«Αισθάνομαι ότι απαράσκευος δεν είμαι εις όσα με ερωτάτε. Πράγματι έτυχε προ ημερών ν’ ανεβαίνω προς την πόλιν από το σπίτι μου στο Φάληρο. Ένας γνωστός μου τότε, με αντελήφθη απ’ οπίσω και μου εφώναξεν εξ αποστάσεως αστειευόμενος συγχρόνως με τον τρόπο προσφωνήσεως: «Ε συ, δημότα του Φαλήρου, Απολλόδωρε δεν με περιμένεις;» Εγώ εσταμάτησα και τον επερίμενα. Εκείνος τότε μου είπεν : «Αλήθεια Απολλόδωρε εζητούσα τελευταίως να σ’ εύρω, ήθελα να μάθω λεπτομέρειας δια την συγκέντρωσιν του Αγάθωνος και του Σωκράτους και του Αλκιβιάδου και των άλλων που έλαβαν μέρος εις τον δείπνον τότε, δια τας ομιλίας περί έρωτος, τι έλεγαν. Κάποιος άλλος μου έκαμε λόγον περί αυτών, ο οποίος τα είχε ακούσει από τον Φοίνικα του Φιλίππου.
Μου πρόσθεσε δε ότι εσύ τα εγνώριζες αλλά δεν είχε να μου πει τίποτα πιο συγκεκριμένον. Διηγήσου μου λοιπόν εσύ περί αυτών. Είσαι άλλωστε συ ο αρμοδιώτερος ν’ ανακοινώνης τας ομιλίας του φίλου σου. […] ο δρόμος εξ άλλου προς την πόλιν είναι από πάσης φύσεως κατάλληλος ώστε περιπατών κανείς και να λέγει και να ακούη». Έτσι λοιπόν πεζοπορούντες συνωμιλούσαμεν συγχρόνως περί του θέματος , ώστε όπως σας έλεγα και εις την αρχήν απροετοίμαστος δεν είμαι. Αν λοιπόν ειν’ ανάγκη να τα διηγηθώ και σε εσάς, οφείλω να το κάμω. Άλλωστ’ εγώ και γενικώς, από τας φιλοσοφικάς συζητήσεις, ειτ’ εγώ τας διεξάγω, είτ’ από άλλους τας ακούω, ανεξαρτήτως της ωφελείας που πιστεύω πως έχω, ασύγκριτος είναι η ευχαρίστησης που δοκιμάζω, ενώ από άλλας ομιλίας, ιδιαιτέρως μάλιστ’ απ’ αυτάς που έχετε μεταξύ σας σεις οι πλούσιοι και οι άνθρωποι των υποθέσεων και ο ίδιος στεναχωρούμαι και σας τους φίλους μου σας ελλεεινολογώ, που νομίζετε πω κάτι κάνετε, ενώ δεν κάνετε παρά ένα μηδέν[…]»…
Με τα λόγια αυτά, δια στόματος Απολλόδωρου ξεκινά η κατάθεση της ωραιότερης ίσως πραγματείας για τον έρωτα, η οποία εξελίσσεται υπό το φως ενός συμποσίου στην αρχαία Αθήνα, όπου ο ποιητής Αγάθωνας για να γιορτάσει μια βράβευσή του, έχει καλέσει εξέχοντες άντρες της εποχής και της πόλης. Οι καλεσμένοι βέβαια επιλέγουν να περάσουν τη βραδιά διαλεκτικά, συζητώντας… για τον έρωτα.
Το συμπόσιο αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα ξεχωριστό είδος ανδρικής ψυχαγωγίας με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. Μετά το δείπνον οι άνδρες στεφανωμένοι έπιναν μαζί – ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες- απάγγελναν ποιήματα, συζητούσαν και έπαιζαν παιχνίδια, ενώ στην αρχή και στο τέλος του συμποσίου έκαναν σπονδές και έψελναν ύμνους προς τιμήν των θεών.
Το σκηνικό ενός τέτοιου συμποσίου χρησιμοποίησε ο Πλάτων για το δικό του ομώνυμο έργο. Οργανωτής υπήρξε ο τραγικός ποιητής Αγάθων και αφορμή η νίκη του στα Λήναια του 416 π.Χ.. Θέμα της συζήτησης στο πλαίσιο του συμποσίου, την οποία αναδιηγείται στην αρχή του διαλόγου ο Απολλόδωρος όπως του την είχε αφηγηθεί κάποιος Αριστόδημος που ήταν παρών, είναι ο έρωτας. Οι συνδαιτυμόνες αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν -ο καθένας κατά τη δική του αντίληψη και με τον δικό τον τρόπο- το θέμα.
«Δεν είναι λέγει κρίμα Ερυξίμαχε, εις άλλους μεν θεούς ύμνοι και παιάνες να έχουν συντεθεί από τους ποιητάς, εις τον Έρωτα δε, έναν τόσον αρχαίον και τόσον μεγάλον θεόν να μην έχει ακόμα συνθέσει ούτε ένας από τους τόσους ποιητάς που ενεφανίσθησαν κανένα εγκώμιον[…] θεωρώ ευάρμοστον δια την παρούσαν περίστασιν να τιμήσωμεν ημείς οι παρόντες τον Θεόν. Επομένως αν συμφωνήτε και σεις θα είχαμεν έτσι αρκετήν απασχόλησιν με ομιλίας. Φρονώ δηλαδή ότι πρέπει καθένας μας να εκφωνήση ένα λόγον ως πανηγυρικόν εις τον Έρωτα[…]»
Μετά τους λόγους του Φαίδρου και του Παυσανία, που είναι γνωστοί μόνο από τους διάλογους του Πλάτωνα, ακολουθεί ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο γνωστός κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, ο Αγάθων και φυσικά ο Σωκράτης, ο λόγος του οποίου αποτελεί και την κορύφωση της συζήτησης, προτού τον διακόψει ο μεθυσμένος και ατίθασος Αλκιβιάδης.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σωκράτη, οι απόψεις που θα εκθέσει αποτελούν αναπαραγωγή των όσων του είχε αναπτύξει η Διοτίμα, η ιέρεια από τη Μαντίνεια, όταν εκείνος είχε ισχυρισθεί ότι ο Έρωτας είναι μεγάλος και ωραίος θεός. Αφού μάλιστα η Διοτίμα, έχει αποδείξει στον Σωκράτη ότι ο Έρως δεν είναι θεός, εξέθεσε τη δική της άποψη, με αφορμή την ερώτηση του Σωκράτη για τη φύση του έρωτα…
«Μα τι τέλος πάντων», είπα, «θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας; Μήπως θνητός»;
«Σε καμιά περίπτωση»
«Τότε τί»;
«Όπως και στα παραδείγματα που αναφέραμε προηγουμένως, κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου»
«Δηλαδή, Διοτίμα, τι;»
«Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Άλλωστε καθετί δαιμονικό βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού»
«Και ποια είναι», είπα εγώ, «η ιδιαίτερη ικανότητά του»;
«Να διερμηνεύει και να μεταφέρει στους θεούς όσα προέρχονται από τους ανθρώπους, και στους ανθρώπους όσα προέρχονται από τους θεούς: τις δεήσεις και τις θυσίες των μεν, τις εντολές και τις ανταποδόσεις των δε. Και καθώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ των δύο συμπληρώνει το κενό, ώστε το σύμπαν να αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μέσω αυτής της δαιμονικής ικανότητας λειτουργεί τόσο ολόκληρη η μαντική όσο και η τέχνη των ιερέων που σχετίζεται με θυσίες, τελετουργίες, εξορκισμούς και γενικά με κάθε είδους μαγεία και μαγγανεία. Ο θεός δεν έρχεται σε επαφή με τον άνθρωπο. Με τη μεσολάβηση αυτού του δαίμονα υπάρχει οποιαδήποτε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και ενόσω είναι ξάγρυπνοι και όταν κοιμούνται. Όποιος είναι γνώστης αυτών των πραγμάτων είναι άνδρας δαιμόνιος, όποιος γνωρίζει μόνον άλλα πράγματα, είτε πρόκειται για το χώρο της επιστήμης είτε των χειρωνακτικών εργασιών, αυτός είναι χυδαίος. Τέτοιοι, λοιπόν, δαίμονες υπάρχουν πολλοί και πολλών ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρωτας»
«Ποιος είναι ο πατέρας του», ρώτησα τότε εγώ, «και ποια η μητέρα του»;
«Αυτό», απάντησε, «απαιτεί περισσότερο χρόνο για να στο διηγηθώ. Θα στο πω όμως.Όταν ήρθε στον κόσμο η Αφροδίτη, είχαν τραπέζι οι θεοί, με τους άλλους μαζί και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας. Σαν απόφαγαν, ήρθε, όπως θα περίμενε δα κανείς σε μεγάλο φαγοπότι, η Πενία για να ζητιανέψει, και στεκόταν εκεί κοντά στην πόρτα. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ – κρασί δεν υπήρχε ακόμη – βγήκε έξω στον κήπο του Δία και, καθώς είχε βαρύνει, έπεσε και κοιμήθηκε. Η Πενία εκείνη την ώρα, οδηγημένη από την ανέχειά της, συνέλαβε το σχέδιο να αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. Πλαγιάζει λοιπόν δίπλα του και έτσι συνέλαβε τον Έρωτα. Γι᾽ αυτόν προφανώς τον λόγο έγινε συνοδός και υπηρέτης της Αφροδίτης ο Έρως, επειδή συνελήφθη την ημέρα της γέννησής της και επειδή συγχρόνως είναι μέσα του έμφυτος ο έρωτας προς το ωραίο. Και η Αφροδίτη είναι ωραία.
Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως βρίσκεται στην εξής κατάσταση: Πρώτον είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. Αντιθέτως, είναι τραχύς, ρυπαρός, ξυπόλυτος, άστεγος· πλαγιάζει πάντα χάμω, χωρίς στρώμα, κοιμάται κάτω από τον ανοιχτό ουρανό σε σκαλοπάτια και στις άκρες του δρόμου· μοιράζεται τη φύση της μάνας του και έχει για συγκάτοικο πάντα τη στέρηση. Σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του επιβουλεύεται τα ωραία και τα εκλεκτά, είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος, ορμητικός, κυνηγός τρομερός, που σκαρφίζεται συνεχώς τεχνάσματα, συγχρόνως όμως προικισμένος με πόθο για τη γνώση της αλήθειας αλλά και επινοητικότητα, διαρκώς σε όλη του τη ζωή αγαπά τη σοφία, δεινός σαγηνευτής, μάγος, σοφιστής. Και δεν είναι η φύση του όμοια με αθάνατου ούτε όμως πάλι με θνητού. Άλλοτε μέσα στην ίδια μέρα ανθεί και ζει, όταν βρει τα μέσα, άλλοτε πεθαίνει, μα ξαναζωντανεύει πάλι χάρη στη φύση του πατέρα του. Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται.
Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση. Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός – γιατί είναι. Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει»
«Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι»;
«Αυτό πια», είπε, «είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ᾽ ανάγκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου. Αιτία και γι᾽ αυτό είναι η καταγωγή του. Ο πατέρας του ήταν σοφός και επινοητικός, η μητέρα του όμως ούτε σοφή ούτε επινοητική»…
Με το Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο αναγνώστης έρχεται σ’ επαφή με ένα κορυφαίο έργο, διαμέσου του οποίο κληροδοτήθηκε στο σύγχρονο κόσμο η αξεπέραστη Ιδέα του Κάλλους. «Έρωτας είναι η αγάπη για το ωραίο» αποφαίνεται ο Σωκράτης όταν έρχεται η σειρά του να εγκωμιάσει τον Έρωτα. Το «Συμπόσιο» ή «Περί Έρωτος» γράφτηκε περίπου το 385 π.Χ., σε μια περίοδο που η Αθηναϊκή Πολιτεία βρίσκεται σε παρακμή, εξαντλημένη από τους μακροχρόνιους πολέμους.
Ο τρέχων χρόνος της διήγησης τοποθετείται στο 416 π.Χ., χρονιά που ο τραγικός ποιητής Αγάθων, με το πρώτο του έργο, κερδίζει στους τραγικούς αγώνες στα Λήναια. Ωστόσο, η διήγηση των γεγονότων εκείνης της βραδιάς γίνεται πολύ αργότερα, το 400 π.Χ., σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο οποίος
Το θέμα που επελέγη ήταν η ανάπτυξη των περί έρωτος απόψεων των συνδαιτυμόνων. Η συζήτηση αυτή διεσώθη ως τις μέρες μας μέσα από το φιλοσοφικό φινίρισμα του Πλάτωνα και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Πρόκειται για ένα έργο τολμηρό, με έντονους, ευφυείς και περιπαικτικούς διαλόγους, ανάμεσα σε άνδρες υψηλής παιδείας, κατά την ανάγνωση του οποίου η σύγχρονη χριστιανική αγωγή δοκιμάζεται σκληρά. Ωστόσο, το έργο διασώθηκε πιθανότατα από την καταστροφή κυρίως γιατί οι περί έρωτος απόψεις διά στόματος της Διοτίμας αποτελούν τη θεμελιώδη ομολογία της διδασκαλίας των Ιδεών που θέλει την Ιδέα της Ωραιότητας να απέχει μακράν από τα ωραία πράγματα και τα ωραία σώματα, αφού αυτά θεωρούνται απομιμήσεις του ιδεατού κάλλους…
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»