Σινεμά των γιγάντων ήταν κάποτε ο ρώσικος κινηματογράφος, χαρίζοντας στην έβδομη τέχνη τόσο το διαλεκτικό μοντάζ όσο και μια σειρά πρωτοπόρων κινηματογραφιστών που έθεσαν τα θεμέλια του νέου μέσου.
Εδώ δεν θα μιλήσουμε βέβαια για τα εμβληματικά φιλμ των σοβιετικών πιονέρων όπως ο Αϊζενστάιν, ο Πουντόβκιν, ο Ντοβζένκο, ο Κουλέσοφ, ο Τζίγκα Βερτόφ κ.ά. Ούτε και για τα νεότερα οπτικά ποιήματα ονομάτων σαν τον Ταρκόφσκι, τον Παρατζάνοφ, τον Μιχάλκοφ, τον Κοντσαλόφσκι ή τον Καλατόζοφ. Αυτοί βρίσκονται ήδη στο πάνθεο των μεγάλων δημιουργών της έβδομης τέχνης.
Με την τεράστια τσαρική και σοβιετική παράδοση στις πλάτες του, ο ρώσικος κινηματογράφος συνεχίζει να διαγράφει την ιδιοσυγκρασιακή του πορεία στον κόσμο των ταινιών και η νέα φουρνιά των κινηματογραφιστών αυτό ακριβώς αποδεικνύει: πως οι Ρώσοι ξέρουν πώς να φτιάχνουν ταινίες.
Εξόχως εξωστρεφής, η ρωσική κινηματογραφία κατακλύζει τα διεθνή φεστιβάλ παρέχοντας μια πληθώρα επιλογών που προσφέρουν χορταστικές ματιές στη σύγχρονη εποχή της χώρας.
Αριστουργηματικά σενάρια, απαστράπτουσα φωτογραφία, δημιουργική σκηνοθεσία και άλλα πολλά χαρίζει σήμερα το ρώσικο σινεμά, αποτελώντας μια σαρωτική δύναμη δημιουργίας στον μοντέρνο κινηματογράφο.
Όποιος δεν είναι εξοικειωμένος με τα σχετικά πρόσφατα (τελευταία 20 χρόνια) διαμαντάκια της εθνικής κινηματογραφίας της Ρωσίας, μπορεί κάλλιστα να ξεκινήσει με εμβληματικές ταινίες όπως οι παρακάτω…
Ήταν το 2002 όταν ο μεγάλος ρώσος δημιουργός Αλεξάντερ Σοκούροφ είπε να θυμηθεί τις λαμπρές καταβολές του ρωσικού κινηματογράφου με ένα οπτικό ποίημα επικών διαστάσεων. Ως μια από τις πιο φιλόδοξες παραγωγές της χώρας, το σεβάσμιο αριστούργημα έφερε πάνω από 2.000 ηθοποιούς (οι μισοί κομπάρσοι) στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, 150 άτομα συνεργείο και τρεις φιλαρμονικές ορχήστρες για αυτό το πρωτοφανές μονοπλάνο των 96 λεπτών!
Ένας ρώσος αφηγητής (ο ίδιος ο Σοκούροφ) κι ένας γάλλος διπλωμάτης του 18ου αιώνα διασχίζουν τους διαδρόμους των παλιών Χειμερινών Ανακτόρων του τσάρου, όπου θα αναβιώσουν μπροστά τους και μπροστά μας 300 ολόκληρα χρόνια καθαρής Ιστορίας! Κινηματογραφικό μεγαλείο από τα λίγα και άρτια συμπύκνωση 3 αιώνων σε μιάμιση ώρα, το ιστορικό δράμα του μεγάλου Σοκούροφ δεν είναι απλώς μια πειραματική ταινία, αλλά μια αξιοσημείωτη κινηματογραφική εμπειρία, ένας από αυτούς τους άθλους πνεύματος και τέχνης που εξερευνούν ταυτοχρόνως και το ίδιο το μέσο.
Αν ψάχνετε αριστούργημα με σάρκα και οστά, μια κινηματογραφική παρακαταθήκη για τις γενιές που θα ’ρθουν, μην ψάχνετε άλλο…
Ο άνθρωπος που θα γινόταν ευρύτερα γνωστός και πολυβραβευμένος με τις επόμενες δημιουργίες του μας έδειξε ήδη από την παρθενική του ταινία τι σημαίνει ρώσικο σινεμά μεγάλων διαστάσεων. Ο Αντρέι Σβιάνγκιντσεφ αφηγείται την ιστορία ενός πατέρα που έλειπε για άγνωστο λόγο από το σπίτι επί 12 χρόνια για να επιστρέψει μια μέρα ξαφνικά και να πάρει τους δυο του γιους σε ένα ταξίδι για ψάρεμα. Φαινομενικά.
Λυρικότατος και εξόχως ταρκοφσκικός, ο Χρυσός Λέοντας του Φεστιβάλ Βενετίας το 2003 είναι ένα πολυεπίπεδο δράμα χαρακτήρων και υποβλητικής σκηνοθεσίας. Μια σχεδόν θρησκευτική αλληγορία που παραπέμπει στο σοβιετικό παρελθόν της χώρας. Ακόμα κι αν δεν το δεις όμως έτσι, είναι ένα στιβαρό δράμα βίαιης ενηλικίωσης, ένα μαγευτικό σε εικόνες οδοιπορικό από έναν μάστορα της οπτικής σύνθεσης.
Το sci-fi φαινόμενο εκεί στις αρχές του νέου αιώνα ήταν μια ταινία φαντασίας που δεν είχε φτιαχτεί στο Χόλιγουντ. Οι κατάφωρα ρώσικοι «Φύλακες της νύχτας» παραμένουν η πιο ακριβή και πετυχημένη εμπορικά ταινία στην ιστορία της ρωσικής κινηματογραφίας κάνοντας πραγματικό αστέρι τον οραματιστή σκηνοθέτη τους Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ.
Αρχαίες προφητείες, δυνάμεις του φωτός και του σκότους, υπερφυσικές μάχες και βρικόλακες απαρτίζουν τη μαγιά για το φιλμ που εξελίσσεται στη σημερινή Μόσχα και λέει την ιστορία του με ένα ιδανικό μείγμα εξαίσιων οπτικών εφέ, καθηλωτικών σκηνών δράσης και εξόχως ανατριχιαστικού τρόμου. Αυθεντικού τρόμου. Κάνοντας το χολιγουντιανό υπερθέαμα να ψάχνει φυσικά τρύπα να κρυφτεί…
Κάθε φορά που επιστρέφουν στην ακραιφνή πνευματικότητά τους, οι ρώσοι δημιουργοί παραδίδουν διαμάντια. Κι ένα τέτοιο είναι το «Νησί» του Πάβελ Λουνγκίν, μια πραγματική ελεγεία στην ενοχή, την αμαρτία και τη συγχώρεση. Χαμένος κάπου στις αχανείς στέπες της Ρωσίας, σε ένα μικρό ορθόδοξο μοναστήρι, ζει ένας ασυνήθιστος καλόγερος, ένας φωτισμένος άνθρωπος που ο ίδιος πιστεύει πως είναι ανάξιος λόγω του πρότερου ανέντιμου βίου του.
Αυτή είναι σχηματικά η υπόθεση της σχεδόν βιβλικής παραβολής που απέδωσε η ματιά του Λουνγκίν, μια κατά μέτωπο σύγκρουση του σοβιετικού υλισμού και της χριστιανικής ηθικής με φόντο μια μοναστική πολιτεία και ένα κολασμένο παρελθόν. Ο μοναχός Ανατόλι με τις θαυματουργές θεραπευτικές ικανότητες υποφέρει στο ήπιων τόνων αριστούργημα που αποθεώθηκε στις Κάννες για όλα τα μεγάλα και σπουδαία που καταπιάνεται με τη γνώριμη ασκητική αισθητική του ρώσικου σινεμά…
Πυκνή ομίχλη, απειλητικά βράχια και η πάντα ανελέητη Αρκτική αποκτούν δραματουργικό ρόλο στο διαμαντάκι του Αλεξέι Ποπογκρέμπσκι για όσα φαινομενικά αδιάφορα εκτυλίσσονται σε έναν μετεωρολογικό σταθμό εκεί στους πάγους. Δυο τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους άντρες θα κληθούν τελικά να αναμετρηθούν, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό, στο βαθύτατα στοχαστικό αυτό φιλμ.
Το νέο απέναντι στο παλιό, η απειρία κόντρα στην αυθεντία, η κάθε λογής εξουσία που φωλιάζει ακόμα και στις ερημιές, όλα γίνονται αντικείμενο πραγμάτευσης του φιλόδοξου φιλμ της τούντρας, που μετατρέπει ακόμα και το νερό σε δίαυλο επικοινωνίας. Ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα γεννιέται πάνω στη νεκρή φύση αυτού του νησιού, ως ένα από τα πιο ιντριγκαδόρικα και δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένα φιλμ της τελευταίας δεκαετίας. Αυτό το καλοκαίρι θα τα αλλάξει όλα, καμιά αμφιβολία…
Η τελευταία ταινία ενός ακόμα μύθου του ρώσικου σινεμά, του Αλεξέι Γκέρμαν, έκανε πρεμιέρα μετά τον θάνατό του. Ήταν ένα από τα έργα της ζωής του, το οποίο δούλευε για περισσότερο από 30 χρόνια ο φαρμακερός αυτός αντικαθεστωτικός που τόσο πάλεψε με τη λογοκρισία της ΕΣΣΔ.
Ένα μεσαιωνικό έθνος στο Διάστημα, αυτό πραγματεύεται σχηματικά το νοηματικά πυκνό και θεματικά βίαιο αυτό φιλμ, που έγινε θρύλος από την πρώτη στιγμή που πρωτοπαίχτηκε. Η ολότελα ιδιοσυγκρασιακή αφήγηση του Γκερμάν, που βρίσκει την ελπίδα στην απόγνωση και την ομορφιά στην ανατροπή, ρωτά απειλητικά τον θεατή ένα τρανό υπαρξιακό ερώτημα: τι θα έκανες τελικά στον τόπο του Θεού;
Αφήνοντας κατά μέρος το αριστουργηματικό «Λεβιάθαν» (2014) του ιδίου, μια ταινία με συγκλονιστικά και ανείπωτα όμορφα πλάνα, επιλέξαμε την τελευταία δουλειά του Αντρέι Ζβιάνγκιντσεφ, αυτό το μπεργκμανικό δράμα για ένα 12χρονο αγόρι που εξαφανίζεται και αφήνει τους στα πρόθυρα διαζυγίου γονείς του να τον ψάχνουν. Ο πάντα αλληγορικός ρώσος δημιουργός σχολιάζει εδώ τόσο τις ανθρώπινες σχέσεις όσο και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας του με τον γνώριμο κριτικό και πεσιμιστικό του τόνο.
Πώς γίνεται μια υποβλητική αστυνομική ιστορία να είναι ταυτοχρόνως ένα διεισδυτικό πολιτικό φιλμ; Πώς είναι να χάνεις το παιδί σου χωρίς να ουρλιάζεις και να κραυγάζεις; Πώς είναι τέλος η εξαφάνιση ενός παιδιού να συμβολίζει την εξαφάνιση μιας ολόκληρης χώρας; Δες το σπαρακτικό «Loveless» και θα καταλάβεις γιατί ο κόσμος έχει ξεχάσει να αγαπά…