Πολυβραβευμένος και διεθνώς καταξιωμένος, ο σέρβος σκηνοθέτης ήταν άλλοτε στην πρώτη γραμμή της κινηματογραφικής πρωτοπορίας.
Αντλώντας υλικά από το καζάνι που κοχλάζει μονίμως, τα πολύπαθα Βαλκάνια, ο άνθρωπος που παρομοιάζουν με τον Αίσωπο έφτιαξε μια σειρά από εξαίσια και λαμπρά σύγχρονα παραμύθια γεμάτα γλυκόπικρο χιούμορ, σάτιρα και καυστικότητα.
Και διανθισμένα φυσικά με την ντόπια μουσική παράδοση, ένα από τα πιο πικάντικα καρυκεύματα των ταινιών του, αναμφίβολα.
Ο Εμίρ Κουστουρίτσα παρέμεινε ωστόσο αμφιλεγόμενος και διχαστικός για κάποιους, παίρνοντας μονίμως θέση για την έκρυθμη κατάσταση της Γιουγκοσλαβίας και συγκεντρώνοντας τελικά τόσους φίλους όσους και εχθρούς. Όπως ακριβώς και οι ταινίες του, από τις κωμωδίες του που ξερνούν άβολες αλήθειες με τη σέσουλα ως και τις δραματικές του με το δονούμενο μεγαλείο και τη βαθιά ανθρωπιστική τους προσέγγιση.
Τιμημένος δύο φορές με το μεγαλύτερο κινηματογραφικό βραβείο του κόσμου, τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών, και τόσες ακόμα διακρίσεις στο ενεργητικό του από τα κορυφαία φεστιβάλ του κόσμου (όπως η βενετσιάνικη Μόστρα και το Βερολίνο), ο Κουστουρίτσα απασχολεί πια ολοένα και λιγότερο την κινηματογραφική κοινότητα, λες και οι ταινίες του έχασαν κάτι από τη μαγική δύναμη του παρελθόντος.
Τώρα θυμούνται κάποιοι πως οι ταινίες του παραείναι θορυβώδεις, σχεδόν καρναβαλικές και σίγουρα δυσανάλογα παράξενες. Ο «σέρβος Φελίνι» όμως, όπως τον αποκαλούσαν άλλοτε οι σινεφίλ που συνεχίζουν να τον έχουν στις καρδιές τους, παραμένει ένας ολότελα ιδιοσυγκρασιακός δημιουργός, ένα sui generis φαινόμενο της έβδομης τέχνης που μπλέκει πραγματικότητα και μυθοπλασία για να πει ιστορίες που ξεπερνούν προφανώς και τις δύο.
Ακόμα κι αν οι ταινίες του δεν ανήκουν όλες στο πάνθεο της κινηματογραφίας, όλες τους είναι όμως φτιαγμένες με το προσωπικό του όραμα, την αλήθεια του ως άνθρωπος που ήρθε να καταθέσει μέσω των κινούμενων εικόνων.
Όπως λένε συχνά, ο Κουστουρίτσα έκανε 4 αριστουργήματα και 8 ακόμα ταινίες, όλες τους αξίζει όμως να τις δει ο σινεφίλ που θέλει να καταλάβει τι στο καλό είναι αυτά τα Βαλκάνια που περιμένουν μονίμως μια σπίθα για τα τιναχθούν στον αέρα.
Εκρηκτικά, μυρίζουν μπαρούτι, όπως ακριβώς και οι ταινίες του σέρβου auteur, ενός από τους σπουδαιότερους αναμφίβολα ευρωπαίους δημιουργούς της γενιάς του…
Το υπερφιλόδοξο και υπέρλαμπρο «Underground», μια διεισδυτική ανατομία της Γιουγκοσλαβίας και όσα αυτή σήμαινε για τον πολυσυλλεκτικό λαό της, δεν είναι μια ταινία για το πολύχρωμο μωσαϊκό των χαρακτήρων της, αλλά για το πώς γεννιέται και πώς πεθαίνει ένα έθνος. Αν ο πόλεμος είναι μια τραγωδία από μόνος του, η αποσύνθεση μιας χώρας είναι κάτι σαφώς πιο περίπλοκο που μόνο ένας αλλόκοτος θίασος μπορεί να περιγράψει.
Με πρόσχημα την κωμικοτραγική ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων που παραμένουν κρυμμένοι κάτω από τη γη για μισό αιώνα (1943-1992), ο Κουστουρίτσα καταφέρει να συνθέσει ένα πολυεπίπεδο ποίημα που δεν κουράζει ή απογοητεύει ούτε σε μία σκηνή του. Ισορροπώντας μαεστρικά μεταξύ προσωπικών δεινών και συλλογικού θρήνου, το «Underground» είναι ένα κινηματογραφικό έπος από τα λίγα, λες και η Γιουγκοσλαβία δεν βγήκε ποτέ από τα χαρακώματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε εκείνο το κελάρι δεν κλείστηκαν απλώς όσοι πάτησαν την μπανανόφλουδα του μηχανορράφου πρωταγωνιστή, αλλά σύσσωμο ένα έθνος που δεν θα ξανασήκωνε κεφάλι. Παρά τα αλλεπάλληλα πανηγύρια και την καθημερινή γιορτή. Μια αλλιώτικη κινηματογραφική εμπειρία φελινικών διαστάσεων, ένα έργο που βρίθει συμβολισμών και αλληγοριών, το «Underground» απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και ενθρόνισε τον δημιουργό του στον γαλαξία των κορυφαίων σύγχρονων σκηνοθετών, υπό τους φρενήρεις βαλκανικούς ήχους του Μπρέγκοβιτς, πάντα…
Αν το «Underground» είναι το μεγάλο του αριστούργημα, εδώ έχουμε ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα του παγκόσμιου σινεμά. Μια αλλιώτικη ιστορία ενηλικίωσης δηλαδή, ένα λαϊκό παραμύθι που αγγίζει μεγαλεία φάρσας και δράματος, ένα σωστό ομηρικό έπος στη μελέτη του κακού και της εκδίκησης. Κι όλα αυτά διανθισμένα με τη γνώριμη τσιγγάνικη καρδιά των ταινιών του.
Ο νεαρός τσιγγάνος που εγκαταλείπει τον καταυλισμό του για να γίνει πλούσιος και να μπορέσει να παντρευτεί την αγαπημένη του θα συντριβεί στην επαφή του με την πόλη, το βομβαρδισμένο Σαράγιεβο, σε μια εντελώς ολέθρια εμπειρία για όλους. Τρυφερός, καθαρός σε προθέσεις και αφηγηματικά κολοσσιαίος, ο αμείλικτα ειλικρινής «Καιρός» τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα του παγκόσμιου σινεμά με την αδούλωτη ελευθερία του και το ανόθευτο συναίσθημα που ξεχειλίζει από την οθόνη.
Η καλύτερη για πολλούς ταινία του Κουστουρίτσα του χάρισε το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες, λατρεύτηκε στα πέρατα του κόσμου και καθιέρωσε τον ίδιο και τον μόνιμο συνεργάτη του Γκόραν Μπρέγκοβιτς ως τα μεγαλύτερα ονόματα της Γιουγκοσλαβίας. Όλα τα χαρίσματα του Εμίρ ως σκηνοθέτη αλλά και των ηρώων του, που μοιάζουν εξόχως αληθινοί, πάλλονται εδώ, σε έναν ανεξίτηλο καμβά χαρακτήρων και καταστάσεων που ανθίσταται σε κάθε απόπειρα κατηγοριοποίησής του.
Αν δεν ήταν ο «Μπαμπάς» να του χαρίσει τον πρώτο του Χρυσό Φοίνικα (αλλά και υποψηφιότητα για Όσκαρ) νωρίς νωρίς στην καριέρα του, θα καθυστερούσε πολύ ο κόσμος να γνωρίσει τι είδους φαινόμενο ήταν ο Κουστουρίτσα στην παραγωγική του ακμή. Τα στοιχεία που θα τον έκαναν εξάλλου γνωστό παγκοσμίως, η σουρεαλιστική πλοκή, η τρελαμένη μουσική και τα ζώα, τα εμμονικά γκρο πλαν στα ζώα, απουσιάζουν πλήρως εδώ.
Στην πιο συμβατική αναμφίβολα ταινία της φιλμογραφίας του, ο Κουστουρίτσα εξερευνά την καθημερινότητα στο Σιδηρούν Παραπέτασμα μέσα από ένα εξάχρονο αγόρι, που για να γλιτώσει από τη φρίκη των οικογενειακών διώξεων γίνεται υπνοβάτης. Δανειζόμενος το παιδιάστικο πρίσμα της αθωότητας, ο Κουστουρίτσα βάζει τρικλοποδιά στους πάντες, διηγούμενος ένα βιτριολικό σχόλιο για τις σαρωτικές πολιτικοκοινωνικές αλλαγές στην πατρίδα του.
Η «λιγότερο πολιτική» ταινία του είναι στην πραγματικότητα η πιο πολιτική! Ο Κουστουρίτσα δεν εξαφανίζει την πολιτική εδώ, τη φιλτράρει απλώς μέσα από τα άδολα παιδικά μάτια για να δείξει τον παραλογισμό της εξουσίας. Ποτέ άλλοτε ταραγμένες ιστορικά εποχές δεν απεικονίστηκαν με τέτοια απροσχημάτιστη απλότητα: ο μπαμπάς λείπει σε δουλειές γιατί είναι έγκλειστος σε στρατόπεδο αντιφρονούντων. Τι καταλαβαίνει απ’ όλα αυτά ένα παιδί; Σίγουρα περισσότερα απ’ όσα θα ήθελαν οι ενήλικες που στήνουν έναν κόσμο συνωμοτικό και τραυματικό…
Το πιο έξω καρδιά φιλμ ενός δημιουργού που ξέρει αν μη τι άλλο να φτιάχνει γλέντια και φιέστες παραμένει μια ακραιφνής γιορτή της ανθρωπιάς. Αναμφίβολα το πιο θορυβώδες και καρναβαλικό έργο του, το Αργυρό Λιοντάρι στη Βενετία εκείνης της χρονιάς έφερε τους πάντες να ουρλιάζουν από χαρά και φόβο, ταβάνια να γκρεμίζονται και χάλκινα να σέρνονται ακόμα και μέσα σε νοσοκομεία. Ο Κουστουρίτσα γίνεται εδώ όσο πιο πληθωρικός και αφηνιασμένος παίρνει. Ίσως και ακόμα περισσότερο.
Αυτός ο αλλόκοτος θίασος υπογράφει ωστόσο την πιο ξεκαρδιστική δημιουργία του Κουστουρίτσα, την ιστορία υποτίθεται ενός τσιγγάνικου συνοικεσίου που θα υποχωρήσει για να φανούν ξανά τα εμφυλιακά ερείπια της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας. Και παρά την εκκωφαντική γιορτή που καταπίνει λες τα πάντα εντός της, οι δραματικές νότες δεν μπορούν να θαφτούν, καθώς παραείναι πιεστικές, μονίμως παρούσες.
Κομπίνες, προδοσίες, βαρόνοι ναρκωτικών, χάος και ανομία συναπαρτίζουν αυτό το ανίερο πανηγύρι για μια κοινωνία που αναζητά ματαίως τρόπους να επανέλθει στη φυσιολογική καθημερινότητα. Καυστικό χιούμορ, μεθυστική τσιγγάνικη μουσική, ξεκαρδιστικά γραφικές μορφές και μια επιφανειακή ανεμελιά που σε ρουφά στον κόσμο της. Μη λαθεύεις όμως, το δάκρυ καραδοκεί πίσω από το γέλιο…
Η Αργυρή Άρκτος στο Βερολίνο το 1993 ήταν ένα φιλμ με τον Τζόνι Ντεπ, τη Φέι Ντάναγουεϊ και τον θεότρελο Τζέρι Λιούις που άφησε το άμαθο στα καμώματα του Κουστουρίτσα αμερικανικό κοινό να παραμιλάει για το πιο περίεργο φιλμ που είχε δει ποτέ στη σκοτεινή αίθουσα. Ένας τύπος που μιλά στα ψάρια και παλεύει να ζήσει μια φυσιολογική ζωή ερωτεύεται μια εξίσου παλαβιάρα που θέλει να πετάξει, γι’ αυτό και της φτιάχνει ιπτάμενες μηχανές. Όλοι τρελαίνονται, γίνονται καλά, ξανατρελαίνονται, παίζουν ρώσικη ρουλέτα, κάποιοι βρίσκουν νόημα στη ζωή, κάποιοι άλλοι πεθαίνουν πριν το βρουν.
Αυτή θα ήταν η υπόθεση του σουρεαλιστικού ποιήματος του Κουστουρίτσα αν μέναμε πιστοί σε όσα εκτυλίσσονται στην οθόνη. Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να προβλέψει τι ακολουθεί από σκηνή σε σκηνή, μέσα σε ένα συνονθύλευμα φιλοσοφικών στοχασμών, ερωτικών ματιών και ονειρικών καταστάσεων που δύσκολα ξεδιαλύνονται από την πραγματικότητα.
Η πρώτη και τελευταία ταινία του σε αμερικανικό έδαφος αποσυναρμολογεί μαεστρικά το αμερικανικό όνειρο χωρίς κανείς να καταλαβαίνει πώς το κάνει. Σαν εφηβικό όνειρο, το «Arizona Dream» μας μιλά για ονειροπόλους νεαρούς και εξίσου μισότρελες χήρες, ακόμα και για ιπτάμενα ψάρια. Αλλά και για το πώς ο Μπρέγκοβιτς συνάντησε τον Ίγκι Ποπ!
Εντελώς αλλόκοτο και ενδοσκοπικό, δεν είναι παρά μια καταιγιστική εναλλαγή συναισθημάτων και ειδών, ένα χαλαρό πέρασμα από την κωμωδία στο δράμα και πάλι πίσω, μια ασθματική αναζήτηση νοήματος μέσα σε έναν κόσμο που σε προδίδει σε κάθε σου βήμα…