατρο, ανέβαινε σε τραπέζια και καρέκλες για να απαγγείλει ποιήματα και έστηνε σκηνικά ερμηνεύοντας δικές της ιστορίες. Όλη εκείνη η ανεμελιά και ευμάρεια θα τέλειωνε αναπάντεχα και οδυνηρά με την αυτοκτονία του πατέρα της, με το μεγάλο Κραχ του 1929. Ο Λέανδρος Αρβανιτάκης βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, πτώχευσε και δημιούργησε πάρα πολλά χρέη. Όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να αποπληρώσει τα χρέη αυτά και πως διαρκώς στα ήδη υπάρχοντα προστίθενται και νέα, αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του.
Η μητέρα της, Αγλαΐα, αναγκάστηκε να ξανανοίξει τον οίκο υψηλής ραπτικής που διατηρούσε πριν από τον γάμο της, αποκλείοντας στην κόρη της την περίπτωση να γίνει ηθοποιός. Θεωρούσε ότι τα μαθήματα πιάνου και απαγγελίας στο μουσικό λύκειο Αθηνών κάλυπταν ήδη τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες. Όταν όμως η ξαδέρφη της, Βάσω Μανωλίδου, που κάποιοι αποκάλεσαν «η Ελληνίδα Γκρέτα Γκάρμπο», μπήκε στη Δραματική Σχολή του νεοσύστατου Εθνικού Θεάτρου, η Μαίρη Αρώνη έφτασε στο σημείο να κάνει απεργία πείνας, ώστε να πείσει τη μητέρα της να την αφήσει. Και, φυσικά, το πέτυχε.
Η Μαίρη Αρώνη κατάφερε να πάρει πτυχίο στο πιάνο, να αριστεύσει σε απαγγελία και φωνητική και να αποφοιτήσει το 1933 από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ως μαθήτρια του Φώτου Πολίτη.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Το 1934 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο με τον θίασο του Πέλου Κατσέλη, στο έργο «Κοσμική Κίνηση» του Θ.Ν. Συναδινού. Η Μαρίκα Κοτοπούλη εντυπωσιάστηκε τότε από το ταλέντο και το ταμπεραμέντο της και την προσέλαβε στον θίασό της, στον οποίο και έκανε λαμπρή καριέρα, για 6 ολόκληρα χρόνια, ερμηνεύοντας απαιτητικούς και δύσκολους ρόλους.
Το 1941 ξεκίνησε η συνεργασία της με τον θίασο του Μουσούρη και το 1944 ίδρυσε με τον σύζυγό της, Θόδωρο Αρώνη, δικό τους θίασο, ο οποίος μετά την απελευθέρωση περιόδευσε στον ελληνισμό της Αιγύπτου, της Κύπρου και της Κωνσταντινούπολης. Το 1947 έγινε πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου και απέδωσε μοναδικά δύσκολους ρόλους, σε έργα όπως: «Υπεράνθρωπον και γυναίκες» του Σω, «Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι» του Σαίξπηρ, κ.ά. Όταν ο Ροντήρης αποχώρησε από το Εθνικό, τον ακολούθησε στη δημιουργία της «Ελληνικής Σκηνής» κι αυτός της προσέφερε κι άλλους εξαιρετικούς ρόλους σε έργα των Γκαίτε, Οστρόβσκι, αλλά και Ξενόπουλου.
Αργότερα, πέρα από τις εξαιρετικές εμφανίσεις της σε θεατρικές σκηνές της Ελλάδας, συμμετείχε σε φεστιβάλ στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Ιαπωνία, στη Μέση Ανατολή, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Η επιστροφή της στο Εθνικό Θέατρο, το 1954, αποτελεί την κορύφωση της καριέρας της, μέσα από τις εξαιρετικές παραστάσεις έργων των Ο’ Νιλ, Μαριβό, Πιραντέλο, Σίλερ και άλλων.
Όταν το 1955 ο Θόδωρος Αρώνης προσβλήθηκε από καρκίνο, η Μαίρη τον πήγε στο εξωτερικό σε μια ύστατη προσπάθεια να τον σώσει. Ο αγαπημένος της Φέντια, όπως τον αποκαλούσε, πέθανε τη μέρα της πρεμιέρας των «Εκκλησιαζουσών». Ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός ανέβαλε την πρεμιέρα. Η Μαίρη είχε μόλις χάσει τον σύζυγο και δεύτερο πατέρα της. Την επομένη (14 Ιουλίου 1956), ως Πραξαγόρα, ένα κατάμεστο Ηρώδειο την αποθέωσε.
Την τελευταία εικοσαετία που πρωταγωνίστησε στο Εθνικό Θέατρο, ρόλοι και έργα εμβληματικά στα οποία έλαμψε, την εξύψωσαν σε αυτό που αποκαλούμε «μεγάλη κυρία του θεάτρου». Παράλληλα με την τεράστια προσφορά της ως ηθοποιού του Εθνικού Θεάτρου, υπήρξε και πολύτιμη δασκάλα, αφού δίδαξε την υποκριτική τέχνη από το 1962 μέχρι το 1991.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Στον κινηματογράφο έκανε μόλις πέντε εμφανίσεις, με αμίμητες ερμηνείες σε ρόλους συζύγου, μητέρας, πεθεράς, που άφησαν εποχή και έγραψαν ιστορία. Στη Φίνος Φιλμ έπαιξε σε δύο ταινίες, «Η Γυναίκα μου Τρελλάθηκε» και «Μια Τρελλή, Τρελλή Οικογένεια», στην οποία το υποκριτικό της στιλ στον ρόλο της λίγο αφελούς και λίγο φευγάτης μπουρζουά «Πάστα Φλώρα», αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά και προπομπό για πολλούς παρόμοιους ρόλους από γυναίκες ηθοποιούς στα επόμενα χρόνια.
Ο ρόλος της «Πάστα Φλώρα» δεν προοριζόταν αρχικά για τη Μαίρη Αρώνη, αλλά για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Η πρωταγωνίστρια ήταν τότε 42 ετών και απέρριψε την πρόταση, καθώς δεν ήθελε να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης Καρέζη και της Κατερίνας Γώγου, διότι, όπως είχε πει, προτιμούσε να παίζει τις γεροντοκόρες και τις θείες, παρά τις μαμάδες. Έτσι τη θέση της πήρε η Μαίρη Αρώνη, η οποία τότε ήταν 49 ετών.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Το 1934, έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή της από το Εθνικό Θέατρο, παντρεύτηκε τον αρκετά μεγαλύτερό της, επίσης ηθοποιό, Θόδωρο Αρώνη. Ο γάμος τους κράτησε 22 χρόνια, όταν το 1956 ο Αρώνης νικήθηκε από την επάρατη νόσο. Παντρεύτηκε ξανά το 1965 τον σκηνοθέτη Κωστή Μιχαηλίδη, αλλά ο γάμος τους κράτησε μόνο δύο χρόνια. Η Μαίρη Αρώνη δεν απέκτησε ποτέ παιδιά και πέθανε στον ύπνο της, την 16η Ιουλίου του 1992 στο σπίτι της ξαδέλφης της, Βάσως Μανωλίδου, στο Πόρτο Ράφτη, σε ηλικία 77 ετών.