Είναι αλήθεια ότι κάθε φορά που έβλεπες να εμφανίζεται στο μεγάλο πανί ο Ανέστης Βλάχος ήξερες ότι κάτι μοχθηρό θα συμβεί, καθώς ο μεγάλος τυπίστας κρατούσε πάντα ρόλους σατανικού και υποχθόνιου ανθρώπου. Κι αυτή ήταν ακριβώς η υποκριτική του δύναμη, η τυποποίηση δηλαδή σε αναγνωρίσιμους ρόλους που διεκπεραίωνε μαεστρικά ο καταξιωμένος ηθοποιός του ελληνικού σινεμά. Κι ενώ η ρετσινιά του κινηματογραφικού κακού θα τον κυνηγάει διαχρονικά, ο ρόλος που ερμήνευε ήταν φυσικά κόντρα, αφού όλοι όσοι τον ήξεραν και τον ξέρουν ομολογούν πως είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος που δοκιμάστηκε πολλάκις στη ζωή του, κρατώντας πάντα μια αξιοζήλευτα αξιοπρεπή στάση. Ήρεμος και πράος πίσω από τις κάμερες, ο Δραμινός Ανέστης Βλάχος ξεκίνησε τη ζωή του μέσα στην προσφυγιά, τον πόλεμο και την ανέχεια για να μετατραπεί σε αναπόσπαστο μέλος της ελληνικής κινηματογραφίας, διανύοντας τεράστιο δρόμο στη ζωή του. «Εγώ είμαι ρολίστας. Δεν μπορείς να με κατατάξεις ούτε στους δραματικούς ούτε στους κωμικούς ηθοποιούς. Εμένα μου έμεινε η στάμπα του σκληρού λόγω της φυσιογνωμίας μου, κι έτσι οι σκηνοθέτες μου έδιναν συνεχώς ρόλους για να παίξω», λέει ο καθαρόαιμος κινηματογραφικός ηθοποιός που οι απανωτές υποχρεώσεις του στο μεγάλο πανί τον κρατούσαν μονίμως μακριά από τα θέατρα. Πάμπολλες ταινίες μετά, ο πολυτάλαντος και βραβευμένος Βλάχος που μεγάλωσε γενιές και γενιές ελλήνων κινηματογραφόφιλων ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, διαγράφοντας παράλληλα μια μακροχρόνια διαδρομή στο μεγάλο πανί. Ο κουμπάρος του Ξανθόπουλου και καρδιακός φίλος του Φούντα ήταν πάντα πολλά περισσότερα από μια σκληρή φάτσα και ένα τραχύ παρουσιαστικό και να γιατί…
Πρώτα χρόνια
Ο Ανέστης Βλάχος γεννιέται στις 7 Φεβρουαρίου 1934 στην Προσορμισμένη της Δράμας μέσα σε φτωχή αγροτική οικογένεια που είχε ζήσει στο πετσί της τη μικρασιατική προσφυγιά και τον πόλεμο. Ο παππούς του ήταν Μακεδονομάχος (και σύνδεσμος του ίδιου του Παύλου Μελά) και ο πατέρας του θα σκοτωθεί στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940, αφήνοντας ορφανό τον μικρό Ανέστη. Η καταραμένη φτώχεια θα φέρει τον Ανέστη στο ορφανοτροφείο της Δράμας, όπου και θα τελειώσει τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Το 1946 η οικογένεια θα ξεριζωθεί και θα κατέβει στην Αθήνα (εγκαταστάθηκε με τη μοδίστρα μητέρα του στην Καλλιθέα), αναζητώντας καλύτερη μοίρα στη ζωή. Ο Βλάχος θα κάνει μπόλικες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει και να συντηρεί τη μητέρα του και κάποια στιγμή θα βρει μόνιμη απασχόληση ως οικοδόμος. «Αλλά κι εκεί η μοίρα με κατέτρεχε. Κυνηγούσαν εμένα και τη μάνα μου, με την κατηγορία των αριστερών. Τέλος πάντων, περάσαμε πολλές φουρτούνες, ώσπου έπιασα δουλειά, όταν τελείωσα το Δημοτικό, σε ένα τυπογραφείο. Μετά έπιασα δουλειά σε ένα ζαχαροπλαστείο και κατόπιν σε ένα κουρείο», όπως θυμάται ο ίδιος. Έχοντας ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής, θα μπει στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου «Λυκούργος Σταυράκος» το 1950, έχοντας συμμαθητή τον Κώστα Καζάκο: «Εκεί ήμουν τυχερός, γιατί είχα εκπληκτικούς δασκάλους, όπως τον Γρηγορίου, τον Διαμαντόπουλο, τον Τσαρούχη, τον Θεοδωράκη, τον Βολονάκη, τον Κουν και πολλούς άλλους». Αμέσως μετά τη σχολή θα λάβει χώρα το ατύχημα που θα του στοιχίσει το μάτι του. Μια μέρα του 1966 που δούλευε στην οικοδομή, έχοντας μόλις ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας «Το κορίτσι με τα μαύρα», μια πρόκα θα καρφωθεί στο μάτι του και θα το χάσει. Και ήταν η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν αυτοί που θα τον βοηθήσουν οικονομικά και ψυχολογικά με την επικίνδυνη εγχείριση, στεκόμενοι στο πλευρό του σαν πραγματικά αδέλφια. Οι δυο ηθοποιοί θα πληρώσουν τα νοσήλια και μετά την επέμβαση θα τον φροντίσουν στο σπίτι τους. Ας τον ακούσουμε: «Για μένα είναι πολύ σκληρό να μιλάω για το μάτι μου, αλλά οφείλω να σας πω την αλήθεια. Τότε, παράλληλα με τη σχολή και τον κινηματογράφο, δούλευα στην οικοδομή. Χτύπησα, λοιπόν, με μια πρόκα, με αποτέλεσμα να χάσω το μάτι μου. Η Έλλη Λαμπέτη τότε ήταν ζευγάρι με τον Δημήτρη Χορν. Όταν με είδαν στα χάλια που ήμουν, εκείνοι πλήρωσαν το νοσοκομείο κι εκείνοι με κοίμιζαν και με φρόντιζαν στο σπίτι τους μέχρι να γίνω καλά. Χρωστάω αμέριστα “ευχαριστώ” στην Έλλη και στον Δημήτρη από εκεί που βρίσκονται, γιατί μου φέρθηκαν λες και ήταν αδέρφια μου, γονείς μου».
Θεατρική και κινηματογραφική καριέρα
Ο Ανέστης Βλάχος θα κάνει το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο ήδη από σπουδαστής ακόμα, έχοντας πάντα το τραχύ παρουσιαστικό του να ξεκλειδώνει τους ρόλους: «Ο κινηματογράφος για μένα μπήκε ξαφνικά στη ζωή μου. Θυμάμαι, ο ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Γκρεκ Τάλλας θα έκανε την ταινία “Αγιούπα”. Έψαχνε λοιπόν δύο ηθοποιούς που να θυμίζουν αγροτόπαιδα για να παίξουν σε αυτή. Εγώ τότε ήμουν στο δεύτερο έτος της σχολής του Σταυράκου. Όταν με είδε ο Τάλλας εντυπωσιάστηκε και με έβαλε σε βασικό ρόλο». Αυτό θα ήταν το πρώτο ταπεινό ξεκίνημα, όπως και η αριστουργηματική «Μαγική Πόλις», αν και σύντομα θα ερχόταν η πρώτη μεγάλη συμμετοχή: «Έπειτα ο Μιχάλης Κακογιάννης θα έκανε τη θρυλική ταινία “Το κορίτσι με τα μαύρα”. Οι τεχνικοί λοιπόν πήραν κάποιες φωτογραφίες δικές μου και τις πήγαν στην αλησμόνητη Έλλη Λαμπέτη και στον Κακογιάννη για να με δουν. Με φώναξαν, τους άρεσα στο πρόσωπο και μου έδωσαν το ρόλο του αδερφού της Έλλης». Το σπουδαίο «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956) του Κακογιάννη θα τον εγκαθιδρύσει λες μεμιάς στο ελληνικό σινεμά, εξασφαλίζοντάς του πια ρόλους βροχή. Η ταινία που θα τον καθιερώσει τόσο στις συνειδήσεις του ελληνικού κοινού όσο και στο κινηματογραφικό στερέωμα θα έρθει ωστόσο δέκα χρόνια αργότερα: ήταν στον «Φόβο» (1966) του Κώστα Μανουσάκη που θα γεννηθεί ο μεγάλος ρολίστας, ενσαρκώνοντας τώρα απανωτούς ρόλους κακού και σκληρού… Μέχρι και την αρκούδα θα παίξει ο Ανέστης Βλάχος στην «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969) φοβερίζοντας τον καρδιακό του φίλο και κουμπάρο Νίκο Ξανθόπουλο!
«Τόσα χρόνια δεν έκανα θέατρο, γιατί δούλευα στον κινηματογράφο, τον οποίο αγαπούσα πολύ. Έκανα πάνω από 180 ταινίες, με απορρόφησε το σινεμά. Έχω τιμητική σύνταξη χάρη στα βραβεία που έχω κερδίσει», ανακαλεί ο Βλάχος τη σπουδαία και μακροχρόνια κινηματογραφική του πορεία. Στο θέατρο έπαιξε πάντως, έστω και σποραδικά, αρχίζοντας από το 1963 στο «Θάψτε τους νεκρούς» του Κυκλικού Θεάτρου του Τριβιζά και συνέχισε παίζοντας σε όλα σχεδόν τα είδη. Ο Βλάχος έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τις ερμηνείες του στις ταινίες «Με τη Λάμψη στα Μάτια» το 1964 και «Κιέριον» το 1974, ενώ «Ο φόβος» θα του φέρει ένα ακόμα βραβείο, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τυνησίας το 1966. Όσο για το τραγικό ατύχημα με το χαμένο μάτι, ο Βλάχος το γύρισε κι αυτό υπέρ του: «Για μένα το γεγονός ότι έχασα το μάτι μου ήταν επίπονο ως περιστατικό, έπαιξε όμως μεγάλο ρόλο στην καριέρα μου. Μετά από το περιστατικό αυτό έπαιξα σε ταινίες του Κούνδουρου, του Γεωργιάδη, του Γρηγορίου, του Γλυκοφρύδη, του Κώστα Μανουσάκη και πολλών άλλων». Ο μεγάλος κακός, άγριος, σκληρός και άξεστος αγροίκος του ελληνικού σινεμά τυποποιήθηκε στη μανιέρα και έπαιξε σε αμέτρητες ταινίες: «Ο κινηματογράφος περισσότερο στηρίζεται στο φιζίκ και μετά στην ψυχολογία και στο ταμπεραμέντο του ηθοποιού. Έτυχε λοιπόν στην πρώτη μου ταινία, την “Αγιούπα” του Γκρεγκ Τάλας, να κάνω έναν βιαστή. Στον κινηματογράφο, όταν ένας ηθοποιός έπαιζε έναν ρόλο και είχε επιτυχία, τότε όλοι οι σεναριογράφοι έγραφαν τον ίδιο χαρακτήρα. Μην ξεχνάμε ότι γίνονταν 200 ταινίες τον χρόνο και δεν προλάβαιναν οι συγγραφείς να γράφουν, έλεγαν “υπάρχει ένας σκληρός, ποιος θα τον κάνει;” και σε έπαιρναν και γινόταν μοτίβο».
Ο καταξιωμένος κακός του εμπορικού μας κινηματογράφου άφησε βαθιά το στίγμα του στην ελληνική κοινωνία της εποχής και το σπαρταριστό περιστατικό που διηγείται με τον κουμπάρο του Ξανθόπουλο είναι εδώ ιδιαιτέρως δηλωτικό: «Κάποτε πίναμε τον καφέ μας με τον Νίκο εδώ στην πλατεία Βικτωρίας. Κάποια στιγμή περνάνε δύο γυναίκες, οι οποίες αρχίζουν τραγικά να πιάνουν τα μαλλιά τους και να του λένε “Νίκο, πώς κάθεσαι δίπλα του;”. Οπότε γυρίζει ο Νίκος και τους λέει: “Τι λέτε, κυρίες μου, ο Ανέστης είναι το κουμπαράκι μου, το φιλαράκι μου, τον αγαπώ”, κι εκείνες του φώναζαν “φύγε, φύγε θα σε σκοτώσει”. Αυτό είναι αληθινό! Χτυπιόντουσαν! Επειδή καθόμουν δίπλα του θεωρούσαν πως θα του κάνω κακό. Ενώ με τον Νίκο είμαστε κουμπάροι, με έχει στεφανώσει και είμαστε φίλοι χρόνια»! Έπειτα από απουσία πολλών ετών, ο Βλάχος πρωταγωνίστησε στην ταινία «Αυτόπτης μάρτυρας» του 1994, συνεχίζοντας πια την καριέρα του στη μικρή οθόνη, όπου και έπαιξε σε πλήθος σειρών της ελληνικής τηλεόρασης. Έχοντας περάσει και από την εποχή της βιντεοκασέτας τη δεκαετία του 1980, δεν έφυγε ποτέ από τα φώτα της δημοσιότητας, καθώς οι εμφανίσεις του στη μικρή οθόνη ήταν σχεδόν αδιάλειπτες από τα χρόνια της ΕΙΡΤ και της ΥΕΝΕΔ ακόμα.
Προσωπική ζωή
Ο Ανέστης Βλάχος ήταν επίσης κολλητός φίλος του Γιώργου Φούντα, διατηρώντας προσωπικές σχέσεις με πολλούς αστέρες του ελληνικού σινεμά. Έχει αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ηρακλή, από τον πρώτο του γάμο με την καλλιτέχνιδα Αναστασία Παπανδρόνη, και την Έλλη, με τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Μαρία Γαρίτση. Η τεράστια πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο που μετρά περισσότερες από 150 ταινίες δεν του στέρησε τη δυνατότητα να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, όντας από τα πρώτα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και οργανώνοντας τις τοπικές οργανώσεις του κινήματος. Σε μια άλλη εποχή, ο Ανέστης Βλάχος απολάμβανε πού και πού έναν καφέ με τον Ανδρέα Παπανδρέου ενημερώνοντάς τον για τα τεκταινόμενα του κόμματος και το κλίμα που επικρατούσε στην πιάτσα. Οργανωμένος από το 1964 στην ευρύτερη Αριστερά, ο Βλάχος υπηρέτησε ως γραμματέας της Οργάνωσης Καλλιτεχνών-Ηθοποιών και διετέλεσε μέλος του Τομέα Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ. «Είμαι συνδικαλιστής από τα γεννοφάσκια μου και χαίρομαι γι’ αυτό». Το 1977 ήταν υποψήφιος βουλευτής στη Β’ Αθηνών και το 1978 εκλέχτηκε πρώτος δημοτικός σύμβουλος με τον Δημήτρη Μπέη, όπου για δύο χρόνια διετέλεσε αντιδήμαρχος. Στις δημοτικές εκλογές του 2006 εκλέχτηκε πρώτος επιλαχών δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό «Η Αθήνα αλλάζει» του Κώστα Σκανδαλίδη. «Ήμουν ο ιδρυτής της πρώτης τοπικής του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα. Κι αργότερα, με ένα συνάδελφο, φτιάξαμε την πρώτη κλαδική των ηθοποιών. Δεν πήγα στο ΠΑΣΟΚ για να βγάλω λεφτά. Πήγα για να βάλω το λιθαράκι μου και να αλλάξει η Ελλάδα. Ήθελα την ανατροπή, που την έφερε ο Αντρέας. Ο λαός με τον Αντρέα έφαγε ψωμάκι». Πλέον ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας μαζί με τη σύζυγό του και την πολυαγαπημένη του κόρη στην πλατεία Βικτωρίας, αν και δεν εμφανίζεται ικανοποιημένος από την τροπή που έχει πάρει η ζωή του: «Δεν περίμενα να περάσω τέτοια μαύρα γεράματα, γιατί δουλεύω από 11 χρόνων παιδί και τώρα είμαι 79. Κάθε φορά που πάω να πληρωθώ, κάθε μήνα, τρέμει η ψυχή μου και λέω “θα προλάβω να πληρώσω το φως και τα χαράτσια;”. Ζω και με αυτό το άγχος», είπε πρόσφατα. Όσο για το επάγγελμα του ηθοποιού που υπηρέτησε τόσα χρόνια με συνέπεια και αγάπη, πάντα το θυμάται με «νοσταλγία. Γιατί ο ηθοποιός είναι μεγάλο πράγμα, να κάνεις χαρακτήρες έξω από τον εαυτό σου. Κι όταν το πετυχαίνεις και αρέσεις, χαίρεσαι γιατί είναι σαν να είσαι ο ήρωας που υποδύεσαι»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr