Η «τυχόν απομάκρυνση του πρύτανη του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Θεοδόση Πελεγρίνη, θα πυροδοτήσει εντάσεις και θα οδηγηθούμε σε χαοτικές καταστάσεις», δηλώνει ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Συνόδου των Πρυτάνεων, Γιάννης Μυλόπουλος, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Προσθέτει, ότι«ο πρύτανης είναι ο ηγέτης του Πανεπιστημίου και η Σύγκλητος οφείλει να τον στηρίξει ώστε να βγει πιο δυνατός από αυτήν την περιπέτεια και να διαπραγματευτεί με όλους τους εμπλεκόμενους για την καλύτερη λειτουργία του ΕΚΠΑ».
Ειδικότερα, ο κ. Μυλόπουλος εκτίμησε, ότι «Η Σύγκλητος της Αθήνας θα στηρίξει τον πρύτανή της και θα απορρίψει την πειθαρχική δίωξη την οποία προτείνει ο υπουργός και θα βγει πιο δυνατός. Πρέπει να βγει πιο δυνατός γιατί ο πρύτανης του Πανεπιστήμιου της Αθήνας είναι ο ηγέτης του. Είναι αυτός ο οποίος πρέπει να κάνει τις διαπραγματεύσεις και με τους διοικητικούς και με την Πολιτεία και με την κυβέρνηση και με το υπουργείο προκειμένου το Πανεπιστήμιο να επανέλθει σε ομαλή τροχιά και να λειτουργήσει κανονικά. Εάν τυχόν απομακρυνθεί ο πρύτανης του πανεπιστημίου της Αθήνας πυροδοτούνται οι εντάσεις και οδηγούμαστε σε χαοτικές καταστάσεις. Πιστεύω, ότι οι συνάδελφοι μου οι συγκλητικοί θα στηρίξουμε τον πρύτανη με όποιες δυνάμεις διαθέτουμε και σε όλους τους τόνους έτσι ώστε να μπορέσει ο πρύτανης μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία, να μπορέσει με ανακτημένες τις δυνάμεις να διαπραγματευτεί με όλους τους εμπλεκόμενους με τον καλύτερο τρόπο που θα επαναφέρει σε λειτουργία και θα λύσει και τα μεγάλα προβλήματα που προκάλεσε η διαθεσιμότητα».
Αναφορικά με τη δίωξη του πρύτανη, ο κ. Μυλόπουλος υποστήριξε, ότι «Ο υπουργός έθεσε με μια αβάσιμη απόφαση τον πρύτανη του ΕΚΠΑ υπό πειθαρχική δίωξη. Σήμερα, στη Σύγκλητο, επί της ουσίας ζητήθηκε η σύμφωνη γνώμη της για να τεθεί σε αργία. Η απόφαση του υπουργού είναι αβάσιμη, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος και είναι πρωτοφανής αυτή η κίνηση από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν εκλεγμένος πρύτανης να διώκεται πειθαρχικά από τον υπουργό. Αυτές οι πρακτικές δεν κάνουν κάτι άλλο από το να πυροδοτούν το κλίμα και αυτή τη στιγμή το μόνο που χρειάζεται είναι καταλαγή και συναίνεση, και συνεργασίες για να αναπτυχθεί διάλογος. Τα προβλήματα της Παιδείας δεν λύνονται στο πεζοδρόμιο ούτε με καταλήψεις ούτε με πειθαρχικές διώξεις, αλλά με συζήτηση, νηφαλιότητα και ψυχραιμία».
Ως πρόεδρος του Συντονιστικού της Συνόδου, ο πρύτανης επεσήμανε, ότι με την παρέμβασή τους προσπάθησαν να επηρεάσουν και τις δύο πλευρές για να πέσουν οι τόνοι.
Σε ερώτησή αν κρίνεται ικανοποιητική η υπαναχώρηση του υπουργού στο ζήτημα της διαθεσιμότητας, δήλωσε, ότι «Το μέτρο αυτό έχει βλάψει πάρα πολύ τα πανεπιστήμια. Έγινε τυφλά και οριζόντια και αφήρεσε πολύ χρήσιμο προσωπικό. Τώρα προσπαθούμε σε συζήτηση με τον υπουργό να αποκαταστήσουμε κάποιες από τις βλάβες που έχει επιφέρει, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα οκτώ πανεπιστήμια».
Ωστόσο, επεσήμανε ότι «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τι θα γίνει την επόμενη ημέρα της αποχώρησης των υπαλλήλων. Για τα ΑΠΘ όπου απομακρύνθηκαν 250 άτομα επί συνόλου 800 ατόμων, αυτό σημαίνει αίθουσες παγωμένες διότι δεν υπάρχουν τεχνικοί να συντηρήσουν και να ανοίξουν τα καλοριφέρ, βιβλιοθήκες χωρίς βιβλιοθηκονόμους κ.ά. Η μείωση αφενός του κρατικού προϋπολογισμού κατά 60% και αφετέρου του προσωπικού αποδυναμώνουν τα πανεπιστήμια και τα πτυχία των σπουδαστών τα οποία είναι βέβαιο ότι θα υποβαθμιστούν πολύ. Φοβόμαστε λοιπόν ότι ακόμη και αν σωθεί το εξάμηνο, τι θα γίνει με τα επόμενα εξάμηνα τα οποία δεν θα χαθούν αλλά θα είναι εξάμηνα μιας χαμένης γενιάς, θα σπουδάσουν σε χειρότερες συνθήκες και θα πάρουν πτυχία χειρότερης ποιότητας απ’ ό,τι τα προηγούμενα.
Η χώρα μας, υπογράμμισε, με τη συμμετοχή όλων έκανε μια υπερπροσπάθεια με το υστέρημα του ελληνικού λαού μετά τη μεταπολίτευση για να φέρει τα πανεπιστήμια στο σημερινό επίπεδο για να βγαίνουμε στο 1% της παγκόσμιας κατάταξης και τώρα τα διαλύουμε, τα αποδιαρθρώνουμε και για να φτάσουμε στα σημείο που είμαστε σήμερα θα χρειαστούν δεκαετίες».
Επιπλέον, ανέφερε, ότι «το κόστος και το όφελος αυτής της διαθεσιμότητας είναι δυσανάλογα.
Την περασμένη βδομάδα σε μια εκδήλωση που είχαμε στο Αριστοτέλειο, η Σύνοδος των Πρυτάνεων με την Ένωση των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων μας είπαν ότι στην Ευρώπη η παιδεία θεωρείται επένδυση, ενώ εδώ στην Ελλάδα θεωρείται δαπάνη. Και επιχειρείται συρρίκνωση του χώρου. Αν είναι αυτός ο στόχος, επιτεύχθηκε. Πρέπει να επενδύσουμε στην Παιδεία, αυτή η πολιτική είναι αυτοκαταστροφική.
Θα έπρεπε να λάβει κανείς υπόψη του, ότι σε αυτή την εποχή της ύφεσης τα πανεπιστήμια έχουν παραγωγικά αποτελέσματα, είναι δηλαδή κερδοφόρα: για κάθε ένα ευρώ που παίρνουμε από το κράτος επιστρέφουμε 4-5 ευρώ, εννοώ ότι μέσω της ερευνητικής δραστηριότητας των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, μέσω της συμμετοχής μας σε ευρωπαϊκά ερευνητικά ανταγωνιστικά προγράμματα, οι ερευνητές τουλάχιστον στο ΑΠΘ πετυχαίνουν και φέρνουν στο Ίδρυμα έσοδα που είναι 4 και 5 φορές περισσότερα από τα χρήματα που μας χορηγεί ο κράτος. Αυτό μάλιστα μας δίνει τη δυνατότητα να προσλαμβάνουμε κάθε έτος 3.000 ερευνητές αντιμετωπίζοντας έτσι και το πρόβλημα της ανεργίας και τη μεταφορά στο εξωτερικό νέων εγκεφάλων. Τα πανεπιστήμια με την έρευνα και την καινοτομία μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη. Είναι απορίας άξιο γιατί αποδιαρθρώνουν έναν οργανισμό που είναι κερδοφόρος, παράγει και συμβάλλει ικανοποιητικά στην ανάπτυξη. Είναι αυτό που λέμε μια ομάδα που κερδίζει δεν τη χαλάς».