Το όριο ανάμεσα στο «φυσιολογικό» και το «παθολογικό» είναι πολλές φορές εύθραυστο και συχνά μετακινείται ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, εξυπηρετώντας καθεστώτα, συμφέροντα και κυρίαρχες αντιλήψεις. Η ιστορία έχει δείξει πως η ψυχιατρική μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο ελέγχου και αποκλεισμού.
Η Caitjan Gainty, Ανώτερη Λέκτορας στην Ιστορία της Επιστήμης, της Τεχνολογίας και της Ιατρικής στο King’s College του Λονδίνου, σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο της στο Conversation, με αφορμή το βιβλίο του ψυχιάτρου Alastair Santhouse «No More Normal», μας καλεί να σκεφτούμε βαθύτερα τον ρόλο της ψυχιατρικής και την ύπαρξη του «φυσιολογικού»…
«Στο νέο του βιβλίο, No More Normal, ο ψυχίατρος Alastair Santhouse θυμάται μια εμπειρία από τη δεκαετία του 1980, όταν ήταν φοιτητής στο Ηνωμένο Βασίλειο και βοηθούσε στη μεταφορά προμηθειών σε «αρνητές» – Σοβιετικούς πολίτες που δεν είχαν άδεια να φύγουν από την ΕΣΣΔ. Αυτοί οι άνθρωποι συχνά υφίσταντο σκληρή μεταχείριση, έχαναν τις δουλειές τους και γίνονταν στόχοι επιθέσεων. Κάποιοι διαγνώστηκαν ακόμη και με μια ψυχιατρική πάθηση που ονομαζόταν «βραδυκίνητη σχιζοφρένεια».
Μέχρι τη στιγμή που ο Santhouse έμαθε για αυτήν την κατηγορία διάγνωσης, η βραδυκίνητη σχιζοφρένεια κυκλοφορούσε ήδη για καιρό στη σοβιετική ψυχιατρική. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1930, ως διάγνωση για ενήλικες με σχιζοφρένεια που δεν είχαν παρουσιάσει συμπτώματα στην παιδική τους ηλικία.
Η ιδέα μιας διαταραχής χωρίς εμφανή συμπτώματα είχε τεράστια αξία για τους Σοβιετικούς αξιωματούχους της δεκαετίας του ‘70 και του ’80, οι οποίοι τη χρησιμοποίησαν ανελέητα εναντίον όσων «έπασχαν» ξαφνικά από «παραληρητικές ιδέες» για μια καλύτερη κοινωνία ή «παραισθήσεις» που τους οδηγούσαν στην επιθυμία να μεταναστεύσουν.
Όμως δεν ήταν μόνο οι Σοβιετικοί που χρησιμοποίησαν την ψυχιατρική ως εργαλείο καταστολής. Η «τιμωρητική» ή «πολιτική» ψυχιατρική έχει αποδειχθεί χρήσιμο εργαλείο σε πολλές γωνιές του κόσμου. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι ο Κινέζος πολιτικός ακτιβιστής Wang Wanxing, ο οποίος, στην τρίτη επέτειο της φοιτητικής εξέγερσης στην πλατεία Τιαν Αν Μεν το 1989, σήκωσε πανό υπέρ της δημοκρατίας στο ίδιο ιστορικό σημείο.
Συνελήφθη αμέσως, φυλακίστηκε και διαγνώστηκε με «πολιτική μονομανία»: μια «πάθηση» που χαρακτηρίζεται από την «παράλογη άρνηση» να συμφωνήσει κανείς με την κυρίαρχη αντίληψη που προωθεί το κράτος. Για θεραπεία, κρατήθηκε επί 13 χρόνια σε ψυχιατρικό νοσοκομείο του δικτύου Ankang («ειρήνη και υγεία»), όπου αντιφρονούντες όπως αυτός εξαναγκάζονταν να παίρνουν φάρμακα και υποβάλλονταν σε «θεραπείες» όπως ο ηλεκτροβελονισμός.
Πιο πρόσφατα, τέτοιες περιπτώσεις τιμωρητικής ψυχιατρικής εμφανίζονται κατά καιρούς στις ειδήσεις και εξαφανίζονται το ίδιο γρήγορα. Το 2022, στο Ιράν, γυναίκες που έβγαλαν τις μαντίλες τους ή έκοψαν τα μαλλιά τους σε διαμαρτυρία ενάντια στο καθεστώς, διαγνώστηκαν με αντικοινωνική συμπεριφορά, εγκλείστηκαν βίαια και υποβλήθηκαν σε «επανεκπαίδευση» με άγνωστες μεθόδους.
Το 2024, στη Ρωσία, η επιλογή ενός ακτιβιστή να φορέσει μπλουζάκι με τη φράση «Είμαι κατά του Πούτιν» θεωρήθηκε τόσο προβληματική που κάλεσαν «ομάδα ψυχιατρικής έκτακτης ανάγκης» να τον αναλάβει.
Όπως και στην ΕΣΣΔ, τα «πλεονεκτήματα» της τιμωρητικής ψυχιατρικής ήταν ξεκάθαρα οργουελικά: η διάγνωση ψυχικής ασθένειας διευκόλυνε την απομόνωση του ατόμου, τον φυσικό του αποκλεισμό και την αποθάρρυνση παρόμοιας συμπεριφοράς.
Όχι μόνο στα αυταρχικά καθεστώτα
Αν και τα αυταρχικά καθεστώτα φαίνεται να χρησιμοποιούν την τιμωρητική ψυχιατρική με μεγαλύτερη ευκολία, η Δύση δεν είναι αθώα. Στην κορύφωση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ, μαύροι ακτιβιστές που διαμαρτύρονταν για γενιές φυλετικών διακρίσεων υποβάλλονταν στο ίδιο καθεστώς διάγνωσης.
Ένα παράδειγμα είναι ο πάστορας και ακτιβιστής Clennon W. King, Jr., που συνελήφθη και εγκλείστηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα το 1958 επειδή επιχείρησε να εγγραφεί σε θερινό μάθημα του πανεπιστημίου του Μισισιπή, το οποίο ήταν τότε μόνο για λευκούς. Ήταν μια τόσο αδιανόητη πράξη, που το κράτος του Μισισιπή θεώρησε ότι… είναι τρελός.
Σύμφωνα με τον φάκελό του στο FBI, ο Μάλκολμ Χ, ριζοσπάστης ηγέτης των πολιτικών δικαιωμάτων, ήταν «προψυχωτικός παρανοϊκός σχιζοφρενής»: διάγνωση που βασίστηκε στην ακτιβιστική του δράση και τις ομιλίες του. Όπως έδειξε ο Jonathan Metzl, οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για τη «διάγνωση» του Malcolm X ενσωματώθηκαν αργότερα στον αναθεωρημένο ορισμό της σχιζοφρένειας από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία το 1968. Η διαφωνία στις ΗΠΑ μπορούσε να θεωρηθεί εξίσου παθολογική όσο οπουδήποτε αλλού.
Παρότι όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι κραυγαλέες καταχρήσεις της ψυχιατρικής, η βασική της λειτουργία είναι να ξεχωρίζει τι θεωρείται φυσιολογικό και τι όχι. Και, όπως δείχνει η ανάλυση του Metzl για τον εξελισσόμενο ορισμό της σχιζοφρένειας, οι ψυχιατρικές διαγνώσεις είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε κοινωνικές αλλαγές.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες σωματικές ασθένειες, οι ψυχικές ασθένειες έχουν ελάχιστα αντικειμενικά σημάδια. Ένα σπασμένο κόκαλο φαίνεται καθαρά σε μια ακτινογραφία, ενώ τα ψυχικά προβλήματα διαγιγνώσκονται μέσω συμπτωμάτων που περιγράφονται από τους ίδιους τους ασθενείς στις συνομιλίες με τον θεραπευτή ή σε ερωτηματολόγια.
Η «βίβλος» της ψυχιατρικής
Αυτά τα συμπτώματα αντιστοιχίζονται με ομάδες συμπτωμάτων που περιγράφονται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM). Αν και στην πράξη η διαδικασία είναι πιο σύνθετη, θεωρητικά η ακρίβεια της αντιστοίχισης αυτής δείχνει αν υπάρχει ή όχι κάποια διαταραχή.
Το γεγονός ότι οι ψυχιατρικές διαγνώσεις είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στις κοινωνικές αλλαγές είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Η ψυχική μας υγεία είναι κοινωνικά προσδιορισμένη, τόσο ώστε κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι ακόμα και η κατάθλιψη, που αναγνωρίζεται παγκόσμια, είναι ίσως χαρακτηριστική της δυτικής ή αγγλόφωνης κουλτούρας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κατάθλιψη δεν είναι αληθινή. Απλώς επιβεβαιώνει αυτό που η ψυχιατρική αναγνωρίζει ήδη: ότι η ψυχική υγεία έχει κρίσιμο κοινωνικό υπόβαθρο.
Η ευελιξία αυτή, όπως φαίνεται από την τιμωρητική χρήση της ψυχιατρικής, προσφέρεται και για κατάχρηση. Οι ριζοσπάστες ψυχίατροι της δεκαετίας του ’70 το πίστευαν αυτό, όταν επανεξέτασαν την έννοια του «φυσιολογικού», αναδεικνύοντας πώς χρησιμοποιείται για την επιτήρηση και τον αποκλεισμό. Έτσι κατέληξε η ομοφυλοφιλία να θεωρείται ψυχική ασθένεια στην έκδοση του DSM (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών) το 1952. Μια παθολογία δομημένη από και για τις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες.
Ωστόσο, αυτή η ευελιξία μπορεί να φέρει και θετικές αλλαγές, όταν η κοινωνία – εμείς, εσύ και εγώ – επανεξετάζει και μετατοπίζει αυτά τα όρια. Η ομοφυλοφιλία αφαιρέθηκε από το DSM το 1973, όχι λόγω νέας επιστημονικής γνώσης, αλλά λόγω του στοχευμένου ακτιβισμού και, πιο έμμεσα, μιας αργής κοινωνικής μεταστροφής προς την αποδοχή.
Ο Santhouse, στο βιβλίο του, αναρωτιέται πού βρίσκεται η ψυχιατρική σήμερα, σε μια εποχή όπου, όπως δηλώνει έξυπνα και ο τίτλος του, «δεν υπάρχει πια φυσιολογικό». Αν και η έννοια του φυσιολογικού ήταν πάντα ρευστή, ζούμε μια εποχή υπερδιάγνωσης, όπου οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας αναγκάζονται να παραχωρήσουν χώρο σε μια πληθώρα μέσων που μας επιτρέπουν – αν όχι μας ενθαρρύνουν – να κάνουμε μόνοι μας διαγνώσεις.
Αυτό δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα στιγμή: βλέπουμε καθαρά πώς η αντίληψή μας για την ψυχική υγεία διαμορφώνεται από την πολιτική της ταυτότητας και της ένταξης. Κι αν αυτό μας αναγκάζει να δούμε πιο καθαρά τη σύνδεση της ψυχικής υγείας με την κοινωνία, ίσως τελικά να μην είναι καθόλου κακό».