Έναν Ιταλό κριτικό έργων τέχνης, μέλος μιας υψηλής κοινωνίας που έχει κλέψει τη χώρα, ενσαρκώνει αυτή τη φορά ο Λάκης Λαζόπουλος στην νέα κωμωδία μυστηρίου του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Η κόρη του Ρέμπραντ».
Συνέντευξη στη Νίκη Παπάζογλου
«Η νέα ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι ένα νέο είδος κωμωδίας διαφορετικό από αυτό που έχω μέχρι τώρα υπηρετήσει. Αναπαριστά την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας, την αφρόκρεμα που περιλαμβάνει και αυτούς τους τόσο μικρούς που κυβερνάνε που δεν θέλουν να επιτρέψουν στον Έλληνα να ξεπεράσει το ταβάνι της μικρότητάς τους».
Μια κωμωδία μυστηρίου που φωτογραφίζει την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας με πρωταγωνιστές την «ελίτ» της ελληνικής σκηνής είναι το νέο δημιούργημα του βραβευμένου σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου. Στη δεξίωση ενός συλλέκτη έργων τέχνης, σε μια πολυτελή βίλα στο Λαγονήσι, εξελίσσεται όλο το έργο. Σ’ αυτή τη δεξίωση βρέθηκε και ο φακός του newsbeast.gr για να παρακολουθήσει τα γυρίσματα της νέας ταινίας. Ένας εκ των πρωταγωνιστών, ο Λάκης Λαζόπουλος. Ο άνθρωπος που σατιρίζει στη δική μας γλώσσα την ελληνική πραγματικότητα πολλά χρόνια τώρα μέσα από τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, που περιοδεύει σε όλο τον κόσμο «ζητώντας συγγνώμη γιατί είναι έλληνας» ανασταίνοντας ταυτόχρονα την τσαλακωμένη στα μάτια των ξένων εικόνα των ελλήνων, μιλά για τη δική του συμμετοχή στην ταινία, για το ρόλο που παίζει στη ζωή του η κωμωδία, για το «ταβάνι στο οποίο πάντα σκοντάφτει ο Έλληνας» αλλά και για το μεγαλείο των απλών και την μικρότητα των διοικούντων της χώρας.
Τον πρωτοσυναντήσαμε στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους», έκτοτε τον απολαύσαμε σε πολλές κινηματογραφικές παραγωγές και σε άλλα τόσα θεατρικά έργα, μερικά εκ των οποίων σκηνοθέτησε, ενώ τα τελευταία χρόνια συνεχίζει να μας διασκεδάζει μέσα από την μικρή οθόνη απευθύνοντας τους προβληματισμούς του στην οικεία πια σε όλους μας «Κυρία μου»… Ο Λάκης Λαζόπουλος, ένας οξυδερκής Λαρισαίος που παρατηρεί, σχολιάζει και καταγράφει την πραγματικότητα γύρω του, πειραματίζεται αυτή τη φορά με ένα νέο είδος κωμωδίας διαφορετικό από το πηγαίο και καυστικό που μέχρι στιγμής τον έχουμε συνηθίσει.
– «Η κόρη του Ρέμπραντ» είναι ο τίτλος της νέας ταινίας του Νίκου Παπαγιωτόπουλου. Τι συμβαίνει στην ταινία και ποιος είναι ο ρόλος που εσείς ενσαρκώνετε;
Εγώ έχω το ρόλο ενός Ιταλού κριτικού τέχνης, ο οποίος είναι εκείνος που έρχεται να ανακαλύψει τον πίνακα που αναφέρεται στον τίτλο της ταινίας, μέσα σε αυτή τη δεξίωση, σε αυτό το υπερπολυτελές σπίτι. Κινούμαι δε, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας όπως και οι υπόλοιποι, σαν να ψάχνουμε κάτι, σαν να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε κάτι κρυμμένο. Αυτός είναι ο δικός μου ρόλος, αλλά όλη η αίσθηση της ταινίας είναι παρόμοια, διαπνέεται από ένα μυστήριο. Η ιστορία εξελίσσεται μια νύχτα κατά την διάρκεια μιας δεξίωσης στο σπίτι ενός συλλέκτη ο οποίος φημολογείται πως έχει στην κατοχή του ένα πίνακα του διάσημου ολλανδού ζωγράφου Ρέμπραντ. Η αίσθηση της νύχτας και της μυστικής αυτής ατμόσφαιρας μαρτυρά εν μέρει και το στυλ παιξίματος που επιθυμεί ο σκηνοθέτης μας, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος.
– Για άλλη μια φορά συμμετέχετε σε κωμωδία. Είναι η κωμωδία το είδος που σας ταιριάζει περισσότερο;
Κωμωδία θα λέγεται όταν το δει ο κόσμος και γελάσει. Εμείς και ο σκηνοθέτης κωμωδία το λέμε σίγουρα, αλλά μια διαφορετική κωμωδία, με χιούμορ πιο υπόγειο, το οποίο αποτυπώνεται με πολύ μικρές κινήσεις. Αυτού του είδους η κωμωδία παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, είναι μια διαφορετική σχολή, ένας άλλος τρόπος παιξίματος, μιας δεν απαιτεί να παίζεις αυτό που είναι εμφανές αλλά αυτό που συμβαίνει μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κι αυτό το είδος της κωμωδίας δεν είναι κάτι εύκολο. Έχουμε βέβαια έναν πολύ καλό σκηνοθέτη που ξέρει και μπορεί να το φέρει εις πέρας.
Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, ναι η κωμωδία είναι το στοιχείο μου, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσα να πω ότι αυτό το είδος κωμωδίας που παίζω στην συγκεκριμένη ταινία είναι κάτι το οποίο έχω υπηρετήσει στο παρελθόν. Πάντα βέβαια προσπαθώ να παίξω είδη κωμωδίας τα οποία μέχρι τώρα δεν έχει δει ο κόσμος από εμένα, όχι μόνο στον κινηματογράφο και στο θέατρο.
– Εκτός από τον κ. Παναγιωτόπουλο, έναν σκηνοθέτη βραβευμένο με ήδη 16 επιτυχημένες ταινίες στο ενεργητικό του, στην ταινία πρωταγωνιστούν πολλοί και καλοί ηθοποιοί. Θεωρείτε πως και τα δύο συντελούν στην επιτυχία μιας κινηματογραφικής παραγωγής;
Κατά τη γνώμη μου η ταινία είναι ο σκηνοθέτης περισσότερο και λιγότερο οι ηθοποιοί. Το σενάριο παίζει εξίσου μεγάλο ρόλο αλλά είναι πολλές οι φορές όπου ένας καλός σκηνοθέτης, μπορεί να νικήσει ακόμα κι ένα μέτριο σενάριο. Αντιστρόφως πολύ καλά σενάρια ενδέχεται να μην υπηρετηθούν καλά από έναν σκηνοθέτη και το αποτέλεσμα να μην είναι το αναμενόμενο. Ο σκηνοθέτης άλλωστε είναι εκείνος που μπορεί να δει κάτι, μια πτυχή, που δεν έχει δει κανένας από τους ηθοποιούς. Στην κωμωδία άλλωστε υπάρχουν δυο τρόποι να παίζεις. Ο ένας είναι να ξέρεις εμφανώς την «κωμωδία», να γνωρίζεις δηλαδή ποιό είναι το αστείο και πως θα το υπηρετήσεις και ο άλλος είναι να υπηρετείς τυφλά έναν σκηνοθέτη, ο οποίος θέλει να σε χρησιμοποιήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο σε αυτό που έχει στο μυαλό του. Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορείς και δεν πρέπει να βάλεις την προσωπική σου άποψη.
– «Η κόρη του Ρέμπραντ» είναι ένα αλληγορικό έργο;
Εμένα τα έργα τα αλληγορικά δεν μ’ αρέσουν. Παράλληλα αυτό το ίδιο που ζούμε, η ζωή μας, έχει από μόνη της μια αλληγορία. Οι κινήσεις που κάνουμε, ενώ είναι πραγματικές, κάποιες φορές κάτι σημαίνουν ή σηματοδοτούν, εφόσον έρχονται να ακουμπήσουν σε κάποια διεκπεραίωση συναισθημάτων χρόνων. Αν και τις περισσότερες φορές νομίζουμε πως η πραγματικότητα δεν περιλαμβάνει αλληγορία, κάνουμε λάθος. Το συγκεκριμένο έργο βέβαια δεν είναι με αυτή την έννοια αλληγορικό. Η ταινία έχει μια πραγματική υπόθεση, ο τρόπος όμως που είναι γυρισμένη, σε κάνει να αναρωτιέσαι για κάποια πράγματα, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν αυτές που χαρακτηρίζουμε συμβολικές, αλληγορικές ταινίες.
– Στην ταινία, σε αυτή τη δεξίωση που παραθέτει ο συλλέκτης έργων τέχνης παρίσταται όλη η αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας. Στην πραγματική κοινωνία θεωρείτε πως υπήρξε στο παρελθόν ή υπάρχει ακόμα και σήμερα αφρόκρεμα και αν ναι ποια είναι αυτή;
Δεν ξέρω ποια είναι. Σήμερα δεν ξέρουμε ποια είναι η κρέμα και ποιος είναι ο αφρός της… Στην Ελλάδα υπήρξε πολύ «δήθεν»! Δεν ξέρω αν υπήρξε και τι εννοείται με την λέξη «αφρόκρεμα». Φαντάζομαι ότι εννοούνται όλοι αυτοί που έχουν κλέψει, οι πολιτικούς που βρίσκονται με όλους αυτούς που έχουν συγκλέψει σε όλες αυτές τις δεξιώσεις…. Αυτή η αφρόκρεμα που έχει κλέψει υπήρξε, υπάρχει και συνεχίζει να κυβερνάει και να πείθει στην Ελλάδα.
– Έχετε παίξει και στο θέατρο και στον κινηματογράφο και έχετε συνεχή παρουσία και στην τηλεόραση. Ποιό από τα τρία μέσα προτιμάτε;
Θέατρο πάντα. Η τηλεόραση ομολογουμένως έχει επίσης την γοητεία της. Άλλωστε θα ήταν άτοπο μετά από είκοσι χρόνια που έχω κάνει παράλληλα με το θέατρο και τηλεόραση να ισχυριστώ πως η τηλεόραση δεν μ’ αρέσει ενώ συνεχίζω να την υπηρετώ μέχρι σήμερα. Το διαφορετικό που προσφέρει η τηλεόραση και μ’ αρέσει, είναι η αμεσότητας του συγκεκριμένου μέσου. Μέσα από αυτή μπορώ να παίζω σε ένα χωριό, σε ένα σπίτι, του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν έχει την δυνατότητα να έρθει να με δει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Μου δίνει την δυνατότητα να τον κάνω χαρούμενο κι αυτή είναι μεγάλη ικανοποίηση για τον κάθε ηθοποιό αλλά και για τον κάθε άνθρωπο νομίζω.
-Το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» θα συνεχιστεί;
Ελπίζω να συνεχιστεί.
– Ο ελληνικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια ξανακάνει σπουδαία βήματα, μερικά εξ αυτών οδηγούν και σε διεθνείς βραβεύσεις. Πως κρίνετε αυτά τα βήματα και τον ελληνικό κινηματογράφο γενικότερα; Θεωρείτε πως υπάρχει συνταγή της επιτυχίας στη μεγάλη οθόνη;
Εγώ δεν μπορώ να ισχυριστώ πως υπάρχει. Όσο για τα τελευταία χρόνια, ο κινηματογράφος έχει κάνει βήματα και μάλιστα ωραία και μεγάλα βήματα. Και δεν εννοώ μόνο με τον Λάνθιμο, με τον οποίο είχα άλλωστε πρωτοσυνεργαστεί και στην ταινία “Ο καλύτερός μου φίλος” και τον θεωρώ εξαιρετικό σκηνοθέτη και του εύχομαι πάντα ό,τι καλύτερο. Έχουμε πολλούς ικανούς σκηνοθέτες στην Ελλάδα. Η ταινία του Σμαραγδή ήταν εξαιρετική και η ταινία του Βούλγαρη επίσης. Έχουμε καλό κινηματογράφο. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι κανείς δεν ασχολείται σοβαρά με τον πολιτισμό και το τι μπορεί να γίνει στην πραγματικότητα.
– Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η αιτία που κανείς δεν ασχολείται σοβαρά με τον πολιτισμό;
Γι’ αυτό φταίνε σίγουρα οι ατυχείς πολιτικές επιλογές, το γεγονός πως δεν υπάρχουν χρήματα να δοθούν στον ελληνικό κινηματογράφο αλλά και το γεγονός πως ακόμα κι αν υπήρξαν ή υπάρξουν δεν ξέρουμε πώς να τα χρησιμοποιήσουμε για να κινήσουμε τον πολιτισμό. Δεν υπάρχει ουσία. Αυτή τη στιγμή, είμαστε μια χώρα που έχει εξαιρετικούς ηθοποιούς, εξαιρετικούς σκηνοθέτες, μυαλά που θα μπορούσαν να γράψουν σενάρια και θα μπορούσαν να προχωρήσουν τη χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά ταυτόχρονα υπάρχει μια μίζερη πολιτική αντίληψη που δεν αφήνει τα πράγματα να βελτιωθούν. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός πως έχουν υπάρξει και φωτεινοί άνθρωποι στο τιμόνι του Υπουργείου Πολιτισμού όπως ήταν η Μελίνα Μερκούρη και ο Θάνος Μικρούτσικος. Το πρόβλημα είναι πως η Ελλάδα έχει ένα «ταβάνι» πάντα.
– Θεωρείτε πως αυτό το ταβάνι θα μπορέσουμε κάποτε να το υπερβούμε ως λαός;
Οι έλληνες από μόνοι τους το πηδάν το ταβάνι, αλλά επειδή είναι πολύ χαμηλοί αυτοί που κυβερνάνε, πολύ κοντοί άνθρωποι, δεν θα επιτρέψουν σε κανένα να περάσει το ταβάνι της μικρότητάς τους, δεν θα τους αφήσουν! Όταν ένας λαός έχει διαποτιστεί από την ιδέα να παραμένει στο ύψος που του όρισαν, παραμένει πάντα εκεί.
– Αυτοί οι χαμηλοί που κυβερνάνε και βάζουν τα όρια που λέτε όμως, δεν είναι εκλεγμένοι από τους ίδιους τους Έλληνες, τι φταίει και κάνουμε τη λάθος επιλογή που στο τέλος μας κοστίζει;
Ασφαλώς υπάρχει ένα θέμα στους ανθρώπους, αλλά δεν νομίζω ότι ούτε τα νέα παιδιά, ούτε εμείς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, είχαμε αυτές τις προθέσεις. Όπως αποδεικνύεται, όσοι και να δραπετεύσουν από την φυλακή, το μεγάλο ποσοστό παραμένει φυλακισμένο. Το ζητούμενο στην Ελλάδα είναι ότι πρέπει να δραπετεύσεις, είναι ότι πρέπει να επιβιώσεις, δεν είναι απλά να ζήσεις. Αναλογιστείτε πως όποιος τολμάει να ζήσει, κατηγορείται συνέχεια «γιατί το ένα, γιατί το άλλο». Να σας φέρω ένα παράδειγμα, χωρίς να αναφέρομαι στον εαυτό μου επ’ ουδενί. Μόλις ένας Έλληνας κάνει μια επιτυχία στο εξωτερικό θα του την αναγνωρίσουν, σε αντίθεση με αυτή τη μικροπρέπεια που βγάζουν εδώ στην Ελλάδα κάποιοι. Και με το «κάποιοι» δεν εννοώ τον κόσμο. Η πλειονότητα του κόσμου διαθέτει μεγάλη γενναιοδωρία και χάρη σε αυτή τη γενναιοδωρία συνεχίζουμε εμείς οι καλλιτέχνες να κάνουμε αυτό που κάνουμε. Άλλωστε οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο, αυτοί κρατάνε, σε αυτούς απευθύνεται ο καλλιτέχνης. Μ’ αυτούς συνομιλείς, αυτοί έχουν να σου πούνε ό,τι έχουν να σου πούνε… υπάρχει πάντα ένας ανοιχτός λογαριασμός του καλλιτέχνη απευθείας με τον κόσμο, ευτυχώς!
Επισκεφθείτε την επίσημη σελίδα της ταινίας στο facebook