Η δεκαετία του 1980 ήταν το λιγότερο ταραγμένη για τα ελληνικά ήθη, που συγκλονίστηκαν από κοσμοϊστορικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.
Η αθωότητα και η ανεμελιά συμπαρασύρθηκαν αναπόφευκτα σε ένα τρελό γαϊτανάκι καυτής επικαιρότητας και η επιφανειακή ελαφρότητα των ημερών στιγματίστηκε από μια νέα καθημερινότητα που απειλούσε τα καθιερωμένα.
Αλητεία, βία, ναρκωτικά, χουλιγκανισμός και άλλα πολλά ανέλαβε να περιγράψει το ελληνικό σινεμά σε μια δεκαετία παράξενη και μια γενιά μπερδεμένη, που χαρακτηρίστηκε από την αρπαχτή της βιντεοκασέτας και τις παραγωγές στο τσακ-μπαμ.
Πλάι στα ανάλαφρα «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» και «Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ», ο ελληνικός κινηματογράφος είπε να μιλήσει και για πιεστικά κοινωνικά θέματα της καθημερινότητας με αισθητική που παρέπεμπε πολλές φορές στη βιντεοκασέτα.
Όλες οι ξακουστές κοινωνικές ταινίες που θα δούμε γυρίστηκαν σε φιλμ και παίχτηκαν στη σκοτεινή αίθουσα, παρά το γεγονός ότι μοιάζουν βιντεοκασέτες και ό,τι ο όρος συνεπάγεται.
Και συνέβαλαν φυσικά κι αυτές στο τοπικό καλτ κινηματογραφικό στοιχείο, περνώντας ηθικά μηνύματα ακόμα κι όταν δεν ήταν η πρόθεσή τους…
Το ελληνικό biker gang film της Γκρέκα Φιλμ παρακολουθεί την ιστορία τεσσάρων νεαρών μηχανόβιων που καταδικάζονται για ληστεία και μεταφέρονται στον Κορυδαλλό, όπου θα βιώσουν από πρώτο χέρι τη βία και τη σκληρότητα του οργανωμένου κυκλώματος που λυμαίνεται τα σωφρονιστικά καταστήματα.
Εξαίσιο δείγμα ντόπιας καλτίλας και χαρακτηριστικότατη των ελληνικών 80s, η ταινία του πολύπειρου Ντίμη Δαδήρα μπλέκει ντίσκο, γκομενιλίκια, μαρσαρίσματα και σούζες με τη διαφθορά και την απανθρωπιά του συστήματος εγκλεισμού και στην εποχή της είχε κόψει πάνω από 120.000 εισιτήρια. Αν το θέμα αντιμετωπίζεται επιδερμικά, παρουσιάζεται ωστόσο ρεαλιστικότατα.
Στα συν, το τραγούδι των τίτλων έναρξης «Σάπια βίδα», σε μουσική Γιώργου Κατσαρού και στίχους Γιώργου Μυλωνά (σεναριογράφος του φιλμ), που γνώρισε τη δική του ζωή και έτρεχαν οι πιτσιρικάδες με φορητά κασετόφωνα στις αίθουσες για να το ηχογραφήσουν…
Το αλησμόνητο κοινωνικό δράμα της Καραγιάννης & ΣΙΑ παρακολουθεί την ιστορία ενός επαρχιώτη νεαρού που κατεβαίνει στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρο της ανεξαρτησίας, μπλέκει όμως με κακές παρέες και καταφεύγει τελικά στην παραβατικότητα, τα ναρκωτικά και την αλητεία.
Το κοινωνικό του Γιάννη Δαλιανίδη, σε σενάριο του ιδίου, μιλά για τα επαναστατημένα νιάτα των 80s και το πόσο εύκολα γίνονται βορά στα χέρια των επιτήδειων του υποκόσμου. Πήγε πολύ καλά στα ταμεία, κόβοντας πάνω από 170.000 εισιτήρια, και ήταν πράγματι ένα από τα καλτ διαμαντάκια της δεκαετίας που αποπειράθηκαν να πουν και κάτι παραπάνω από ρόδες, τσάντες και κοπάνες…
Άλλη μια ξακουστή παραγωγή της Γιώργος Καραγιάννης & ΣΙΑ, η κοινωνική ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού (σενάριο και σκηνοθεσία) μπλέκει την παράνομη πώληση οργάνων και τον κίνδυνο των πολυεθνικών με το ελληνικό λούνα παρκ που αργοπεθαίνει.
Ο μοτοσικλετιστής που βγάζει τα προς το ζην εκτελώντας κάθε μέρα τον γύρο του θανάτου πουλά την καρδιά του στον αμερικανικό κολοσσό και μπλέκεται έτσι σε ένα ζοφερό παιχνίδι όπου ο κίνδυνος τού χτυπά πια την πόρτα χωρίς περιστροφές.
Τη μουσική υπέγραψε εδώ ο Γιώργος Χατζηνάσιος και η ταινία έκανε αστέρι τον Διονύση Ξανθό, ο οποίος μας χαρίζει ένα από τα πλέον φαντασμαγορικά τέλη ελληνικής ταινίας. Ένα τέλος που έκανε «μπαμ»!
«Με θυμάσαι ρε π@@στη;», ρωτά ο Σταμάτης Γαρδέλης πριν πέσει το ξύλο της αρκούδας και γεννά μια ατάκα που ερχόταν για να μείνει.
Το κοινωνικό φιλμ του Δαλιανίδη (σενάριο και σκηνοθεσία) δεν είχε όμως μόνο σκηνές ανθολογίας, αλλά και πλήθος μηνυμάτων, μιλώντας για τον κοινωνικό ρόλο της τηλεόρασης, τα ναρκωτικά φυσικά, τις συμμορίες, ακόμα και το δύσκολο θέμα του βιασμού.
Δερμάτινα, μηχανές, ντίσκο, ξύλο, μπινελίκια και άφθονη βία για τα ήθη της εποχής, η ταινία λειτουργούσε και ως ένα ανηλεές κατηγορώ για τον κατήφορο της ελληνικής κοινωνίας. Η παραγωγή της Καραγιάννης & ΣΙΑ έσπασε τα ταμεία ως η τρίτη εμπορικότερη ταινία της σεζόν (227.000 εισιτήρια) και σήμερα δεν είναι παρά ένας μύθος για ό,τι σήμαιναν κάποτε τα 80s…
Υβρίδιο κοινωνικού φιλμ και ταινίας δράσης, ο «Πανικός στα σχολεία» παρακολουθεί την ιστορία ενός πατέρα που χάνει τον μαθητή γιο του από υπερβολική δόση και μετατρέπεται σε τιμωρό, αναζητώντας όσους τον έστειλαν στον άλλο κόσμο.
Γιάννης Βόγλης εναντίον Ανέστη Βλάχου δηλαδή σε μια ταινία του βετεράνου Ντίμη Δαδήρα με καλές ερμηνείες και στιβαρό σενάριο από τον συνήθη ύποπτο Γιώργο Μυλωνά.
Η παραγωγή της Γκρέκα Φιλμ του Μιχάλη Λεφάκη περιστρέφεται γύρω από τον λευκό θάνατο στα σχολεία και μιλά περί εκδίκησης μέσα σε ένα πλαίσιο εξόχως ελληνικό. Προσθέστε εδώ και τη ρεπόρτερ που ερευνά τη μάστιγα των ναρκωτικών και έχετε ένα ατόφιο διαμάντι ταινίας κοινωνικού προβληματισμού…
Άλλος ένας μύθος της εποχής, εδώ είναι το οπαδιλίκι που βγαίνει στο προσκήνιο και οι συμπλοκές των συνδέσμων που αφήνουν παράλυτο τον νεαρό πρωταγωνιστή.
Και είναι ξανά ένας δοκιμαζόμενος πατέρας αυτός που θα εμπλακεί στο παιχνίδι των βίαιων συναλλαγών Ολυμπιακάκηδων και Αεκτζήδων προσπαθώντας να μάθει τα πώς και τα γιατί.
Η ταινία-σταθμός του Κώστα Καραγιάννη, σε σενάριο του Γιώργου Μυλωνά, δεν πήγε πολύ καλά στα χρόνια της, κόβοντας μόλις 58.000 εισιτήρια. Η παραγωγή της Γκρέκα Φιλμ έμελλε ωστόσο να αποκτήσει το καθεστώς του καλτ στα επόμενα χρόνια, βρίσκοντας τελικά την αναγνώριση που της άξιζε σε κάθε οργισμένο πιτσιρικά εκεί έξω.
Κι αν πρέπει να το πούμε, πρόκειται για το φιλμ που φιλοξένησε τη μεγαλύτερη κι απ’ τη ζωή ατάκα του Γιώργου Πετρόχειλου «η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols, γκέγκε;»!
«Εγώ δε θέλω μεροκάματο, θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο, θέλω βία και αγωνία και σε φτύνω κοινωνία» τραγούδησε ο Σταμάτης Γαρδέλης στο ελληνικό «Sons of Anarchy» λες και ήταν ύμνος μιας κάποιας επανάστασης!
Πρόδηλα 80s, ιδανικό μείγμα κοινωνικού δράματος, κωμωδίας και μιούζικαλ, δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έκανε εδώ ο Δαλιανίδης, υπογράφοντας ταυτοχρόνως και το σενάριο.
Ξέφρενα ξενύχτια, ζαμανφουτισμός, ζωή στα κόκκινα και μηχανές, αλλά και κοινωνικοί συμβολισμοί μπλέκονται με νουθεσίες και αλλαγή πλεύσης σε μια ταινία που τα έχει κυριολεκτικά όλα. Και άφθονες δόσεις αυθεντικής 80s ατμόσφαιρας φυσικά, σε μια παραγωγή της Γιώργος Καραγιάννης και ΣΙΑ που εκτιμήθηκε εξίσου και στην εποχή της (77.000 εισιτήρια)…