Έναν επίδοξο καλλιτέχνη που η έλλειψη της επιτυχίας τον μετατρέπει σε θεωρητικό τέχνης , θα υποδυθεί ο Χρήστος Λούλης ,στη νέα ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Η κόρη του Ρέμπραντ».
Συνέντευξη στη Νίκη Παπάζογλου
Βίντεο: Γιάννης Κέμμος
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, σκηνοθέτης επιτυχιών που αγαπήθηκαν και βραβεύτηκαν διεθνώς όπως «Αυτή η νύχτα μένει», «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» κ.ά. επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη αυτή τη φορά με μια κωμωδία μυστηρίου.
Η ελίτ του ελληνικού θεάτρου ενσαρκώνει την αφρόκρεμα μιας κοινωνίας με φθαρμένες ανθρώπινες σχέσεις όπου το λογικό εμπλέκεται ή καμιά φορά αντικαθίσταται από το παράλογο με αποτέλεσμα να καταντά κωμικό.
Το newsbeast.gr βρέθηκε στα γυρίσματα της ταινίας και συνομίλησε με το Χρήστο Λούλη για τη συμμετοχή του στην ταινία την οποία θα απολαύσουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες τον ερχόμενο χειμώνα.
– «Η κόρη του Ρέμπραντ» μια ταινία μυστηρίου. Ο δικός σας ρόλος είναι «μυστηριακός»;
Η κόρη του Ρέμπραντ ναι… μπορώ να το λέω ώρες γιατί αυτό που παραμένει μυστήριο είναι το σενάριο… Θα το χαρακτήριζα μια πολύ καλά μελετημένη θολούρα. Το ανέκδοτο μεταξύ μας είναι «Τι λένε; Τι εννοεί εδώ;». Το έργο είναι ολοκληρωμένο στο μυαλό του Νίκου αλλά δεν μας έχει ανακοινωθεί. Όσο για τον ρόλο μου, υποδύομαι έναν τύπο περίεργο και μυστηριώδη. Είμαι επίδοξος καλλιτέχνης, γόνος εύπορης οικογένειας. Για την ακρίβεια είμαι ζωγράφος αλλά όχι πάρα πολύ πετυχημένος. Είμαι η περίπτωση του ανθρώπου που επειδή θέλει να γίνει καλλιτέχνης αλλά επί της ουσίας δεν μπορεί μετατρέπεται συνήθως σε θεωρητικό της τέχνης.
– Κάποιοι στο έργο ψάχνουν έναν πίνακα, είστε κι εσείς ένας από αυτούς;
Εγώ παρευρίσκομαι στη δεξίωση χωρίς να ξέρω το λόγο. Ο καθηγητής μου από την Ιταλία, τον οποίο υποδύεται ο Λάκης ο Λαζόπουλος, με ενημέρωσε πως σε αυτό το σπίτι υπάρχει μια πολύ ωραία συλλογή κι εγώ ήρθα να την δω. Τον ιδιοκτήτη δεν τον γνωρίζω, παρόλα αυτά έρχομαι, γιατί μαθαίνω πως στο σπίτι υπάρχει ένας άγνωστος πίνακας του Ρέμπραντ. Ερχόμενος ανακαλύπτω πως γύρω από αυτόν οργανώνεται μια συνομωσία, να τον δούμε να τον εκτιμήσουμε , να τον πλειοδοτήσουμε, αλλά όλα αυτά συγκαλυμμένα από ένα θολό πέπλο. Όπως άλλωστε συμβαίνει στον κόσμο της τέχνης και των γκαλερί όπου όλα είναι λίγο θολά. Κατά διαστήματα έχουν ακουστεί περιπτώσεις που γκαλερίστες εκτίμησαν πολύ λιγότερο ένα πίνακα και στη συνέχεια πουλώντας τον κέρδισαν εκατομμύρια.
– Ποια τα διακριτικά χαρακτηριστικά της αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας έτσι όπως παρουσιάζεται στην ταινία;
Ουσιαστικά αναπαρίσταται μια μαφία της αφρόκρεμας, μια απατεωνιά της υψηλής κοινωνίας. Είναι δε κάπως σαν πυροβολημένοι όλοι, μπροστά τους μπορεί να γίνει το πιο περίεργο πράγμα και να αδιαφορήσουν ενώ κάτι απλό να κερδίσει την προσοχή τους για ώρα. Αυτά ίσως ακούγονται λιγάκι μπερδεμένα αλλά κι εγώ λειτουργώ λιγάκι ως θεατής. Στην ουσία κι ο θεατής δεν χρειάζεται απαραίτητα να καταλάβει κάτι.
– Παρά το μυστήριο η ταινία είναι κωμωδία;
Ναι, είναι κωμωδία αλλά το βασικό της στοιχείο είναι πως προσπαθεί να μας κάνει να γελάσουμε περισσότερο με τον εαυτό μας, πράγμα αρκετά δύσκολο. Είναι εύκολο να κάνουμε μια κωμωδία για να γελάσει ο κόσμος απλόχερα, κυνηγώντας το εύκολο αστείο, το ευανάγνωστο. Νομίζω όμως πως ο Παναγιωτόπουλος είναι άλλου είδους άνθρωπος. Του αρέσει η κωμωδία, αλλά η ωραία κωμωδία! Άλλωστε η ωραία κωμωδία είναι αυτή που απέχει από την τραγωδία ελάχιστα, είναι αυτή που κινδυνεύει να μας βυθίσει σε κάτι πολύ βαθύ. Επειδή αυτό το βαθύ εμείς οι άνθρωποι δεν το αντέχουμε, έρχεται η κωμωδία για να μας αποδείξει πως δεν είναι και τίποτα ιδιαίτερο, μας γυρνάει ανάποδα και μας χώνει μέσα.
Είναι άλλωστε ωραίο να βλέπεις τον Λάκη Λαζόπουλο ή τον Γιάννη Μπέζο, για τους οποίους έχουμε μια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μας από την μέχρι τώρα πορεία τους σε θέατρο τηλεόραση και κινηματογράφο να παίζουν στην προκειμένη ένα είδος κωμωδίας, δεν θα το έλεγα πιο έξυπνης, αλλά πιο πονηρής. Και το ιδιαίτερο είναι πως η ίδια η κωμωδία σκοντάφτει και ξαφνικά εκεί που νομίζει πως είναι πονηρή γίνεται χαζή. Μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτή η ταινία γιατί δεν μπορώ να την εξηγήσω…
– Κάπως έτσι ανεξήγητη θα χαρακτηρίζατε και την πραγματικότητά μας σήμερα;
Ναι κάπως έτσι. Υπάρχει αντιστοιχία με την πραγματικότητα αφού όταν κατονομάζουμε τα πράγματα στην ουσία τα αδικούμε. Το όνομα στενεύει λιγάκι το κάθε τι. Αν θες να δεις το πράγμα στην ολότητά του μπερδεύεσαι, οπότε μπορείς να μπεις μέσα να το ζήσεις κι όπου θέλει ας βγει…
– Η αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας υπάρχει στην Ελλάδα του σήμερα;
Δεν την συναναστρέφομαι αλλά φαντάζομαι ότι υπάρχει. Σε συνεστιάσεις με πρέσβεις, με οικονομικούς παράγοντες και με φιλότεχνους όπου κανείς δεν γνωρίζει πως βγάζουν τα λεφτά τους αλλά παρόλα αυτά παρουσιάζονται φιλότεχνοι και φιλεύσπλαχνοι… Φαντάζομαι ότι υπάρχει για να το λένε όλοι.
– Θέατρο ή κινηματογράφος;
Δεν προτιμώ κάτι, το καθένα έχει τη δική του ομορφιά. Επειδή έχω κάνει πάρα πολύ θέατρο και λιγότερο σινεμά, αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στη φάση που θέλω να κάνω περισσότερο σινεμά. Μ’ αρέσει, μου λείπει και θέλω να κάνω. Το θέατρο είναι εκεί, το έχω χορτάσει, δεν θα το σταματήσω βέβαια ποτέ.
– Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό σινεμά έχει σημειώσει πρόοδο κατά την γνώμη σας;
Στον ελληνικό κινηματογράφο πάνε καλά κάποιοι, όχι όλοι. Αυτοί που έχουν κατορθώσει να έχουν ένα πιο ευρύ διάλογο με αυτό που συμβαίνει γενικότερα έξω. Αυτοί που καταγράφουν μια διανοητική άποψη των πραγμάτων και ταυτόχρονα διατηρούν κάτι από την ελληνική τους ταυτότητα, όχι με την έννοια του πατριωτικού και του φολκλορικού αλλά σχετίζοντάς το με την πραγματικότητα που βιώνει η Ελλάδα σε κάθε εποχή, όχι μόνο μέσα στην κρίση. Η Ελλάδα έχει ένα χρώμα στο μυαλό της, ένα σχήμα, όπως θέλεις πες το. Αυτοί οι άνθρωποι που πάνε καλά, είναι αυτοί που έχουν πολύ καλή σχέση με αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία μας, την ελληνική συγκεκριμένα και που το επικοινωνούν με όρους παγκόσμιους. Για μένα αυτός είναι και ο ορισμός του Έλληνα κοσμοπολίτη, δεν παύει ποτέ να είναι Έλληνας αλλά ταυτόχρονα έχει αναφορά σε όλο τον κόσμο. Μέχρι τώρα το 50% του κινηματογράφου μας είναι αυτοαναφορικό.
Επισκεφθείτε την επίσημη σελίδα της ταινίας στο facebook