Το ζήτημα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και της συμβολής τους σε ένα πιο καθαρό περιβάλλον απασχολεί εδώ και κάποιες δεκαετίες τη διεθνή κοινή γνώμη.
Οι «παραδοσιακές» πηγές ενέργειας έχουν κορεστεί και επιπροσθέτως έχουν αφήσει «βαρύ αποτύπωμα» στον πλανήτη και οι κυβερνήσεις των χωρών αναζητούν λύσεις ώστε να αναστραφεί η αρνητική πορεία της κλιματικής αλλαγής.
Στην ολοένα εντεινόμενη προσπάθεια απεξάρτησης των οικονομιών από πηγές όπως ο λιγνίτης, προτεραιότητα αποτελεί η χρήση των ΑΠΕ και ειδικότερα της αιολικής ενέργειας.
Ωστόσο υπάρχουν μύθοι και θεωρίες συνωμοσίας που συνοδεύουν αυτές τις προσπάθειες σε όλες τις εκφάνσεις τους. Μάλιστα αρκετές από αυτές αφορούν την τεχνολογία που χρησιμοποιείται για να παραχθεί ενέργεια από τον άνεμο αλλά και το κόστος που έχει αυτή.
Μύθος 3: «Οι ανεμογεννήτριες αυξάνουν το συνολικό κόστος για τον καταναλωτή»
Στο επιχείρημα ότι οι ανεμογεννήτριες αυξάνουν το συνολικό κόστος για τον καταναλωτή έρχεται να απαντήσει μελέτη της ΕΛΕΤΑΕΝ (Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας), η οποία το αντικρούει αντιπαραβάλλοντας τη δική της διάσταση, που προκύπτει μέσα από τα στοιχεία που παραθέτει.
Όπως αναφέρει στο έντυπό της η ΕΛΕΤΑΕΝ, η μετάβαση σε ένα πιο καθαρό ενεργειακό σύστημα με πολλή αιολική ενέργεια και γενικά ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όχι μόνο δεν επιβαρύνει τον καταναλωτή αλλά λειτουργεί προς όφελός του.
Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι αν και οι ανεμογεννήτριες παράγουν φθηνό ηλεκτρισμό, τελικά αυξάνουν το συνολικό κόστος για τον καταναλωτή, επειδή δεν έχουν σταθερή παραγωγή και επειδή απαιτούν νέα δίκτυα.
Το «κρυφό» κόστος των ορυκτών καυσίμων για τους καταναλωτές
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, σύμφωνα πάντα με την ΕΛΕΤΑΕΝ, η προσκόλληση σε ορυκτά καύσιμα, και ειδικά στον λιγνίτη και το πετρέλαιο, αυξάνει το κόστος για τον καταναλωτή.
Συγκεκριμένα από τον Ιανουάριο 2016 έως τον Ιούνιο 2019, οι συνολικές ζημίες από λιγνιτικές μονάδες στην Ελλάδα ήταν 683 εκατ. ευρώ. Αυτό το κρυφό κόστος το πλήρωσαν οι καταναλωτές. Αν οι λιγνιτικές μονάδες παρέμεναν σε λειτουργία για τα επόμενα 3,5 χρόνια (7/2019- 12/2022), οι πρόσθετες συνολικές ζημιές θα ήταν 1,3 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η ηλεκτροπαραγωγή στα ελληνικά νησιά εξαρτάται από το πετρέλαιο προκαλεί πρόσθετο κόστος 700 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Το κόστος αυτό το καταβάλλουν όλοι οι καταναλωτές της χώρας μέσω των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), ώστε οι κάτοικοι των νησιών να μην επιβαρύνονται υπέρμετρα και να πληρώνουν το ίδιο τιμολόγιο ηλεκτρισμού με τους κατοίκους στο διασυνδεδεμένο σύστημα.
Οι ΑΠΕ μειώνουν το κόστος για τον καταναλωτή
Στην πραγματικότητα, λέει η ΕΛΕΤΑΕΝ, η μετάβαση σε ένα πιο καθαρό ενεργειακό σύστημα με πολλές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν επιβαρύνει τον καταναλωτή.
Σύμφωνα με στοιχεία, κατά τη δεκαετία 2020-2030, το μερίδιο των αιολικών και φωτοβολταϊκών στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή προβλέπεται ότι θα υπερδιπλασιαστεί από 22,6% σε 50,7%. Ταυτόχρονα το συνολικό μερίδιο πετρελαίου και λιγνίτη αναμένεται να μειωθεί από 22,4% σε 1,5%.
Προκειμένου να επιτευχθεί όμως ο συγκεκριμένος στόχος, ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός προβλέπει ότι θα απαιτηθούν πολλές επενδύσεις σε νέους σταθμούς ΑΠΕ και φυσικού αερίου, σε μονάδες αποθήκευσης και σε διασυνδέσεις, κυρίως για τα νησιά και για διεθνείς διασυνδέσεις.
Αυτή η μεγάλη αύξηση αύξηση στην παραγωγή ενέργειας από τον άνεμο και άλλες ΑΠΕ γενικότερα θα οδηγήσει, όπως προβλέπεται, σε μείωση του συνολικού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές από 129 €/MWh σε 126 €/MWh. Επιπροσθέτως στο κόστος αυτό συμπεριλαμβάνεται και το κόστος κατασκευής και συντήρησης των δικτύων, καθώς και όλες οι αναγκαίες επενδύσεις για ένα ασφαλές και αξιόπιστο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής.
Μύθος 1ος: Δεν συγκρίνεται η απόδοση των ανεμογεννητριών με την απόδοση των θερμοηλεκτρικών σταθμών