Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι ούτε το ασφαλιστικό, ούτε η ανεργία, ούτε τα ελληνοτουρκικά και οι ανατιμήσεις αλλά το δημογραφικό, καθώς οι επιπτώσεις του αντικατοπτρίζονται σε όλα τα παραπάνω αλλά και σε πολλές άλλες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πτυχές. Έως το έτος 2050, δηλαδή μέσα στα επόμενα 27 χρόνια, ο πληθυσμός της Ελλάδας είναι πολύ πιθανό να συρρικνωθεί δραστικά ακόμη και κατά 2,5 εκατομμύρια, με αποτέλεσμα να καταστούμε μια χώρα γερόντων σύμφωνα με μελέτη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που διενεργήθηκε από τον κ. Βύρων Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας και επιστημονικό υπεύθυνο του ερευνητικού προγράμματος του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».
Εκτός συνόρων αυξάνονται αλματωδώς οι γεννήσεις
Κι ενώ στη χώρα μας έχουμε αυτή τη δραματική εικόνα, σε παγκόσμιο επίπεδο συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, αφού βάσει μιας άλλης μελέτης του κ. Κοτζαμάνη που διενεργήθηκε με τη συνεπικουρία του κ. Γιώργου Κοντογιάννη, δρ. δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και μεταδιδακτορικού ερευνητή, ο πληθυσμός του πλανήτη αυξάνεται ταχύτατα, εγείροντας έντονους φόβους για υπερπληθυσμό. Ο πληθυσμός της Γης που ήταν μόνο 1 δισεκατομμύριο το 1800, ξεπέρασε το Νοέμβριο του 2022 τα 8 δισεκατομμύρια και θα συνεχίσει να αυξάνεται, φτάνοντας πιθανότατα τα 10 δισεκατομμύρια λίγο πριν τα τέλη του αιώνα μας σύμφωνα με το σενάριο προβολών που έχει πραγματοποιηθεί.
Σχεδόν 190.000 λιγότεροι Έλληνες μέσα σε δέκα χρόνια
Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά, ξεκινώντας από τα όσα συμβαίνουν και σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια θα συμβούν σύντομα στην Ελλάδα, εάν δεν παρθούν δραστικά μέτρα. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ που διενεργήθηκε το 2021 και τα αποτελέσματά της παρουσιάστηκαν μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο, ο νόμιμος πληθυσμός στην επικράτεια ανέρχεται σε 9.716.889 ανθρώπους έναντι 9.904.286 το 2011. Δηλαδή, έχουμε μια μείωση κατά 187.397 πολίτες (ήτοι -1,9%). Η πανεπιστημιακή έρευνα αναφέρει ότι «η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού όχι μόνο δεν θα ανακοπεί με ορίζοντα το 2050, αλλά οι ρυθμοί της αναμένεται να επιταχυνθούν. Ταυτόχρονα θα επιταχυνθεί και το φαινόμενο της «γήρανσης μέσα στη γήρανση», δηλαδή οι ηλικιωμένοι να ζουν ακόμη περισσότερα χρόνια. Θα αναρωτηθεί κάποιος εάν κάτι τέτοιο είναι κακό. Από μόνο του προφανώς και όχι, μακάρι να ζει ο κόσμος όσο γίνεται περισσότερα χρόνια, αλλά το ζήτημα είναι ότι δεν θα υπάρχει επαρκές εργατικό δυναμικό ηλικίας από 18 έως 65 ετών προκειμένου με τις εισφορές του να μπορεί να καλύπτει τις συντάξεις των γηραιότερων.
Από το κακό στο χειρότερο
Οι κ.κ. Κοτζαμάνης και Κοντογιάννης υποστηρίζουν πως «άμεση παρέμβαση στα πληθυσμιακά δρώμενα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της μετανάστευσης, και προς αυτή την κατεύθυνση η Πολιτεία καλείται να λάβει μέτρα για να ενισχύσει τον πληθυσμό της εργάσιμης ηλικίας και να ανακόψει τη γήρανση». Για την εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας με ορίζοντα το 2050, το εργαστήριο μελέτησε έξι διαφορετικά σενάρια. Βάσει όμως των αποτελεσμάτων, ανεξαρτήτως σεναρίων, η μείωση του μόνιμου πληθυσμού την επόμενη 35ετία αναμένεται να είναι συνεχής. Ο ρυθμός πτώσης του πληθυσμού διαφοροποιείται ανά σενάριο, όπως επίσης και η κατανομή του πληθυσμού ανά φύλο και ηλικία.
Όπως καταγράφεται στη μελέτη, στο τέλος της επόμενης εικοσαετίας, έως το 2035, ο πληθυσμός της χώρας θα κυμαίνεται μεταξύ 9,5 και 10,4 εκατομμύρια. Το 2015 ο πληθυσμός ήταν 10,9 εκατ.
Αυτό σημαίνει ότι ο πληθυσμός θα μειωθεί από 450.000 έως 1,4 εκατ. ανθρώπους σε απόλυτες τιμές σε σχέση με το 2015 (ποσοστιαία, η μείωση κυμαίνεται από 4,1% έως 12,4%). Οι εκτιμήσεις είναι ακόμη πιο δυσοίωνες με ορίζοντα το 2050. Έως τότε ο πληθυσμός στη χώρα αναμένεται να περιοριστεί από 8,3 έως 10 εκατομμύρια μόνιμους κατοίκους. Αυτό συνεπάγεται μείωση του πληθυσμού σε σχέση με το 2016, από 800.000 έως 2,5 εκατ. μόνιμους κατοίκους σε απόλυτους αριθμούς. Η ποσοστιαία μείωση του πληθυσμού κυμαίνεται από 7,3% έως 23,4%!
Η εξέλιξη του πληθυσμού στη μεταπολεμική περίοδο (1951 – 2015)
Ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο έχει αυξηθεί σημαντικά (7,6 εκατ. το 1951, 10,8 το 2015) και παράλληλα γηράσκει προοδευτικά (μέση ηλικία 30 έτη το 1951, 43,1 έτη στα τέλη του 2014, ήτοι αύξηση κατά 13,1 έτη, διάμεσος ηλικία αντίστοιχα 26 και 43,0 έτη, ήτοι + 17,0 έτη). Στην ίδια αυτή περίοδο, ο πληθυσμός μας:
1. Έχει περιορίσει τη γονιμότητα του και αυξήσει κατά περίπου 15 έτη τον μέσο προσδόκιμο χρόνο ζωής του στη γέννηση (εξ ου και η προοδευτική του γήρανση).
2. Έχει αστικοποιηθεί (80% του συνόλου κατοικεί πλέον σε αστικές περιοχές, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ενώ έχει συγκεντρωθεί σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας της χώρας με τη δημιουργία δύο μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης).
3. Από σχετικά «εθνικά ομοιογενής» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (οι μη έχοντες την ελληνική υπηκοότητα το 1951 ήταν λίγες χιλιάδες) συμπεριλαμβάνει σήμερα περίπου 1.000.000 αλλοδαπούς η τεράστια πλειοψηφία των οποίων προέρχεται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη μας (σημαντικό τμήμα των τελευταίων έχουν εισέλθει παρανόμως στη χώρα μας και δεν διαθέτουν άδεια παραμονής).
Οι καλές και οι κακές δεκαετίες
Ειδικότερα, εξετάζοντας τη μεταβολή του πληθυσμού ανά δεκαετείς περιόδους διαπιστώνουμε ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας γνώρισε τη μεγαλύτερή του αύξηση τις δεκαετίες 1951-1961 και 1971-1981 (+ 9,6%, +733.0 χιλ. και +9,9% και +874.0 χιλ. αντίστοιχα), ενώ την ασθενέστερη στις περιόδους 1961-1971, 1981-1991, 1991-2001 και 2001-2011.
Αν εξετάσουμε αναλυτικότερα πώς εξελίχθηκε ο πληθυσμός μας και οι βασικές δημογραφικές συνιστώσες που προσδιορίζουν το μέγεθος και την δομή του στη μεταπολεμική περίοδο, δυνάμεθα να διακρίνουμε σχηματικά τέσσερεις υποπεριόδους, άνισης χρονικής διάρκειας.
1949 – 1979
Η πρώτη περίοδος, η οποία έχει ως σημείο εκκίνησης το τέλος του Εμφυλίου (1949) και διαρκεί περίπου μία τριακονταετία, χαρακτηρίζεται από υψηλή μετανάστευση προς το εξωτερικό, έντονη κινητικότητα στο εσωτερικό (από την οποία επωφελείται, κυρίως η πρωτεύουσα και δευτερευόντως μόνον η Θεσσαλονίκη και οι άλλες μεγάλες πόλεις – πρωτεύουσες των νομών), καθώς και υψηλά θετικά φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις μείον θάνατοι) που οφείλονται, κυρίως, στο ότι οι γεννήσεις υπερκαλύπτουν τους θανάτους παρόλο που αυτοί αυξάνονται σταθερά κάθε χρονιά εξαιτίας της προοδευτικής γήρανσης, της αύξησης δηλαδή του ειδικού βάρους των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό (ενδεικτικά το 1951 οι γεννήσεις υπερέβαιναν τις 150 χιλ., οι δε θάνατοι ήταν λιγότεροι από 65 χιλ. ενώ το 1979 οι πρώτες ανέρχονται σε 148 χιλ. και οι δεύτεροι υπερβαίνουν τις 82 χιλ.). Η όποια αύξηση του πληθυσμού κατά την περίοδο αυτή (+ 2 εκατ.) οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο της περιόδου (έξοδοι μείον είσοδοι) υπερκαλύπτεται από το θετικότατο φυσικό της ισοζύγιο (γεννήσεις μείον θάνατοι).
1979 – 1990
Η δεύτερη περίοδος, είναι μικρότερης διάρκειας. Ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και διαρκεί έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Αυτή χαρακτηρίζεται από την ταχύτατη συρρίκνωση των γεννήσεων (148 χιλ. το 1979, 102 χιλ. το 1990), την απρόσκοπτη αύξηση των θανάτων (από 82 χιλ. στις 94.000), την ανακοπή της εξωτερικής μετανάστευσης και την επιστροφή ενός τμήματος των ατόμων που έφυγαν τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και την έντονη κινητικότητα στο εσωτερικό της χώρας (εσωτερική μετανάστευση). Η αύξηση του πληθυσμού την δεκαετία αυτή (+0,5 εκατομ.) οφείλεται, κυρίως, στο θετικό, αν και προοδευτικά συρρικνούμενο, ισοζύγιο γεννήσεων θανάτων και δευτερευόντως μόνον στο μεταναστευτικό ισοζύγιο (είσοδοι = έξοδοι) που από αρνητικό κατά την προηγούμενη περίοδο μεταβάλλεται πλέον σε θετικό.
1990 – 2010
Κατά την τρίτη περίοδο, που διαρκεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έως και τα τέλη της επόμενης δεκαετίας, η πτώση των γεννήσεων ανακόπτεται προσωρινά (οι γεννήσεις σταθεροποιούνται γύρω στις 100 χιλ. την δεκαετία του 1990 και αυξάνονται ελαφρώς την επόμενη οκταετία φθάνοντας τις 118 χιλ. την διετία 2008-2009), ενώ οι θάνατοι συνεχίζουν να αυξάνονται απρόσκοπτα, με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να αφήνει ένα μικρό μόνον θετικό πλεόνασμα στην περίοδο αυτή (λιγότερο από 80.000). Η εσωτερική μετανάστευση επιβραδύνεται (κατευθύνεται κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα) και ταυτόχρονα η χώρα μετατρέπεται σε χώρα εισροής αλλοδαπών: Ο αριθμός τους σχεδόν τετραπλασιάζεται ανάμεσα στο 1990 και το 2010, ενώ αλλάζει ριζικά και η σύνθεση του, καθώς το ειδικό βάρος των προερχόμενων από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας μειώνεται σημαντικά. Στη μαζική αυτή προσέλκυση αλλοδαπών αποδίδεται έτσι σχεδόν αποκλειστικά η αύξηση (+1,2 εκατ.) του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας την εικοσαετία αυτή.
2010 – σήμερα
Η τέταρτη περίοδος συμπίπτει με την τρέχουσα οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα και φθάνει έως το σήμερα. Βασικά της χαρακτηριστικά είναι μεταξύ άλλων η εκ νέου μείωση των γεννήσεων τους, η συνεχής αύξηση των θανάτων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού (με αποτέλεσμα την εμφάνιση πλέον αυξανόμενων αρνητικών φυσικών ισοζυγίων), και η ανατροπή των θετικών μεταναστευτικών ισοζυγίων (ως και της φοράς των εσωτερικών μετακινήσεων).
Ειδικότερα:
- Τμήμα των εγκατεστημένων τις δυο προηγούμενες δεκαετίες αλλοδαπών-οικονομικών μεταναστών επιστρέφει στη χώρα του.
- Συνεχίζεται η εισροή αλλοδαπών, οικονομικών μεταναστών και προσφύγων από τις ευρισκόμενες σε κρίση λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη στη χώρα μας, που αποτελεί μια από τις κύριες πύλες εισόδου στην ΕΕ των ομάδων αυτών.
- Ένα νέο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων προς το εξωτερικό αναδύεται με έντονη συμμετοχή σε αυτό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως και ατόμων με κάποια μεταναστευτική – άμεση η έμμεση- εμπειρία (δεύτερη ή τρίτη γενεά μελών νοικοκυριών, νοικοκυριών που είχαν μεταναστεύσει στο παρελθόν σε κάποια ευρωπαϊκή συνήθως χώρας και επέστρεψαν τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ελλάδα).
- Ανακόπτεται σχεδόν πλήρως η τάση μετακίνησης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και αναδύεται δειλά μια τάση επιστροφής των εσωτερικών, κυρίως, μεταναστών των προηγούμενων δεκαετιών στις περιοχές καταγωγής τους. Ο πληθυσμός της Ελλάδας την περίοδο αυτή έχει αρχίσει πλέον να μειώνεται εξαιτίας του αρνητικού πρόσημου τόσο του φυσικού όσο και του μεταναστευτικού ισοζυγίου.
Θα φθάσουμε τα 10 δισεκατομμύρια παγκοσμίως πριν το 2100
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ο παγκόσμιος πληθυσμός της Γης αυτή τη στιγμή είναι 7,88 δισεκατομμύρια και θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια, φθάνοντας κατά πάσα πιθανότητα τα 10 δισεκατομμύρια πριν το έτος 2100. Βέβαια θα πρέπει να τονιστεί πως ναι μεν θα αυξάνεται, αλλά με μικρότερο ρυθμό.
Συγκεκριμένα ο ρυθμός αύξησής του, που έφθασε στο μέγιστο (πάνω από 2% ετησίως) πριν από 60 χρόνια, μειώθηκε στο μισό (0,9%) το 2022 και θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι την πιθανή σταθεροποίησή του στα τέλη του αιώνα μας, σύμφωνα πάντοτε με το «ενδιάμεσο» σενάριο του ΟΗΕ.
Από την Υποσαχάρια Αφρική θα έρθει η αύξηση
Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού θα προέλθει κυρίως από την Αφρική – και ειδικότερα από την Υποσαχάρια. Η συγκεκριμένη ήπειρος διαθέτει ακόμη έναν πολύ νεανικό πληθυσμό με διάμεσο ηλικία τα 18,6 έτη, (μάλιστα στην Υποσαχάρια είναι 17,6) έναντι 41,7 ετών στην Ευρώπη). Η διάμεση δε αυτή ηλικία αναμένεται το 2050 να είναι τα 23,9 έτη στην Αφρική έναντι 47,3 ετών στην Ευρώπη. Η «γηραιά ήπειρος» δηλαδή, που απέκτησε τον συγκεκριμένο χαρακτηριστικό εξαιτίας των ιστορικών στοιχείων που μαρτυρούν την ύπαρξη ανθρώπινης παρουσίας και πολιτισμών από τα πολύ παλιά χρόνια, θα μετατραπεί σε γηραιά και από άποψη ηλικίας του πληθυσμού της. Ο ΟΗΕ υποστηρίζει ότι από 746 εκατομμύρια που ήταν ο πληθυσμός της Ευρώπης το 2021, θα αγγίζει μόλις τα 704 εκατομμύρια το 2050. Έτσι, ενώ το 1950 αποτελούσε το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού, σήμερα αποτελεί το 9,5%, και να προβλέπεται ότι θα συρρικνωθεί στο 7,3% το 2050 (αυτός δε της Ελλάδας από 1,41% του ευρωπαϊκού πληθυσμού το 2021 θα αποτελεί πιθανότατα το 1,3% αντίστοιχα το 2050).
Η Ινδία μπορεί να έχει ήδη ξεπεράσει την Κίνα
Τι συμβαίνει όμως με την Κίνα, την αχανή χώρα με τον περισσότερο πληθυσμό στον πλανήτη; Στις 17 Ιανουαρίου, η Εθνική Στατιστική Αρχή της Κίνας ανακοίνωσε ότι ο πληθυσμός της το 2022 μειώθηκε περίπου κατά 850.000 άτομα (από τα 1,4126 δις τέλη του 2021 στα 1,41175 δις τέλη του 2022). Παράλληλα αναλυτές στα κρατικά μέσα ενημέρωσης της περιοχής τονίζουν πως ενδέχεται η Ινδία να είναι ήδη πρώτη σε πληθυσμό παγκοσμίως (επισήμως το 2021 ήταν 1,408 δισεκατομμύρια). Οι εκτιμήσεις αναφέρουν τέλος ότι έως το έτος 2050 η Λαϊκή Δημοκρατία θα έχει πληθυσμό περίπου 1,313 δις και μπορεί ακόμη χαμηλότερα εάν πέσει κι άλλο η γονιμότητα.